Αυξάνων την αύξησιν του Χριστού «εις άνδρα τέλειον», ο άνθρωπος εξέρχεται βαθμηδόν από την πνευματικήν νηπιακήν ηλικίαν και από την πνευματικήν καχεξίαν, ενδυναμώνεται, ωριμάζει εις την ψυχήν, ωριμάζει εις τον νουν και την καρδίαν του. Ζων δια του Χριστού και εν Χριστώ, «κολλάται» ολόκληρος εις τον Χριστόν και εις την Αλήθειαν Του, γίνεται οικείος με αυτήν, ούτως ώστε αυτή να γίνη αιώνιος Αλήθεια του νου του, και της καρδίας και της ψυχής του. Δι’ ένα τοιούτον άνθρωπον δύναται με βεβαιότητα να λεχθή ότι αυτός γνωρίζει την Αλήθειαν επειδή και κατέχει την Αλήθειαν. Αυτή η ζώσα θεία Αλήθεια, η εντός του υπάρχουσα, αποτελεί το αλάθητον και θείον μέτρον δια την διάκρισιν της αληθείας και του ψεύδους, του καλού και του κακού μέσα εις τον κόσμον του ανθρώπου. Δι’ αυτό, αυτόν δεν ημπορεί να τον παραπλανήση και να τον απατήση ουδεμία κατ’ άνθρωπον διδασκαλία. Αυτός αισθάνεται αμέσως ποίου πνεύματος είναι η οποιαδήποτε ανθρωπίνη διδασκαλία του προσφέρεται. Τούτο είναι απολύτως φυσικόν, διότι αυτός γνωρίζει τον άνθρωπον, γνωρίζει τι υπάρχει μέσα του και ποιου είδους διδασκαλίαν αυτός δύναται να δημιουργήση και να δώση.
Απατώνται δε λόγω της αμαρτίας, η οποία έχει γίνει μέσα τους, δια μέσου της συνηθείας, σκεπτόμενη δύναμις και τόσον φυσική και οικεία εις τον άνθρωπον, ώστε να μη ημπορούν οι άνθρωποι ούτε να καταλάβουν καν πόσον η αμαρτία τους επηρεάζει και τους καθοδηγεί εις τα σκέψεις και διδασκαλίας των
Κάθε ανθρωπίνη διδασκαλία και επιστήμη, μη οδηγούσα προς την θείαν αλήθειαν, δεν είναι χαλκευμένη με το ψεύδος; Ποια από τας ανθρωπίνας επιστήμας φανερώνει το αληθινόν νόημα της ζωής και εξηγεί το μυστήριον του θανάτου; Ουδεμία. Τότε ότι λέγουν περί αυτών είναι ψεύδος και απάτη, ψεύδος και απάτη είναι και εκείνο το οποίο προτείνουν ως λύσιν του ερωτήματος περί ζωής και του θανάτου. Επίσης, δεν υπάρχει ανθρωπίνη επιστήμη η οποία να μας εξηγή το μυστήριον του κόσμου και του ανθρώπου, το μυστήριον της ψυχής και της συνειδήσεως, το μυστήριον του καλού και του κακού, το μυστήριον του Θεού και του διαβόλου. Αφού δεν ημπορούν να μας ερμηνεύσουν αυτά, τότε δεν μας απατούν, άραγε, με τα ασήμαντα και εξωτερικώς μόνον λάμποντα ψευδοφώτα τους, και δεν μας περιπλανούν εις τους λαβυρίνθους αχρήστων διανοημάτων, ακροβασιών και θανατηφόρων μικροτήτων; Εις τον κόσμον του ανθρώπου μόνον ο Θεάνθρωπος Χριστός έχει λύσει όλα τα κύρια προβλήματα του κόσμου και της ζωής, από την λύσιν των οποίων εξαρτάται η μοίρα των ανθρώπου εις όλους τους κόσμους. Όποιος έχει τον Χριστόν, έχει όλα τα αναγκαία εις τον ανθρώπινον είναι, όχι μόνο δι’ αυτήν την πρόσκαιρον, αλλά και δια την άπειρον, την αιώνιον ζωήν. Τον άνθρωπον του Χριστού ουδείς άνεμος ανθρωπίνης διδασκαλίας δύναται να σαλεύση, ακόμη δε ολιγώτερον να τον πάρη και παραπλανήση. Χωρίς την πίστιν εις τον Χριστόν και χωρίς την στερέωσιν εις την Αλήθειαν του Χριστού, όντως είναι ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, κάλαμος κλυδωνιζόμενος και περιφερόμενος από κάθε άνεμον ανθρωπίνης ψευδοδιδασκαλίας (πρβλ. Εφ. 4, 14).
Δια τούτο αλαθήτως ο Απόστολος συμβουλεύει και εντέλλεται εις τους χριστιανούς: «διδαχαίς ποικίλαις και ξέναις μη παραφέρεσθε· καλόν γαρ χάριτι βεβαιούσθαι την καρδίαν» (Εβρ. 13,9). Οι άνθρωποι απατούν τον εαυτό τους με τας ποικίλας διδασκαλίας των τας περισσοτέρας φοράς ακουσίως παρά εκουσίως. Απατώνται δε λόγω της αμαρτίας, η οποία έχει γίνει μέσα τους, δια μέσου της συνηθείας, σκεπτόμενη δύναμις και τόσον φυσική και οικεία εις τον άνθρωπον, ώστε να μη ημπορούν οι άνθρωποι ούτε να καταλάβουν καν πόσον η αμαρτία τους επηρεάζει και τους καθοδηγεί εις τα σκέψεις και διδασκαλίας των. Ο δε οδηγών αυτούς δια της αμαρτίας είναι ο όπισθεν αυτής κρυπτόμενος δημιουργός της, η κυρία λογική της αμαρτίας, δηλαδή ο διάβολος. Διότι αυτός με πολυάριθμους και πολυμήχανους και λεπτοτάτους τρόπους υποβάλλει υπούλως τα ψεύδη τους εις τας ανθρωπίνας επιστήμας και διδασκαλίας, αι οποίαι εν συνεχεία απομακρύνουν τους ανθρώπους από τον μόνον αληθινόν Θεόν. Επί πλέον αυτός εισάγει εις αυτάς, τας ανθρωπίνας επιστήμας, μέσω της λογικής της αμαρτίας, ολόκληρον την πανουργίαν του, σκανδαλίζων εντέχνως και απατών τους ανθρώπους, ώστε αυτοί εν τη αυταπάτη των, να αρνούνται τον Θεόν, ή να μην Τον θέλουν ή να μη βλέπουν Αυτόν και να χωρίζονται απ’ Αυτόν.
Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 48-50