Σε ακρότητες πέφτουν οι αυτόβουλοι, όσοι έχουν δικοί τους βούλησι και δεν δέχονται συμβουλή από τον άλλον. Αυτοί θέλουν τον άλλον να είναι αυθεντία, άγιος, ή να τους έχη αποκαλυφθή από τον Θεόν για να τον ακούσουν. Οι αυτόβουλοι είναι ιδιορρυθμίτες, ζουν το δικό τους εγώ, την δική τους δικαιοσύνη· έχουν χαρά, ευχαρίστησι, επιτυχίες, δάκρυα, αλλαγές, κάνουν εξομολογήσεις, αλλά αυτά δεν οδηγούν στην αγιότητα. Απαιτείται αγώνας μέχρι να πεθάνη το εγώ και να πης: Εγώ δεν υπάρχω, θα κάνω ότι μου πη ο άλλος. Τότε αφήνεσαι στην άβυσσο του θείου ελέους, και ο Θεός μπορεί να σε λούζη με την χάρι του. Τότε κολυμπάς μέσα στις θείες δωρεές.
Ο παπα-Εφραίμ από την αρχή βρήκε την πυξίδα και την τήρησε. Είναι θαυμαστή η ζωή του. Όταν ήταν υποτακτικός, ήταν και μάρτυρας και είχε απτότερες τις μαρτυρίες του Αγίου Πνεύματος· ένοιωθε η προσευχή του να ανεβαίνη υψηλότερα από τα σύννεφα, εύρισκε τον εαυτό του εν μέσω των αγγέλων. Ως μάρτυρας δεν είχε καμία ανθρώπινη θαλπωρή. Ζούσε μία ζωή που κανείς από εμάς δεν την διανοήθηκε, ούτε θα μπορούσε να την αντέξη για ένα λεπτό. Και όμως ο παπα-Εφραίμ την άντεξε για μια ολόκληρη ζωή. Λόγω της σκληρής υπακοής του η προσευχή γινόταν καρδιακή και έτρεχε και προχωρούσε και έφθανε στον ουρανό.
Μόνον ο ίδιος ο άνθρωπος μπορεί να αδικήσει τον εαυτό του και να ξεπέση από την θέσι του. Ο Θεός όμως ουδένα ρίπτει, ουδένα αδικεί, ουδένα κατάγει· μόνον ανάγει ο Θεός. Κατέβηκε στα κατώτατα του άδου, για να μας αναγάγη επάνω στον ουρανό. Και ότι μας έχει δώσει, δεν μας το παίρνει πίσω.
Έρχεται κάποιος στο μοναστήρι και αμέσως σκέπτεται πότε θα γίνη μοναχός και πότε θα τον στείλη ο Γέροντάς του να ζήση ως ασκητής επάνω στον Άθωνα. Αυτός ο άνθρωπος θα χαραμισθή· ή θα βγη στον κόσμο ή δεν θα βρη καμία ισορροπία
Πέραν αυτού όμως, οι ιδιόρρυθμοι, όσοι μόνοι τους βολεύουν τις καταστάσεις –διαβάζουν αυτόν τον άγιο, τον ακολουθούν· διαβάζουν κάποιον άλλον, και αυτόν τον ακολουθούν-, οι άνθρωποι οι αυτοκυβέρνητοι πίπτουν γενικώς στα άκρα. Όσο δε ο άνθρωπος αρχίζει την ζωή του με ακρότητες, τόσο πέφτει χαμηλά. Και είναι ζήτημα αν στο τέλος της ζωής του θα μπορέση να φθάση σε μια ισορροπία, διότι το εγώ ενισχύεται με την ιδιορρυθμία και δεν δέχεται εύκολα να υποκύψη. Είναι πρόβλημα αν αυτός ο άνθρωπος μπορέση, μέχρι του θανάτου του, να φθάση στο σημείο που θα μπορούσε να φθάση από μικρό παιδάκι, εάν είχε παραδοθή σε κάποιον Γέροντα.
Όταν αρχίζη κανείς με ακρότητες, θα φάω λόγου χάριν, μόνον δύο σύκα, μετά θα τρώη εκατό. Η, θα κοιμάμαι τρεις ώρες. Μετά θα αρρωστήση και θα κοιμάται εννέα ώρες, ενώ όλοι θα κοιμούνται έξι. Γιατί; Γιατί δεν άρχισε φυσιολογικά, από τις επτά να πάη στις έξι, στις πέντε, στις τέσσερις, στις τρεις. Τότε θα μπορούσε και δύο ώρες να κοιμάται, και να μην αισθάνεται την ανάγκη περισσότερου ύπνου. Άρρωστοι άνθρωποι κοιμούνται δύο ώρες το εικοσιτετράωρο «και ζουν και βασιλεύουν». Ο άνθρωπος έχει δυνάμεις πόσο μάλλον όταν κυβερνιέται από πνευματικές δυνάμεις.
Κάποιος ζητάει ευλογία να μην τρώη το βράδυ. Εγώ, ως Γέροντας, θα δοκιμάσω να τον ισσοροπήσω. Αν αυτός επιμένη στην ιδιορρυθμία του, στον εγωισμό του, εάν επιμείνω και εγώ, θα γίνω λογομάχος. Πρέπει ένας από τους δύο μας να υποχωρήση. Αφού δεν υποχωρεί αυτός, θα υποχωρήσω εγώ. Υποχωρώντας εγώ, αυτός μετά θα πη, πολλοί νήστευαν σαράντα ημέρες, εγώ θα νηστεύσω πενήντα ημέρες. Έτσι θα πεθάνη, χωρίς να γευθή καμία πνευματική ευφροσύνη, ή θα φύγη από το μοναστήρι. Γι’ αυτό ο Μέγας Αντώνιος λέγει μετρίως. Χρειάζεται το «μέτρον το άριστον» (Κλεοβούλου, 1, 63, 2). «Μη μέταιρε όρια αιώνια, α έθεντο οι πατέρες σου», λέγει η Αγία Γραφή (Παροιμ. 22, 28).
Έρχεται κάποιος στο μοναστήρι και αμέσως σκέπτεται πότε θα γίνη μοναχός και πότε θα τον στείλη ο Γέροντάς του να ζήση ως ασκητής επάνω στον Άθωνα. Αυτός ο άνθρωπος θα χαραμισθή· ή θα βγη στον κόσμο ή δεν θα βρη καμία ισορροπία. Μόνον με το μέτρο μπορεί κανείς να προχωρήση. Τότε θα τον βοηθήση και ο Θεός, και η πλεύσις θα είναι προς τον ουρανό.
Απόσπασμα από το βιβλίο: Νηπτική ζωή και ασκητικοί κανόνες, ερμηνεία στους οσίους πατέρες Αντώνιο, Αυγουστίνο και Μακάριο, Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, Ίνδικτος 2011, σελ. 134-136