Ο Δημήτρης γεννήθηκε στις 14 Νοεμβρίου του 1903 στο χωριό Κουραμάδες Κερκύρας και βαπτίστηκε στις 14 Φεβρουαρίου του 1904 στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου, από τον έχοντα φήμη Αγίου εφημέριο του χωρίου παπα-Κωσταντή. Ήταν το δεύτερο παιδί της οικογενείας του Σπύρου Γραμμένου, του επονομαζομένου «Γαρδελή» και της Μαρίας Βέργη. Η γιαγιά του (μητέρα του πατέρα του) λεγόταν Λουκία η Λουτσέτα, όπως την φώναζαν, και ήταν εγγονή του παπα-Νικόλα Κοσκινά.
Η οικογένεια του Δημήτρη ήταν από τις πλέον ευκατάστατες του χωρίου. Είχαν σπίτια, ελιές, αμπέλια, χωράφια, ζώα, ελαιοτριβεία. Ο πατέρας του ήταν σημαίνον πρόσωπο του χωριού, ο δε παππούς του ήταν για χρόνια προεστός. Είχαν μεγάλη περιουσία και απασχολούσαν πολλούς εργάτες, άνδρες και γυναίκες.
Ο Δημήτρης, ως πρώτος από τα αρσενικά παιδιά, ανέλαβε την ευθύνη της εργασίας και επίβλεψης όλης αυτής της περιουσίας. Η οικογένεια του ήταν αυστηρώς πατριαρχική. Κατά τα οικογενειακά ήθη της εποχής, τα παιδιά έπρεπε να δείχνουν τυφλή υπακοή στους γονείς εφ’ όρου ζωής, ειδικά στον πατέρα που τότε τον αποκαλούσαν «αφέντη».
Τα ενδιαφέροντα όμως του Δημήτρη ήταν άλλα. Από μικρό παιδί κούρνιαζε στα πόδια της γιαγιάς του Λουτσέτας, η οποία, ως εγγονή παπά, είχε γνώσεις και βιώματα της ορθόδοξης πίστης. Απλά και ταπεινά μετέδιδε αυτά στον μικρό της εγγονό, ο οποίος κυριολεκτικά ρουφούσε όλο αυτό το πνευματικό γάλα που του προσφερόταν. Τον ανέπαυαν όχι μόνο τα λόγια που ήταν όλο ευχές και συμβουλές, αλλά και όλη η γεμάτη αγάπη συμπεριφορά της. Κατά καιρούς η γριά Λουτσέτα ευωδίαζε τόσο, που μερικές γειτόνισσες όταν παρατηρούσαν το φαινόμενο, καθώς ήταν άσχετες από τέτοιες εμπειρίες, έλεγαν περιπαικτικά: «Η Λουτσέτα ξελαδίζει (βγάζει λάδι, άρωμα) πάλε. Ελάτε βορές (βρε) να τσή (της) μασούμε το λάδι». Η ίδια δεν καταλάβαινε γιατί της συνέβαινε αυτό το πράγμα, και έλεγε ότι θα είχε μοιάσει σε κάποιον προγονό της.
Όταν έμαθε γράμματα ο Δημήτρης, το μόνο που τον ευχαριστούσε ήταν να διαβάζη θρησκευτικά βιβλία, όπως τον ευχαριστούσε και το να βρίσκεται κοντά στον παπά, να τον υπηρετή σε όλες τις εκκλησιαστικές ακολουθίες και να βρίσκεται μέσα στο Ιερό ως γραμματικούδι (παιδί που εξυπηρετεί τον ιερέα). Το όνειρο του ήταν όταν μεγαλώση να γίνη και αυτός παπάς και να υπηρετή τον Χριστό. Να υπηρετή όμως τον Χριστό, όχι μέσα στον κόσμο, αλλά να γίνη μοναχός, να αφιερωθή και να μπη σε κα ποιο μοναστήρι. Οι δικοί του βέβαια ούτε να το ακούσουν ήθελαν. Στο μυαλό τους είχαν το να τον παντρέψουν, για να διαχειρίζεται την μεγάλη τους περιουσία, ακόμα κι αν γινόταν παπάς, αρκεί να έμενε στο σπίτι.
Πώς να σταθή όμως εκείνος, όταν η νεανική του καρδιά φλογιζόταν από την αγάπη του Χριστού, που του έδινε ώθηση να φύγη;
Όμως πού να πάη; Χρήματα δεν είχε για να φύγη εκτός Κερκύρας. Ευλογία από τους γονείς του δεν θα έπαιρνε ποτέ για ένα τέτοιο εγχείρημα. Ακόμα και αν πήγαινε σε κάποιο μοναστήρι της Κερκύρας, ο πατέρας του θα τον γύριζε σίγουρα πίσω. Έτσι, θα έπρεπε να κάνη υπομονή και υπακοή, έως ότου ενηλικιωθή και πάη στρατιώτης· μετά θα έβλεπε τι θα γινόταν. Άλλωστε είχε στήριγμα την αγιασμένη γιαγιά του και τον σοφό κατά Θεό και χαριτωμένο γέροντα Πνευματικό του εφημέριο του χωριού παπα-Κωνσταντή που τον καθοδηγούσαν. Την προσευχή και τον εκκλησιασμό είχε καταφύγιο και ελπίδα του.
Η ώρα της στράτευσης του έφτασε σε ηλικία 22 ετών. Ήταν η πρώτη φορά που έφευγε από το σπίτι και η πρώτη φορά που έπαιρνε χρήματα στα χέρια του, αυτά που του έδωσε ο πατέρας του για ναύλα. Πήρε τις ευχές όλων, αλλά προ πάντων της γιαγιάς του, γιατί τις είχε πολλή ανάγκη.
Παρουσιάστηκε στην Πρέβεζα με άλλους τέσσερις συγχωριανούς συνομήλικους του και από εκεί, μετά την βασική εκπαίδευση, τους έστειλαν μέσω Πειραιά στην Θεσσαλονίκη. Ένα ταξίδι όμως με πλοίο της εποχής εκείνης και εν καιρώ χειμώνος δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Από τον Πειραιά για Θεσσαλονίκη χρειάστηκαν μία εβδομάδα για να φτάσουν, με συνεχή θαλασσοταραχή. Το πλοίο, υπερφορτωμένο με στρατιώτες και πολεμοφόδια, παράδερνε μέσα στα αφρισμένα και ψηλά σαν βουνά κύματα. Ο Δημήτρης στριμωγμένος κάπου στην μέση του καταστρώματος, δεν φοβόταν, παρ’ όλο που όλοι είχαν πανικοβληθή.
Οι συγχωριανοί του είχαν στραμμένο το βλέμμα τους στο ατάραχο και γαλήνιο πρόσωπο του Δημήτρη και του φώναζαν ικετευτικά: «Δημήτρη, κάνε κάτι, χανόμαστε!». Διαισθάνονταν ότι ο Δημήτρης, σαν άνθρωπος του Θεού, μπορούσε να επικοινωνήση μαζί Του μέσω της καθαρής προσευχής του και να γλυτώσουν από αυτόν τον εφιάλτη. Τον παρακαλούσαν αυτοί που στο χωριό τον χλεύαζαν και τον ειρωνεύονταν, ως ασχολούμενο με τα καλογερικά.
Ο Δημήτρης όμως δεν θυμόταν τίποτα από αυτά. Πονούσε βλέποντας την αγωνία και τον φόβο τους και έβγαλε με δάκρυα από μέσα του την πύρινη προσευχή: «Θεέ μου, για μένα δεν με νοιάζει, το ξέρεις και αν πνιγώ, θα ‘ρθω κοντά Σου πιο γρήγορα. Όμως τ’ αδέλφια μου όλα τούτα φοβούνται. Πολλοί έχουν και φαμίλια- ως Μεγαλοδύναμος που είσαι, βοήθησε μας. Παναγία μου, σπλαχνίσου μας, άγιε Δημήτρη μου, αξίωσέ μας να φτάσουμε στην πόλη σου σώοι και να σε ευχαριστήσουμε στην Εκκλησία σου…»
Πήρε την πληροφορία και τους καθησύχασε: «Μη σκιαζώσαστενε, θα αρεβάρουμε (φθάσουμε) καλά». Οι χωριανοί ηρέμησαν, πίστεψαν, ενώ οι άλλοι στρατιώτες ρωτούσαν: «Τι λέει αυτός, δεν βλέπει; Από στιγμή σε στιγμή πνιγόμαστε. Αφού και οι ναύτες απελπίστηκαν». «Ο Δημήτρης ξέρει τι λέει, είναι άνθρωπος του Θεού και να τον πιστεύετε», απάντησαν οι συγχωριανοί του. Αμέσως η ατμόσφαιρα άλλαξε, ηλιαχτίδα ελπίδας και χαράς απλώθηκε σε όλους, αναθάρρησαν οι ναύτες που σταυροκοπήθηκαν μαζί με τον καπετάνιο. Με το ξημέρωμα της έκτης ημέρας ο καιρός γύρισε, η θάλασσα ηρέμησε.
Σαν έφτασαν στην Θεσσαλονίκη, με την πρώτη ευκαιρία οι περισσότεροι πήγαν στην Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου να κάνουν παρακλήσεις και να τον ευχαριστήσουν που βοήθησε στην σωτηρία τους. Έκπληκτος έμεινε ο Δημήτρης για την ομορφιά και την μεγαλοπρέπεια του ναού, αλλάακόμα πιο έκπληκτος για την έντονη και δυνατή ουράνια ευωδία που αισθάνθηκε. «Τι να σου πω», έλεγε, «όλη η εκκλησία ετριώντιζε (ευωδίαζε). Μου καζότουνε (νόμιζα) πούμουνα μέσ’ τον Παράδεισο».
συνέχεια…