Αυτό που σου έγινε τέκνον μου, δεικνύει ότι έχεις κενοδοξίαν πολλήν. Έχεις δια τον εαυτόν σου μεγάλην ιδέαν. Και δι’ αυτό δεν έχεις πνεύμα συγκαταβάσεως, ταπεινοφροσύνης. Αλλά νομίζεις ότι πλέον δεν θα πταίσης, δεν θα κάμης παρακοήν, δεν θα λάβης αλλοίωσιν, αλλά θα ζήσης εις το εξής αναλλοίωτον βίον, όπου δεν είναι της φύσεως των ανθρώπων να το έχουσι τούτο.
Και ήδη ελέχθη σοι ότι νοσείς αγνωσίαν πολλήν, όπερ τίκτει την έπαρσιν. Λοιπόν πρόσεχε, τέκνον μου, και φεύγε την άγνοιαν, την μητέρα πάσης κακίας. Η άγνοια του καλού είναι σκότος της ψυχής. Και αν ο άνθρωπος δεν συμμαχήση με τον Χριστόν, όπου είναι το Φως, δεν ημπορεί να λυτρωθή από τον άρχοντα του σκότους, τον Διάβολον.
Ιδού, επί του Κυρίου μάρτυρος, του απολούντος τους ψεύστας μετά του ψεύδους? εικοσιπέντε έτη και πλέον εν κόσμω έχω όπου μανιωδώς και αιματηρώς παλαίω τοις δαίμοσιν. Εκατέβην εις τον βυθόν του πελάγους, γυμνός αυταρεσκείας και ιδίου θελήματος, δια να εύρω τον Πολύτιμον Μαργαρίτην. Εχειρωσάμην τον ίδιον τον Σατανάν συν πάση τη στρατεία, επιστήμη, και τέχνη αυτού. Και δια ταπεινώσεως πεδήσας αυτόν ερωτώ? – Διάτι έχεις τόσην μανίαν εις ημάς και μας πολεμείς με τόσον θυμόν; Και με λέγει? – Δια να έχω συντρόφους πολλούς εις τον ʼδην και να καυχώμαι εις τον Ναζωραίον ότι δεν είμαι ο μόνος παραβάτης εγώ, αλλ’ ιδού πόσοι άλλοι είναι μαζί μου!
Έχεις δια τον εαυτόν σου μεγάλην ιδέαν. Και δι’ αυτό δεν έχεις πνεύμα συγκαταβάσεως, ταπεινοφροσύνης
Και πάλιν ανέβην εις ουρανούς δια χάριτος και πνευματικής θεωρίας και είδον απόρρητα κάλλη του Παραδείσου, οία ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν.
Και μετά ταύτα πάντα ηπήρθη η χάρις κατά μικρόν και παραμικρόν οι πόδες μου εσαλεύθησαν. Και έπεσα εις ολίγην αμέλειαν, και ηχμαλώτευσέ με ο ύπνος και πολλά αγαθά με υστέρησε. Και πάλιν μετ’ ολίγον ηγέρθην και συνεκρότησα πόλεμον και μάχην αιματηράν? και νικήσας πάλιν κατέπεσα εις τον νυσταγμόν. Και πάλιν η μητέρα πάσης κακίας αμέλεια μου ήσθιεν τα οστά. Πλην και πάλιν ηγέρθην και συνεκρότησα μάχην με όλα τα πνεύματα.
Οκτώ έτη εις την αρχήν εμαχησάμην με τα πάθη τα σαρκικά. Δεν εκοιμήθην επί πλευρόν, αλλά όρθιος στην γωνία ή επί σκαμνίου καθήμενος. Εδερόμην δις και τρις την ημέραν οιμώζων και κλαίων, να με λυπηθή ο Θεός, να πάρη τον πόλεμον. Μέχρις ότου ηλέησέ με ο Πανοικτίρμων και ήρε την μανίαν του Σατανά. Και νυν τα άπειρα μου παθήματα ως εν συντόμω σκιαγραφώ, ρανίδα μίαν από το πέλαγος δίδω σε.
Εις όλας τα νύκτας τάγματα δαίμονες με ξύλα, τσεκούρια, και ότι άλλο φθοροποιόν, μανιωδώς εβασάνιζαν εις όλα χρόνια οκτώ. ʼλλος τα μικρά μου τότε γενάκια, άλλος τα μαλλιά, τα πόδια, τα χέρια, παν είδος κακού και βασάνων. Όλοι εφώναζαν: Πνίξτε τον! Σκότωμα! Και μόνον δια του ονόματος του Χριστού και της Παναγίας μας εγίνοντο άφαντοι, και η ισχύς των ως καπνός διελύετο. Τέλος ηλέησέ με ο Κύριος και εξήγαγέ με από βυθού και λάκκου ταλαιπωρίας.
Και νυν, τέκνον μου, γίνομαι άφρων εξαγγέλων σοι ταύτα, αλλά νομίζων ότι θα προξενήσω ωφέλειαν είπον και εξακολουθώ να σοι λέγω τα νυν.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας», Επιστολή 18’, Έκδοσις Ιεράς Μονής Φιλοθέου, Αγίον Όρος, 1979