Στην αγιοτόκο Καππαδοκία γεννήθηκε, έζησε και εκοιμήθη ο παπα-Βασίλης. Τα στοιχεία για τον παπα-Βασίλη προέρχονται από τον τρισέγγονο του κ. Μιχαήλ Παντ. Παπαδόπουλο, από το χωριό αγ. Κωνσταντίνος (Καππαδοκικό) Φαρσάλων, όπως αυτός άκουσε να τα διηγείται ο Νικόλαος Κουλαξίζογλου. Επίσης στοιχεία για τον παπα-Βασίλη είχε συγκεντρώσει και ο π. Ιωάννης Γαλανόπουλος, εφημέριος της Θηριόπετρας Αριδαίας, από τους γέρους του χωριού, του οποίου οι κάτοικοι ήρθαν πρόσφυγες από το Τασλίκ Καππαδοκίας.
Κατά τις μαρτυρίες συγχωριανών του λοιπόν, γεννήθηκε στο Κοντζούκ ή Γκολτζύκ (Λίμνα) που βρίσκεται 65 χιλιόμετρα Ν-ΝΔ της Καισαρείας, γι’ αυτό τον αποκαλούσαν ο παπα-Βασίλης ο Κοντζικλής, για να τον ξεχωρίζουν από τους πολλούς άλλους που είχαν το ίδιο όνομα.
Ο Βασίλειος Κοντζικλής έλαβε σύζυγο την Σουλτάνα από το χωριό Σαρμουσακλί (Χαμιντιέ). Απέκτησαν τέσσερα αγόρια και περισσότερα κορίτσια.
Ο Βασίλειος πριν γίνη ιερέας έζησε για ένα διάστημα μαζί με ασκητές που υπήρχαν στα μέρη του, από τους οποίους έμαθε να νηστεύη αυστηρά και να προσεύχεται πολύ. Αυτά τα τηρούσε στην μετέπειτα ιερατική του διακονία.
Ο Βασίλειος, έχοντας έμφυτη κλίση προς την ιεροσύνη, χειροτονήθηκε ιερέας γύρω στα 1831 στο χωριό Τσατ, το βορειότερο από τα Ελληνικά χωριά της Καππαδοκίας, πέρα από τον Άλυ ποταμό. Σ’ αυτό το χωριό ζούσαν μαζί Ρωμιοί, Τούρκοι και Αρμένιοι. Μετά την γενοκτονία των Αρμενίων το 1815 και την εγκατάσταση των Τσερκέζων στα σπίτια των Αρμενίων, οι Ρωμιοί πιεζόμενοι έφυγαν από το χωριό και εγκαταστάθηκαν στο τουρκόφωνο ελληνικό χωριό Τασλίκ, 31 χιλιόμετρα νοτίως του Τσατ.
Ο παπα-Βασίλης είχε φόβο Θεού, ευλάβεια, πίστη μεγάλη και προσήλωση (αφοσίωση) στα ιερατικά του καθήκοντα. Έλαβε από τον Θεό το χάρισμα να θεραπεύη τους ασθενείς και η φήμη του εξαπλώθηκε σ’ όλη την Καππαδοκία. Κοντά του έτρεχαν Χριστιανοί και Τούρκοι για να θεραπευθούν.
Στα γειτονικά βουνά του Πόντου ζούσε κάποιος άγιος ερημίτης που δεν διασώθηκε το όνομα του. Μία νύχτα του παρουσιάστηκε Άγγελος Κυρίου και του είπε: «Ήρθε ο καιρός να αναπαυθής από τους κόπους της ασκήσεως σου. Ο Κύριος σε καλεί κοντά Του. Την Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ θα έρθεις στον Παράδεισο. Να προετοιμασθής και να κοινωνήσης των Αχράντων Μυστηρίων τρεις Κυριακές συνεχόμενες». Ο ερημίτης αφού βεβαιώθηκε ότι πράγματι είναι στ’ αλήθεια Άγγελος Κυρίου και όχι δαιμονική πλάνη, έκανε ότι του υπέδειξε ο Άγγελος και πήγε στον παπα-Βασίλη, τον εφημέριο του Τσατ. Του διηγήθηκε όσα συνέβησαν και ζήτησε την θεία Κοινωνία. Και πράγματι ο παπα-Βασίλης τον κοινώνησε. Ο ερημίτης είπε ότι θα ξανάρθει την επόμενη Κυριακή να κοινωνήση. Ο παπα-Βασίλης θέλοντας να δοκιμάση την αγιότητα του ερημίτου, το βράδυ της Κυριακής που τον περίμενε, κλείδωσε καλά τις πόρτες, βάζοντας τις αμπάρες και άφησε ελεύθερα τα άγρια μαντρόσκυλα του. Μόλις νύχτωσε παρουσιάστηκε ο άγιος ασκητής και αμέσως ανοίχθηκαν μόνες τους μπροστά του οι αμπαρωμένες πόρτες· τα δε σκυλιά ούτε γαύγισαν ούτε κουνήθηκαν από την θέση τους.
Ο παπα-Βασίλης που τον περίμενε, τον ρώτησε με απορία πως άνοιξαν οι πόρτες. «Για μας οι κλειδαριές δεν ισχύουν. Πάμε στην εκκλησία να με κοινωνήσης», είπε. Αφού τον κοινώνησε, τον ρώτησε: «Άγιε του Θεού, πες μας, που μένεις, για να έρθουμε να φροντίσουμε για την ταφή σου».
-Δεν χρειάζεται, του απαντά ο Ασκητής. Υπάρχουν τα λιοντάρια του Θεού που θα έρθουν να μας σκάψουν τον τάφο.
-Τι τρώτε εσείς; ρωτά ο παπα-Βασίλης.
-Μάννα εξ ουρανού μας στέλνει ο Θεός και μας τρέφει.
-Την άλλη φορά που θάρθεις, φέρε μας και ένα κομμάτι σαν αντίδωρο για να έχουμε και εμείς την ευλογία του Θεού, καθώς και ένα από τα βιβλία που διαβάζετε, για να το έχω ενθύμιο σ’ αυτόν τον ψεύτικο κόσμο.
Την άλλη Κυριακή ξανάρχεται ο άγιος ερημίτης. Τον κοινώνησε για τελευταία φορά ο παπα-Βασίλης και πριν αποχωριστούν του δίνει ο ερημίτης το κομμάτι της τροφής του λέγοντας: «Πάρε αυτό το μάννα· να φας ένα κομμάτι και το άλλο να το βάλης στο αμπάρι των γεννημάτων του σπιτιού σου, να έχει την ευλογία του Θεού, να είναι πάντα γεμάτο αγαθά και να μην λείψη ποτέ το ψωμί από το σπίτι σου». Ύστερα βγάζει από τον κόρφο του ένα βιβλίο δερματόδετο και δίνοντας το στον παπα-Βασίλη του λέει: «Πάρε αυτό το βιβλίο (1) και όσους θα δένεις να είναι δεμένοι και όσους θα λύνεις να είναι λυμένοι».
Μαζί με αυτό ο ερημίτης του έδωσε την ευχή του και τρόπον τινά τον έκανε κληρονόμο των χαρισμάτων που του είχε δώσει ο Θεός, και από τότε δεν ξαναφάνηκε.
Όλα αυτά έγιναν γνωστά στα γύρω Ελληνοχριστιανικά χωριά της περιοχής. Αργότερα κάλεσαν τον παπα-Βασίλη στο χωριό Τασλικ, στο οποίο ήδη είχαν μετακινηθή και οι χριστιανοί του Τσατ, για να εφημερεύη εκεί, και ο παπα-Βασίλης αποδέχθηκε την πρόσκληση. Το Τασλίκ βρίσκεται πέρα από τον Άλυ ποταμό και απέχει 57,5 χιλιόμετρα ΒΑ της Καισαρείας. Το 1924 είχε 154 οικογένειες, πληθυσμό 775 ατόμων αμιγώς Χριστιανών Ελλήνων που μιλούσαν τούρκικα.
Στο Τασλίκ η δράση του παπα-Βασίλη έγινε μεγαλύτερη. Πήγαινε όπου τον καλούσαν πονεμένοι άνθρωποι και τους βοηθούσε με το χάρισμα που του δόθηκε από τον Θεό. Πρωί και βράδυ έκανε ακολουθία στην Εκκλησία, ενώ την ημέρα δεχόταν τους πονεμένους στο σπίτι του και τους θεράπευε.
Χρήματα δεν δεχόταν για τις θεραπείες που έκανε. Παρέμενε φτωχός και αφιλάργυρος. Συνέπασχε με τους πάσχοντες και πολλές φορές έκλαιγε για τους δυστυχισμένους ανθρώπους. Ο ίδιος υπέφερε από μία πληγή στο πόδι του, την οποία φρόντιζε η νύφη του Δέσποινα. Εξ αιτίας της πληγής του ελαφρώς κούτσαινε, γι’ αυτό τον αποκαλούσαν μερικοί στα τούρκικα Τοπάλ-Κείς (κουτσο-παπάς).
Κάποια χρονιά, ενώ στο Τασλίκ έβρεχε, στα γειτονικά χωριά έκανε μεγάλη ανομβρία. Άρχισαν τα σπαρτά και τα δένδρα να ξηραίνωνται και να υποφέρουν τα ζώα από την έλλειψη του νερού. Τότε οι κάτοικοι της περιοχής σκέφτηκαν ότι από αυτό το κακό μόνο ο παπα-Βασίλης μπορούσε να τους απαλλάξη. Έκαναν μία επιτροπή, πήγαν και τον παρεκάλεσαν να έρθη να τους βοηθήση. Πήγε μαζί τους και είπε στο συγκεντρωμένο πλήθος που τον περίμενε, να τον ακολουθήσουν όλοι σ’ ένα μικρό λόφο για να κάνουν προσευχή να στείλη ο Θεός την ποθούμενη βροχή. Μόλις έφθασαν στο ύψωμα τους είπε να γονατίσουν όλοι και αυτός διάβαζε τις ευχές. Σε λίγο άρχισαν να εμφανίζωνται στον ουρανό τα πρώτα σύννεφα, να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες και μετά έβρεξε καλά για πολλή ώρα.
Κάποια ημέρα ο παπα-Βασίλης καθόταν με παρέα γερόντων στον εξώστη του διώροφου σπιτιού του και συζητούσαν. Σε μία στιγμή τους λέει: «Κοιτάξτε προς το Άας Πουνάρ (Άσπρη βρύση, άσπρο-νερό). Βλέπετε έναν Τούρκο πάνω σε γαϊδουράκι; Είναι φτωχός, βασανισμένος, άρρωστος και έρχεται σε μένα να του διαβάσω ευχή γιατί υποφέρει. Φέρνει μαζί του στον κόρφο του σαράντα λεπτά (ένα γρόσι) για να μου δώση ως αμοιβή για την ευχή που θα του διαβάσω». Οι γέροι εξεπλάγησαν, κοιτάχθηκαν μεταξύ τους και είπαν: «Αν είναι έτσι, παπα-Βασίλη, όπως τα λες, και γνωρίζης όλα αυτά, τότε εσύ είσαι Άγιος!».
Περίμεναν με περιέργεια την άφιξη του Τούρκου. Όταν ήρθε, χαιρέτησε κάνοντας ένα τεμενά μέχρι το χώμα.
Ο παπα-Βασίλης τον αντιχαιρέτησε και τον ρώτησε τι ήθελε. Απάντησε: «Αχ, παπα-Εφέντη, από μακρυά έρχομαι, «ντέρτια” (βάσανα) πολλά έχω. Δεν μπορώ να κοιμηθώ ούτε νύχτα ούτε μέρα. Ήρθα να μου διαβάσης ευχή από το άγιο «κιτάπ” (βιβλίο) που έχεις, μήπως βρω την γιατρειά μου.
Ο παπα-Βασίλης του διάβασε ευχή και αμέσως σταμάτησαν οι πόνοι του. Από ευγνωμοσύνη έβγαλε από τον κόρφο του σαράντα λεπτά και τα έδινε στον παπά, στον οποίο συνεχώς έλεγε ευχές και ευχαριστίες.
Τι είναι αυτά, γιαβρούμ, ρώτησε ο παπάς, τάχα σαν να μην ήξερε. Παπα-Εφέντη είναι ένα γρόσι, είναι η πληρωμή σου.
Μα, παιδί μου, με ένα γρόσι πιάνει η ευχή; Δεν έχεις άλλα χρήματα πάνω σου;
Αμάν, παπα-Εφέντη, σε παρακαλώ, δέξου τα. Και αυτά τα μάζεψα από άλλους δανεικά.
Εντάξει, γιαβρούμ, μην στενοχωριέσαι, αστειεύτηκα, ήθελα να σε πειράξω. Κράτα τα και αυτά. Τώρα έλα να φας και να ξεκουραστής.
Έφυγε ο Τούρκος θεραπευμένος και ευχαριστημένος, και μάλιστα του έδωσε ο πάπα-Βασίλης ψωμί και αλάτι για τα παιδιά του.
Αυτός, ο εκλεκτός και άγιος λειτουργός του Υψίστου, με το χάρισμα του έκανε σεβαστή στους αλλόθρησκους την πίστη μας, μέσω δε των θαυμάτων που ενεργούσε η θεία Χάρι, δοξαζόταν το όνομα του Αληθινού Θεού.
Ο μεγαλύτερος γιός του ήταν αρραβωνιασμένος με την Σουλτάνα Κουλαξίζογλου, κόρη του Αβραάμ και της Ελένης (γονείς και του Νικολάου Κουλαξίζογλου, που αφηγήθηκε το περιστατικό). Η Σουλτάνα είχε στα χρυσαφικά της και ένα περιδέραιο με είκοσι χρυσά νομίσματα μεγάλης αξίας. Κάποια μέρα διεπίστωσε ότι λείπει το περιδέραιο αυτό. Την εποχή εκείνη ζούσε στο ίδιο σπίτι και η οικογένεια του θείου της Σάββα που είχε και αυτός τρεις-τέσσερις κόρες. Τότε άρχισαν οι υπόνοιες για το ποιος έκλεψε τα χρυσά νομίσματα και επικράτησε μία ψυχρότητα μέσα στο σπίτι. Έψαχναν και δεν μπορούσαν να τα βρουν. Το άλλο πρωί η μητέρα της πήγε να ρωτήση τον παπα-Βασίλη. Τον βρήκε να διαβάζη την Παλαιά Διαθήκη. Αφού χαιρετήθηκαν της λέγει: «Πρόσεξε, συμπεθέρα, μην κατηγορήσης κανέναν άδικα και κολαστής. Χαμένο θησαυρό δεν τον έκλεψε κανείς. Τη νύχτα ο ποντικός έσυρε το περιδέραιο για να το πάρη στην φωλιά του, αλλά δεν μπόρεσε να το τραβήξη ολόκληρο. Πήγαινε στο σπίτι σου, τράβηξε το σεντούκι και θα το βρεις».
Πράγματι, γύρισε στο σπίτι της όπου την περίμεναν όλοι με αγωνία. Την βοήθησαν να τραβήξη το σεντούκι και έκπληκτοι είδαν το περιδέραιο στην ποντικότρυπα που υπήρχε στον πλίθινο τοίχο. Θαύμασαν όλοι για το χάρισμα του παπα-Βασίλη.
συνέχεια…