Στην επιστολή, στην οποία ο Όσιος περιέγραψε το θείο γεγονός της εμφανίσεως του Χριστού, έγραφε ακόμη: «Στον Χριστό ανέκαθεν δεν μπορούσα να κινηθώ άνετα στην προσευχή (από πολλή ευλάβεια και σεβασμό), γιατί είναι Θεός, και όταν ο νους μου έφευγε καμμιά φορά την ώρα της προσευχής, δεν με στενοχωρούσε, γιατί έλεγα “Τέτοιος βρώμικος νους τι δουλειά έχει κοντά στον Χριστό;”. Ενώ την Παναγία την ένιωθα σαν μάνα μου και πολύ απλά, με παιδική απαίτηση πολλές φορές, Της ζητούσα κάτι». Και σε άλλη επιστολή (1) του είχε γράψει για την Παναγία: «Όταν ακούω άλλους ή διαβάζω ο ίδιος “Το του Υψίστου ηγιασμένον θείον σκήνωμα” (2) ή “Μαρία, Μήτερ Θεού, της ευωδίας το σεπτό σκήνωμα” (3), η καρδιά μου σκιρτάει και παέι να σπάση τους τσατμάδες (πλευρά), για να βγη, να πάη να βρη την Παναγία».
Λίγους μήνες ύστερα από την εμφάνιση του Χριστού συνέβη στον Όσιο και ένα άλλο θείο γεγονός, την ώρα που άκουγε να διαβάζεται το τροπάριο «Μαρία Μήτερ της ευωδίας το σεπτό σκήνωμα» (4). Ήταν παραμονή της εορτής του Τιμίου Σταυρού και τον είχε επισκεφθή ένας νεαρός διάκονος. Μόλις ο Γέροντας τον είδε, του είπε αστειευόμενος: «Καλώς τον διάκο. Και μου έλειπε ένας διάκος για την πανήγυρι. Έχουμε καλεσμένο Δεσπότη, θα έρθουν και επίσημοι ψαλτάδες. Παρήγγειλα εκατό κιλά ψάρια για την Τράπεζα».
Στο τέλος του είπε: «Να μείνης απόψε εδώ? θα κάνουμε αγρυπνία, και το πρωί θα έρθη από την Σταυρονικήτα ο παπάς για την Θεία Λειτουργία». Καθάρισαν και τακτοποίησαν το Καλύβι, και στις πέντε το απόγευμα άρχισαν την αγρυπνία με κομποσχοίνι? Ο Πατήρ Παϊσιος στο κελλί του και ο διάκονος στο μικρό αρχονταρίκι. Κάθε μία ώρα του χτυπούσε τον τοίχο και τον ρωτούσε: «Διάκο, είσαι καλά; Κοιμάσαι;».
Γύρω στην μία η ώρα μετά τα μεσάνυχτα τον φώναξε να διαβάσουν την Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως στο Εκκλησάκι. Τον έβαλε στο μοναδικό στασίδι και του έδωσε ένα κερί, για να βλέπη να διαβάζη. Ο ίδιος στάθηκε δίπλα του και, πριν από κάθε τροπάριο, έκανε μία εδαφιαία μετάνοια, υψώνοντας τα χέρια του σε προσευχή λέγοντας με κατάνυξη τον στίχο: «Δόξα Σοι, ο Θεός ημών, δόξα Σοι». ‘Όταν ο διάκονος άρχιζε να διαβάζη το Θεοτοκίον της πέμπτης ωδής, «Μαρία, Μήτερ Θεού, της ευωδίας το σεπτόν σκήνωμα», ακούσθηκε ένας απαλός θόρυβος, σαν να σηκώθηκε γύρω τους ελαφρύ αεράκι. Αμέσως το Εκκλησάκι που ήταν σχεδόν σκοτεινό καθώς φωτιζόταν μόνον από τα καντήλια- φωτίσθηκε από άπλετο φως. Και την ίδια στιγμή, το καντήλι της Παναγίας άρχισε να πηγαινοέρχεται ήρεμα σαν εκκρεμές, ενώ τα υπόλοιπα καντήλια παρέμεναν ακίνητα. Ο διάκονος στράφηκε με απορία προς τον Πατέρα Παϊσιο, ο οποίος του έκανε νόημα να σιωπήση. Για περισσότερο από μισή ώρα ο διάκονος σταμάτησε την ανάγνωση και έβλεπε το καντήλι της Παναγίας να πηγαινοέρχεται όμορφα, το Εκκλησάκι να είναι ολοφώτεινο, και τον Όσιο να είναι σκυμμένος μέχρι το δάπεδο, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Κάποια στιγμή, αποφάσισε από μόνος του να συνεχίση να διαβάζη την Ακολουθία. Ύστερα από λίγη ώρα το φως χάθηκε, και το καντήλι σταμάτησε να κινήται.
Όταν η Ακολουθία τελείωσε και βγήκαν από το Εκκλησάκι, ο Όσιος ήταν αλλοιωμένος πνευματικά και δεν μιλούσε. Κάθησαν στον μικρό διάδρομο χωρίς να μιλάνε, και ύστερα από λίγο ο διάκονος ρώτησε:
– Γέροντα, τι ήταν; Τι έγινε;
– Τίποτε δεν ήταν, είπε ο Γέροντας
– Είναι δυνατόν, Γέροντα, να μην ήταν τίποτε;
– Τίποτε δεν ήταν, του είπε πάλι. Δεν ξέρεις ότι στο ʼγιον Όρος η Παναγία περνάει κάθε βράδυ από τα Μοναστήρια και τα Κελλιά και βλέπει τι κάνουν οι μοναχοί; Ε, πέρασε και από εδώ, είδε δύο παλαβούς που διάβαζαν και κούνησε το καντήλι να τους χαιρετίση.
Μέχρι να έρθη ο ιερέας για την Θεία Λειτουργία, ο Όσιος του διηγήθηκε και άλλα θεία γεγονότα που του είχαν συμβή. Κάποια άλλη όμως φορά του αποκάλυψε ότι εκείνο το βράδυ είχε δει και την Παναγία.
- Η επιστολή αυτή εστάλη το 1975
- Το Θεοτοκίον της ζ΄ ωδής του δ’ ήχου του Αναστάσιμου Κανόνος στον Όρθρο της Κυριακής
- Το Θεοτοκίον της ε΄ ωδής του Κανόνος της Θείας Μεταλήψεως
- ο.π.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Ο Άγιος Παϊσιος, ο Αγιορείτης», Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 2015, σελ. 359-361