Ο Γέροντας, αφού έκανε πολλές δοκιμές στον εαυτό του, προσπαθώντας να εφαρμόσει ότι γράφουν τα ασκητικά βιβλία και συμβουλευόμενος έμπειρους Γέροντες, κατέληξε σε ένα τυπικό. Ανάλογα με τις δυνάμεις, την ηλικία, τον χρόνο πού είχε, τον τόπο που έκανε την άσκηση του, ρύθμιζε και το τυπικό του. Έλεγε ότι «ό μοναχός πρέπει να μπει σ’ ένα μοναχικό τυπικό. Κάθε δέκα χρόνια πρέπει να κάνη αναθεώρηση των δυνάμεων του και να κανονίσει στον εαυτό του την κατάλληλη άσκηση. Όταν κανείς είναι νέος, έχει περισσότερη ανάγκη από ύπνο και λιγότερη από ξεκούραση. Όταν γεράσει, του χρειάζεται περισσότερη ξεκούραση και λιγότερος ύπνος. Μεγάλη δύναμη έχει ή συνήθεια. Κάτι πού το συνηθίζει ό οργανισμός και χωρίς να το έχει ανάγκη, όταν έρθει ή ώρα θα το ζητήσει».
Το τυπικό του ήταν περίπου το εξής: Στις 3 μ.μ. (9η βυζαντινή) έκανε Ένατη και Εσπερινό, και μετά έτρωγε κάτι.
Ύστερα έκανε το Απόδειπνο και μερικές ώρες κομποσχοίνι.
Πριν από τα μεσάνυχτα ξυπνούσε και άρχιζε τον κανόνα και εν συνεχεία την Ακολουθία του με κομποσχοίνι.
Όταν τελείωνε, ξεκουραζόταν λίγο και με το φώτισμα άρχιζε πάλι τα πνευματικά. Όταν ήταν απερίσπαστος από τον κόσμο, έκανε την κάθε Ώρα στην ώρα της και ενδιάμεσα εργοχειρούσε λέγοντας την ευχή. Για ένα διάστημα ξεκουραζόταν αμέσως μετά την δύση του ηλίου, όλη τη νύχτα αγρυπνούσε και υστέρα ξεκουραζόταν λίγο το πρωί. Το μεσημέρι δεν αναπαυόταν.
Δεν είναι δυνατό να γίνει λόγος για τυπικό του Γέροντα όταν έκανε άσκηση νεώτερος στην έρημο του Σινά, διότι «ό πας δρόμος αυτού ην προσευχή αέναος και έρως προς Θεόν άνείκαστος», και πολλές ώρες εργόχειρο χωρίς να τον κουράζει.
Τότε δεν έβλεπε ανθρώπους, ήταν τελείως αμέριμνος και απερίσπαστος.
Όταν ήταν στον “Τίμιο Σταυρό” διάβαζε μόνο τον εξάψαλμο, τον κανόνα του Μηναίου και το απόγευμα το Θεοτοκάριο του αγίου Νικόδημου. Τα υπόλοιπα τα έκανε με κομποσχοινι.
Στην «Παναγούδα» έκανε τρία κομποσχοίνια (3ΟΟάρια) στον Χριστό, ένα στην Παναγία, ένα στον Τίμιο Πρόδρομο, ένα στον ʼγιο της ημέρας και ένα στον ʼγιο του. Μετά τα επαναλάμβανε για τους ζώντες και πάλι τρίτη φορά για τους κεκοιμημένους, και ευχόταν για ειδικές περιπτώσεις.
Στα τελευταία του, παρά τον κόσμο πού τον απασχολούσε όλη την ημέρα, έκανε πάνω από 40 κομποσχοίνια τρακοσάρια μετρητά, εκτός από τον κανόνα και την ακολουθία του.
Το Ψαλτήρι το χώριζε σε τρία μέρη και το τελείωνε σε τρεις ήμερες. Σε κάθε ψαλμό προσευχόταν για την αντίστοιχη κατηγορία ανθρώπων, σύμφωνα με τις περιπτώσεις πού ό όσιος Αρσένιος είχε χωρίσει τους ψαλμούς και μνημόνευε ονόματα. Με αυτόν τον τρόπο δεν κουραζόταν να διαβάζει ακόμη και 6-7 καθίσματα συνεχόμενα.
Την Μεγάλη Εβδομάδα κάθε χρόνο, για να συμμετέχει περισσότερο στα Πάθη του Χριστού, διάβαζε τα Ευαγγέλια των Παθών. Από την σύλληψη του Χριστού ως την Αποκαθήλωση, δηλαδή από την Μ. Πέμπτη την νύχτα ως την Μ. Παρασκευή εσπέρας, ούτε καθόταν, ούτε κοιμόταν, ούτε έτρωγε. Μάλιστα έλεγε ότι αξίζει περισσότερο να βιάσουμε τον εαυτό μας σε ασιτία αυτό το διήμερο (Μ. Παρασκευής, Μ. Σαββάτου) παρά το τριήμερο (της Καθαράς Εβδομάδος). Μόνο έπινε λίγο ξύδι, για να θυμηθεί το Δεσποτικό όξος. Αυτές τις μέρες δεν άνοιγε σε κανέναν. Έμενε κλεισμένος στο Κελί του και ούτε του έκανε καρδιά να ψάλει. «Πρώτη φορά ένιωσα μια τέτοια κατάσταση», είπε τελευταία στην «Παναγούδα».
Ό Γέροντας δεν παρέβαινε χωρίς λόγο το τυπικό του. Το τηρούσε με ζήλο. Ήταν ακριβής μοναχός. «Τέσσερις να με κρατάνε, τον κανόνα μου δεν τον αφήνω», έλεγε. Δηλαδή και όταν ήταν πολύ άρρωστος, ώστε να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια του, πάλι τον κανόνα του δεν τον άφηνε. Θεωρούσε μεγάλη ζημία πνευματική να αφήσει χρέη και να μην εκτέλεση τα μοναχικά του καθήκοντα. «Την ημέρα εκείνη είμαι…» (κουνούσε το κεφάλι του εννοώντας όχι καλά).
Στα τελευταία χρόνια πού είχαν αυξηθεί οί επισκέπτες και δεν τον άφηναν να κάνη στην ώρα του τον Εσπερινό, έλεγε, «για να μην χάσω την ακολουθία κάνω τον Εσπερινό με κομποσχοινί το πρωί και λέω το “Φως ίλαρόν” την ώρα πού ανατέλλει ό ήλιος». Συνάμα ήταν τελείως ελεύθερος. Ενίοτε, όταν υπήρχε ανάγκη, τα θυσίαζε όλα χάριν της αγάπης. Έκανε την αγρυπνία του όχι προσευχόμενος, αλλά συμπάσχοντας και παρηγορώντας ταλαίπωρη ψυχή, γιατί ό Θεός «έλεον θέλει και ου θυσίαν».
Από το παρακάτω απόσπασμα επιστολής του σε πνευματικό του τέκνο φαίνεται εν μέρει και το τυπικό του Γέροντα: «Δια το πρόγραμμα που μου γράφετε, εάν έχετε ευκαιρία, δοκιμάσετε ένα διάστημα μικρό, το εξής: Με την ανατολή του ηλίου να αρχίζετε την Πρώτη Ώρα. Ένα τέταρτο ή Ώρα, ένα τέταρτο μετάνοιες και κομποσχοίνι για τα παιδάκια -«πάντα ανθρωπον ερχόμενων εις τον κόσμο» – να φυλαχτούν αγνά στον κόσμο, και για όσους παρθενεύουν. Συμπεριλαμβάνεται και ό εαυτός μας μέσα. Μετά καθήμενος, την ευχή άλλη μισή ώρα και έτσι συμπληρώνεται μία ώρα μετά την ανατολή, (και τελειώνει) ή Πρώτη Ώρα. Δύο ώρες ελεύθερες με πνευματική αξιοποίηση, μελέτη, προσευχή, εάν υπάρχει διάθεση, ή ψαλμωδία. Εννοώ ελεύθερα, άνετα να κινείται ή ψυχή σε ότι θέλει το πνευματικό ή καμιά δουλειά που έχει (εργόχειρο).
Μετά να αρχίζετε την Τρίτη Ώρα, επίσης όπως την Πρώτη, με τη διαφορά (ότι είναι) αφιερωμένη στον κλήρο, και εις τα έθνη να έλθουν εις έπίγνωσιν αληθείας. Νομίζω δεν είναι αμαρτία να λέγει κανείς, “Κύριε, ό το πανάγιόν Σου Πνεύμα εν τη τρίτη ώρα…”. Το ίδιο μετά από την Τρίτη Ώρα άλλες δύο ώρες ελεύθερες με πνευματική αξιοποίηση ή άλλη απαραίτητη εργασία, και μετά το ίδιο την Έκτη Ώρα, με την διαφορά (ότι είναι) αφιερωμένη εις τον κόσμον, να δίδει μετάνοια ό καλός Θεός. Μετά δύο ώρες το ίδιο ή ξεκούραση μέχρι την Ένατη, και μετά (κάνετε) την Ένατη με τον ίδιο τρόπο αφιερωμένη στους κεκοιμημένους, και μετά Εσπερινό.
»Διά δε φαγητό δεν αναφέρω, διότι αυτό θα το ρυθμίσετε ανάλογα με την αντοχή σας. Το μόνο θα πρέπει να μη φθάνει κανείς σε σημείο ζάλης, όταν δεν υπάρχει πόλεμος, για να εχη διαύγεια να πολεμά καλύτερα, διότι ή πάλη γίνεται με λογισμούς και χρειάζεται ό νους να βοηθιέται στις αρχές της πνευματικής ζωής, δια να βρούμε την αλήθεια. Όταν όμως ό άνθρωπος βρει την αλήθεια, τον Χριστό, ή λογική δεν του χρειάζεται πλέον. Το ίδιο και όταν ό άνθρωπος προχώρηση, δεν του χρειάζεται τέτοια διαύγεια πού αναφέρω να επιδιώκετε, διότι βγαίνει πλέον από τον εαυτό του και κινείται έξω από την έλξη της γης και φωτίζεται όχι από τον αισθητόν ήλιον, από δημιούργημα, αλλά από τον Δημιουργό.
Μετά τον Εσπερινό και το Απόδειπνο, να επιδιώκεις τρεις ώρες μετά την δύση του ηλίου προσευχή. Η μαζί με το Απόδειπνο και τον κανόνα σου να συμπληρώνεις τις τρεις ώρες. Είναι οι καλύτερες ώρες για προσευχή. Μετά να κοιμάστε έξι ώρες και μετά Μεσονυκτικό και Όρθρο. Μπορείτε να διαβάζετε ορισμένα και μετά να λέτε την ευχή. Δια να μην έχετε την αγωνία (ή να κοιτάζετε την ώρα) ή να προσέχετε στα κομποσχοίνια, βάζετε το ξυπνητήρι να χτυπά μετά από οσες ώρες θέλετε να προσευχηθείτε.
Προσπαθήστε να κάμετε έστω και το 1/5 άπ’ ότι σας γράφω, προκειμένου να μη σας δημιουργηθεί άγχος δια να μην πάθετε όπως τα κακόμοιρα νέα μοσχαράκια, πού εάν τα δυσκολέψουν στις αρχές στο ζυγό, μόλις δουν το ζυγό και καταλάβουν ότι θέλουν να τα ζέψουν στο χωράφι, φεύγουν».