Των δύο μεγάλων και κορυφαίων αποστόλων του Χριστού, του Πέτρου και του Παύλου, την μνήμη θα εορτάση στις 29 Ιουνίου η Εκκλησία μας. Προς αυτούς τους δύο μεγάλους άνδρας της θα αποτίση τον οφειλόμενο φόρο της τιμής και της ευγνωμοσύνης, για την ανυπολογίστως μεγάλη συμβολή των στο έργο της διαδόσεως της χριστιανικής πίστεως και της εδραιώσεως της Εκκλησίας μας. Στις εικόνες των ζωγραφούνται οι δύο απόστολοι να κρατούν την Εκκλησία, που συμβολικά εικονίζεται με ένα μικρό βυζαντινό ναό. Γιατί και οι δύο αυτοί απόστολοι υπήρξαν πράγματι οι στύλοι και οι ακρογωνιαίοι λίθοι, επάνω στους οποίους οικοδομήθηκε το ιερό ίδρυμα της Εκκλησίας του Χριστού. Και συνημμένοι και οι δύο σε μία εορτή, εικονισμένοι σε μία εικόνα, συμβολίζουν την ενότητα της πίστεως, την ενότητα της Εκκλησίας, που απετελέσθη από ετερογενή στοιχεία, την περιτομή τους Εβραίους προς τους οποίους εστράφη το ιεραποστολικό έργο του Πέτρου, και τα έθνη τους ειδωλολάτρας για τον εκχριστιανισμό των οποίων εκοπίασε ο απόστολος των Εθνών, ο Παύλος.
Αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που προεκάλεσε την σύστασι κοινής εορτής των δύο κορυφαίων, όταν το έτος 258 στις 29 Ιουνίου ο πάπας Σίξτος ο Β΄ μετεκόμιζε τα οστά των στην κατακόμβη του αγίου Σεβαστιανού της Ρώμης. Και ήταν τόσο επιτυχής η συζυγία αυτή, ώστε πολύ γρήγορα η εορτή αυτή έγινε παγκόσμιος, εορταζομένη «εν πάσαις ταις κατά τόπον αγίαις του Θεού εκκλησίαις». Οι άλλες εορτές των αποστόλων και αυτή η μνήμη του θανάτου των επεσκιάσθησαν από την νέαν εορτή. Γι αυτό και σπάνια θα βρή κανείς ναό τιμώμενο στο όνομα ενός μόνο από τους δυο κορυφαίους και εικόνα που να εικονίζη τον ένα μόνο από αυτούς. Αντιθέτως, δεν υπάρχει πόλις η χωριό που να μην έχη ναό ή παρεκκλήσιο επ ονόματι των δύο μεγάλων αποστόλων.
Άπειρες είναι οι εικόνες των. Κοινή η τιμή, κοινή η προσκύνησις, κοινός ο εορτασμός, όπως κοινό ήταν το έργο των και κοινή η αποστολή των και κοινή η δόξα των.
Δεν έχει κανείς, παρά να διαβάση την εποποιία των κορυφαίων, όπως με συγκινητική απλότητα περιγράφεται από τον αυτόπτη και αυτήκοο των περισσοτέρων περιστατικών συγγραφέα των Πράξεων των Αποστόλων, τον Ευαγγελιστή Λουκά. Τις ακούσαμε να διαβάζωνται στους ναούς μας κατά την περίοδο του Πεντηκοσταρίου και παρακολουθήσαμε στα αποστολικά αναγνώσματα των Κυριακών από του Πάσχα μέχρι της Πεντηκοστής τα μεγάλα βήματά των για την κατάκτησι της Οικουμένης. Πως πήραν την σημαία του Χριστού, τον Σταυρό, και τον περιήγαγαν στα πέρατα του κόσμου, μέχρι που τον φύτευσαν στην καρδιά της αυτοκρατορίας, την Ρώμη. Θα ιδή στο βιβλίο των Πράξεων τους αγώνας και τα παθήματά των, αλλά και τα περίλαμπρα τρόπαιά των. Τα ίχνη των σημειώθηκαν άσβεστα στις καρδιές των πιστών. Κάθε πόλις και χώρα έχει να επιδείξη με ευλάβεια τα σημάδια που άφησαν τα πόδια των, τα ωραία πόδια «των ευαγγελιζομένων την ειρήνην, των ευαγγελιζομένων τα αγαθά», την σωτηρία.
Χαρακτηριστικά ομιλεί για τον απόστολο Παύλο ένα τροπάριο, η «υπακοή», της ακολουθίας του όρθρου της μνήμης των:
«Ποία φυλακή ούκ έσχε σε δέσμιον;
ποία δε Εκκλησία ούκ έχει σε ρήτορα;
Δαμασκός μέγα φρονεί επί σοί Παύλε!
είδε γαρ σε σκελισθέντα φωτί.
Ρώμη σου το αίμα δεξαμένη, και αυτή κομπάζει.
Άλλ’ η Ταρσός πλέον χαίρει
και πόθω τιμά σου τα σπάργανα.
Άλλ’ ώ Παύλε απόστολε,
το καύχημα της οικουμένης,
προφθάσας ημάς στήριξον».
Και γύρω από αυτά τα ενθυμήματα της διαβάσεως των αποστόλων πανηγύριζαν οι πόλεις και οι χώρες κατά την ημέρα αυτή, όσες δεν είχαν την τιμή, όπως η Ρώμη, να κατέχουν τα ιερά των λείψανα. Ιδίως ο ελληνικός χώρος, είχε να επιδείξη πολλά τέτοια αναμνηστικά σημεία της διαβάσεως του μεγάλου αποστόλου του, του Παύλου. Αλλού έδειχναν και τιμούσαν την φυλακή, όπως στους Φιλίππους, αλλού το βήμα, όπως στην Βέροια, αλλού τον τόπο της δίκης, όπως το βήμα του Γαλλίωνος στην Κόρινθο, αλλού τον βράχο όπου πάτησαν τα πόδια του και εκήρυξαν τον λόγο, όπως στον ʼρειο Πάγο στας Αθήνας, αλλού το λιμάνι στο οποίο απεβιβάσθη, όπως στους Καλούς λιμένας της Κρήτης και στην Λίνδο. Αλλού συνέδεσαν το πέρασμά του με μύθους και τερατουργίες, όπως στην Μυτιλήνη, όπου έδειχναν τον τόπο όπου εφόνευσε δια προσευχής φοβερό δράκοντα. Δεν έχει σημασία αν το αφήγημα αυτό είναι μύθος. Δείχνει συμβολικά πως αντελήφθη ο λαός το δυναμικό πέρασμα του αποστόλου, την εξόντωσι της θηριώδους ειδωλολατρείας με την δύναμι του χριστού.
Ειδικά στην Θεσσαλονίκη, επιδεικνύουν και σήμερα τον τόπο όπου κήρυξε ο απόστολος των Εθνών, στο αρχαίο παρεκκλήσιο της Μονής Βλατάδων και τον τόπο όπου καταδιωκόμενος κατέφυγε, στο μικρό σπήλαιο αγίασμα κοντά στην ομώνυμό συνοικία. Κατά τον ΙΕ΄ αιώνα, ο Συμεών, που είναι ο τελευταίος αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης προ της αλώσεως της πόλεως αυτής από τους Τούρκους (1430) , μαρτυρεί ότι στον ναό της Αχειροποιήτου εφυλάσσετο και ετιμάτο κατά την μνήμη των αποστόλων ο λίθος, επάνω στον οποίο εδέθη και ερραβδίσθη ο απόστολος. Το τυπικό του πανηγυρικού εορτασμού, όπως ετελείτο τότε στην Θεσσαλονίκη, μας το δίδει ο Συμεών στο ανέκδοτο Τυπικό του. Αφ εσπέρας ετελείτο, χοροστατούντος του μητροπολίτου, η ακολουθία του εσπερινού στην Αγία Σοφία. Μετά το τέλος του εσπερινού εγίνετο λιτανεία και ψάλλοντες τα ιδιόμελα της λιτής, έφθαναν στον ναό «του αγίου Παύλου τω συγκειμένω τω ναώ της Θεοτόκου της Αχειροποιήτου, ένθα και ο λίθος, εν ώ έτυψαν αυτόν». Πρόκειται πιθανώς για το παρεκκλήσιο το τιμώμενο σήμερα επ ονόματι της αγίας Παρασκευής , στην μέση του οποίου υπάρχει όρυγμα, στο οποίο προφανώς εστηρίζετο η βάσις του λίθου. Στον λίθο είχε χαραχθή το ακόλουθο επίγραμμα, ανέκδοτο επίσης, που σώζεται σ ένα χειρόγραφο της βιβλιοθήκης της Βιέννης:
«Εν τώδε Παύλος ταννυθείς πριν τω λίθω,
ήνεγκε ράβδων αφορήτους αικίας,
ξεσθείς δε τανύν μορφοτύπων γλυφίδι,
τας προσκυνήσεις λαμβάνει και τα γέρα».
Το πρωί, συνεχίζει ο Συμεών στο Τυπικό του, εψάλλετο ο όρθρος στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας και μετά από αυτόν νέα λιτανεία κατηυθύνετο στον ναό των αγίων Αποστόλων, όπου ετελείτο η θεία λειτουργία.
Κατά τον ΙΘ΄ αιώνα Γάλλος πρόξενος στην Θεσσαλονίκη μνημονεύει τετράγωνο λίθινο όγκο που βρισκόταν στο εσωτερικό του ναού του αγίου Γεωργίου Ροτόντας, επάνω στον οποίο ανέβηκε κατά την παράδοση ο απόστολος Παύλος και εκήρυξε τον λόγο του Θεού στους Θεσσαλονικείς. Σήμερα και ο λίθος της Αχειροποιήτου και ο λίθινος όγκος της Ροτόντας έχουν χαθή και μαζί με αυτούς εξαλείφθηκαν και οι σχετικές ευλαβείς παραδόσεις, όχι όμως και η τιμή του μεγάλου αποστόλου από την πόλι μας. «Λίθοι ζώντες», που μαρτυρούν την διάβασί του από εδώ , είναι οι καρδιές των χριστιανών κατοίκων της παλαιάς ειδωλολατρικής πόλεως, και άφθιτο μνημείο οι δύο προς τους Θεσσαλονικείς επιστολές του.
«Γι αυτούς λοιπόν τους δύο κορυφαίους αποστόλους , τον Πέτρο και τον Παύλο, τί μεγαλύτερο εγκώμιο θα μπορούσε κανείς να επινοήση», παρατηρεί το συναξάριο της ημέρας, «παρά την μαρτυρία και ανακήρυξι του Κυρίου γι αυτούς; Τον μεν ένα τον εμακάρισε και πέτρα τον ωνόμασε, επάνω στην οποία είπε ότι θα ιδρύση την Εκκλησία Του. Για τον άλλον δε είπε ότι θα γίνη το σκεύος της εκλογής Του και ότι θα βαστάση το όνομά Του ενωπιον τυράννων και βασιλέων». Αυτή την ιδία απορία εκφράζουν κατά θαυμάσιο τρόπο δύο από τους υμνογράφους των, ο Ανδρέας ο Πυρός και ο Ανδρέας ο Κρήτης. Του πρώτου θα παραθέσουμε δύο τροπάρια του β΄ ήχου, που ψάλλονται στον εσπερινό ως στιχηρά του «Κύριε εκέκραξα»:
«Ποίοις ευφημιών στέμμασιν
αναδήσωμεν Πέτρον και Παύλον;
τους διηρημένους τοις σώμασι
και ηνωμένους τω Πνεύματι,
τους θεοκηρύκων πρωτοστάτας:
τον μέν, ως των αποστόλων προεξάρχοντα,
τον δε, ως υπέρ τους άλλους κοπιάσαντα
τούτους γάρ όντως αξίως
αθανάτου δόξης,
διαδήμασι στεφανοί
Χριστός ο Θεός ημών,
ο έχων το μέγα έλεος».
«Ποίοις υμνωδιών κάλλεσιν
ανυμνήσωμεν Πέτρον και Παύλον;
της θεογνωσίας τας πτέρυγας,
τας διαπτάσας τα πέρατα
και προς ουρανόν ανυψωθείσας:
τας χείρας ευαγγελίου του της χάριτος,
τους πόδας της αληθείας του κηρύγματος,
τους ποταμούς της σοφίας,
του σταυρού τα κέρατα,
δι ών δαιμόνων οφρύν
Χριστός καταβέβληκεν,
ο έχων το μέγα έλεος».
Του δευτέρου, του Ανδρέου του Κρήτης, δύο άλλα τροπάρια, ιδιόμελα του α΄ ήχου, τα οποία ψάλλονται στα απόστιχα του εσπερινού. Είναι αφιερωμένα στον απόστολο Παύλο και με τον ίδιο ποιητικό τρόπο ζωγραφούν τα παθήματα του αποστόλου:
«Τα κατά πόλιν δεσμά και τας θλίψεις σου
τίς διηγήσεται, ένδοξε απόστολε Παύλε;
ή τις παραστήσει τους αγώνας και τους κόπους σου,
ούς εκοπίασας εν τω ευαγγελίω του Χριστού,
ίνα πάντας κερδήσης
και Χριστώ προσαγάγης την Εκκλησίαν;
Αλλά ταύτην αίτησαι
φυλάττειν την καλήν σου ομολογίαν
μέχρι τελευταίας αναπνοής,
Παύλε απόστολε
και διδάσκαλε των Εκκλησιών».
«Τα κατά πόλιν δεσμά και τας θλίψεις σου
τίς διηγήσεται, ένδοξε απόστολε Παύλε;
τους κόπους, τους μόχθους , τας αγρυπνίας,
τας εν λιμώ και δίψει κακοπαθείας,
τας εν ψύχει και γυμνότητι,
την σαργάνην, τους ραβδισμούς,
τους λιθασμούς, την περίοδον,
τον βυθόν, τα ναυάγια;
Θέατρον εγένου
και αγγέλοις και ανθρώποις.
Πάντα ούν υπέμεινας
εν τω ενδυναμούντί σε Χριστώ,
ίνα κόσμον κερδίσης
εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω σου.
Διο δυσωπούμέν σε,
οι τελούντες την μνήμην σου πιστώς,
αδιαλείπτως ικέτευε
του σωθήναι τας ψυχάς ημών».
Και ας κλείσωμε την αναφορά μας αυτή, με δύο θαυμάσια τροπάρια του δ΄ ήχου προς το «Ο εξ υψίστου κληθείς», τα δύο πρώτα στιχηρά των αίνων. Και στα δύο περιγράφονται δύο καίρια σημεία της ζωής των δύο αποστόλων. Στο πρώτο η ομολογία του Πέτρου «Σύ εί ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος» και ο μακαρισμός του από τον Χριστό (1). Και στο δεύτερο η υπερφυσική κλήσις του Παύλου κατά το όνομά του στην πορεία του προς την Δαμασκό (2):
«Ο ουρανόθεν την χάριν δεδεγμένος,
ότε την ερώτησιν
προς τον χορόν ο Σωτήρ
τον δωδεκάριθμον έφησε
των αποστόλων:
Τίνα με λέγουσιν είναι άνθρωποι;
τότε δη ο πρόκριτος
Πέτρος Χριστού μαθητών
θεολογών ανεκήρυξε,
τρανώς βοήσας:
Σύ εί Χριστός του ζώντος Θεού Υιος.
Όθεν αξίως μακαρίζεται,
ώς εξ ύψους λαβών αποκάλυψιν
και δεσμείν τε και λύειν
τας ευθύνας κομισάμενος».
«Ο εξ υψίστου κληθείς, ούκ άπ ανθρώπων,
ότε το επίγειον
σκότος ημαύρωσε
τους οφθαλμούς σου του σώματος,
της ασεβείας
δημοσιεύον την σκυθρωπότητα,
τότε το ουράνιον
φως περιήστραψε
σης διανοίας τα όμματά,
της ευσεβείας
ανακαλύπτον την ωραιότητα
όθεν επέγνως τον εξάγοντα
φως εκ σκότους Χριστόν τον Θεόν ημών,
όν ικέτευε σώσαι
και φωτίσαι τας ψυχάς ημών».
Υποσημειώσεις
1. Ματθ. 16, 16 19.
2. Πράξ. 9, 1 9.
Από το βιβλίο: Λογική Λατρεία, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1984.