Home ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΘΡΑ Συνοπτικός Βίος του Οσίου Δαβίδ, του «Γέροντος» του Θαυματουργού

Συνοπτικός Βίος του Οσίου Δαβίδ, του «Γέροντος» του Θαυματουργού

5419
Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου Κορυδαλλού

Ο Όσιος και θεοφόρος Δαβίδ, ο γνήσιος υπηρέτης και φίλος του πανάγαθου Θεού, που ήκμασε  το 1519, γεννήθηκε στη Γαρδινίτσα της επαρχίας Λοκρίδας, που σήμερα ονομάζεται Κυπαρίσσι. Οι γονείς του, Χριστόδουλος και Θεοδώρα, ήταν θεοσεβείς και ενάρετοι. Ο πατέρας του μάλιστα, που ήταν στολισμένος με ευλάβεια και θεϊκή χάρη, είχε το αξίωμα της ιερωσύνης. Και οι δύο μαζί προσπαθούσαν να αναθρέψουν τα τέσσερα παιδιά τους «εν’ παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφεσ. στ’ 4).

Σε ηλικία τριών μόλις ετών ο μακάριος Δαβίδ είδε σε όραμα τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, το μέγιστο των θνητών κατά τους λόγους του Κυρίου, ο οποίος των παρώτρυνε να τον ακολουθήση. Το τριετές νήπιο με το μεγάλο του οδηγό κατευθύνθηκε σ’ ένα εξωκκλήσι, που ήταν αφιερωμένο στη χάρη του. Ο Τίμιος Πρόδρομος στάθηκε κοντά στην εικόνα του στο τέμπλο και ο μικρός Δαβίδ απόμεινε να τον κοιτάζη έξι ολόκληρα μερόνυχτα με τα χέρια σταυρωμένα από ευλάβεια. Οι γονείς του έψαξαν εξονυχιστικά όλη την περιοχή γεμάτοι ανησυχία για την τύχη του μικρού τους παιδιού. Και μόνο την έκτη ημέρα, που ήταν Σάββατο, τον βρήκαν, όταν ο πατέρας του πήγε στην εκκλησία εκείνη να ψάλη τον εσπερινό? ο μικρός Δαβίδ έστεκε μπροστά στην εικόνα του Αι-Γιάννη με πρόσωπο που αστραποβολούσε και με μια λάμψη ουράνια στο βλέμμα του. Από τότε ο θαυμαστός και θεοφόρητος Δαβίδ ερχόταν συχνά στο εκκλησάκι εκείνο του Προδρόμου και προσευχόταν ως γνήσιο και πραγματικό παιδί του Θεού, όπως λέγει και ο Απόστολος των Εθνών «Όσοι Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοι εισίν υιοί Θεού» (Ρωμ. η’, 14). Ό Όσιος Δαβίδ ήταν το στολίδι των γονέων του και η ψυχική τους ανάπαυση, κατά το βιβλικό: «παίδευε υιόν σου και αναπαύσει σε και δώσει κόσμον τη ψυχή σου» (Παροιμ. κθ’ 17). Δεν ήταν εξαιρετικά καλός μόνο στα γράμματα. Ήταν και πρόθυμος να υπακούη πάντοτε σ’ ότι κι αν του ζητούσαν, σ’ ότι κι αν του συνιστούσαν. Μάλιστα την περίοδο του καλοκαιριού, όποτε ο πατέρας του ασχολείτο με τις γεωργικές δουλειές, έτρεχε με επιμέλεια στα χωράφια, γινόμενος συνεργάτης του πατέρα του. Κι ενώ το μεσημέρι ο πατέρας του και οι εργάτες αναπαύονταν λίγο, αποφεύγοντας την υπερβολική ζέστη, ο Όσιος Δαβίδ την ώρα της σφοδρής ζέστης προσευχόταν, ανέπεμπε δεήσεις, ευχαριστίες και δοξολογίες προς τον πανοικτίρμονα Θεό, υποβάλλοντας παράλληλα και το σώμα του σε ταλαιπωρία και κακουχία. Έτσι ζούσε με τους γονείς του έχοντας απόλυτη υπακοή και σεβασμό απέναντί τους κι ομόρφαινε κάθε μέρα με περισσότερες αρετές. Προσευχόταν δε μέρα και νύχτα και παρακαλούσε το Θεό να του δείξη το δρόμο της αληθείας και να τον οδηγήση να επιτύχη αρμόδιο και ακύμαντο λιμάνι, να αποφύγη τις τρικυμίες και ταραχές της μάταιης ζωής και τις πολλές και ποικίλες παγίδες του διαβόλου, ώστε να κερδίση τη μακαρία ζωή των δικαίων και ενάρετων ανδρών.

Σε ηλικία δέκα πέντε περίπου ετών ο Όσιος Δαβίδ έφυγε από την πατρίδα του, αφού πρώτα ζήτησε τη βοήθεια του φιλάνθρωπου και οικτίρμονος Θεού. Αυτός έστειλε στο δρόμο του τον ενάρετο και ευπαίδευτο Ιερομόναχο Ακάκιο, για να τον ολοκληρώση πνευματικά. Έβαλε λοιπόν, με την ευλογία των γονέων του, υπακοή στον Ακάκιο και αυτός τον πήρε στο Μοναστήρι του στη Μαγνησία, διδάσκοντάς του τη Μοναχική πολιτεία. Από τότε ο Όσιος Δαβίδ καταγινόταν σε κόπους ασκητικούς, σε τέλεια αποχή από το κακό και σπούδαζε να απομακρύνη τις φθοροποιές ηδονές και το κοσμικό φρόνημα, για να αξιωθή να γίνη δούλος ταπεινός του ουρανίου Βασιλέως. Του άρεσε να δουλεύη «Θεώ ζώντι και αληθινώ» (Α’ Θεσ. α’ 9).

Πέρασε πέντε χρόνια στη Μονή της Μαγνησίας με τον Ακάκιο και την Αδελφότητα. Όλοι έβλεπαν στο πρόσωπό του το μοναδικό ασκητή, την αγάπη, την ταπεινοφροσύνη, την υπακοή και προ πάντων τη σύνεση και τη σοφία. Πέραν της νηστείας και του κανόνα, των Ακολουθιών και των διακονημάτων, που έδειχνε μεγάλη προθυμία, μελετούσε και πολύ. Ήταν σοβαρός και συνετός από παιδί και για τη σύνεσή του αυτή τον αποκαλούσαν «γέροντα», στα είκοσι του όμως χρόνια ήταν πραγματικά «Γέροντας» στη φρόνηση και τον λέγαν και στο μοναστήρι «γέροντα». Έτσι έμεινε «Δαβίδ ο Γέρων». Ο δάσκαλός του, ο ιερός Ακάκιος, βέβαια πάντοτε εύρισκε κάτι καινούργιο με την πείρα που διέθετε. Χάριν δοκιμής περιφρονούσε συχνά με λόγια μεμπτά και ψυχρότατα τον Όσιο Δαβίδ και τον έστελνε πολλές φορές στην περιφέρεια να πωλή στάκτη. Ο δε αοίδιμος Δαβίδ με μεγάλη ταπεινοφροσύνη και άμετρη υπομονή υπέμενε καρτερικώτατα και έκανε κάθε πρόσταγμα του γέροντά του, γνωρίζοντας ότι με την υπομονή και την υπακοή δοξάζεται απ’ το Θεό ο άνθρωπος και αξιώνεται της ουρανίου μακαριότητος.

…Κάποτε ο Γέροντάς του έστειλε τον Όσιο Δαβίδ από τη Ναύπακτο στην ʼρτα για μία υπηρεσία. Αυτός, αφού περπάτησε τέσσερις μέρες ανυπόδητος, όπως συνήθιζε, έφθασε στον προορισμό του και στάθηκε για λίγο κάπου να ξεκουρασθή. Εκεί τον είδε ένας φιλόπτωχος και φιλόχριστος άρχοντας, που αμέσως αγόρασε υποδήματα και του τα έδωσε. Ο ταπεινός Όσιος Δαβίδ μη θέλοντας να προσβάλη τον καλό και ευλαβή άρχοντα τα δέχτηκε και τα φόρεσε. Μετά την εκπλήρωση των προσταγών του Γέροντα του επέστρεψε στην Ναύπακτο, όπου τον περίμενε βαρύ επιτίμιο. Ο Ακάκιος του είπε αυστηρά:

– Ποιος σου έδωσε τα υποδήματα;
– Κάποιος ευλαβής άρχοντας! απάντησε ο Όσιος Δαβίδ.
– Αυτή είναι η υπακοή σου; Τον επέπληξε ο Επίσκοπος. Γιατί δεν ήρθες ανυπόδητος, όπως έφυγες, αλλά λυπήθηκες τον εαυτό σου; Φύγε γρήγορα, να επιστρέψης τα υποδήματά που σου έδωσαν, και να έλθης πάλι ανυπόδητος, όπως έφυγες. Αυτόν τον κανόνα έκρινα σκόπιμο να σου επιβάλω, για να μην κάνης τίποτα χωρίς ευλογία!

Ο υπάκουος Όσιος Δαβίδ δέχθηκε με χαρά τον κανόνα του και τον εκπλήρωσε χωρίς γογγυσμούς, όσο επίπονος κι αν ήταν. Και αφού εγύρισε πίσω τον υποδέχθηκε ο άγιος Γέροντάς του με συγκίνηση και χαρά, ως άξιο υπηρέτη του Θεού και τέκνο της υπακοής.

……Κάποτε κατηγορήθηκε από κάποιους οπαδούς του διαβόλου ότι αυτός ήταν η αιτία φυγής μερικών σκλάβων ενός Αγαρηνού άρχοντα της Λειβαδιάς. Για το λόγο αυτό ο Όσιος βασανίστηκε, ξυλοκοπήθηκε και ρίχτηκε στη φυλακή. Οι κακουχίες όμως αυτές δεν στενοχώρησαν τον αθώο Όσιο Δαβίδ, που χαιρόταν κατά το λόγο του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου «πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις» (Ιακ. α’ 2). Τελικά μερικοί ευσεβείς Χριστιανοί πλήρωσαν χρήματα και ο Όσιος Δαβίδ ελευθερώθηκε. Δεν έκρινε όμως εύλογο να επιστρέψη στο Στειρί, αλλά περιήρχετο από τόσο σε τόπο εως ότου βρη πάλι τόπο κατάλληλο για άσκηση δοκιμάζοντας καθ’ οδόν αμέτρητες τυραννίες και θλίψεις απ’ τους βαρβάρους και κακούς ανθρώπους. Τέλος πήγε στο νησί της Ευβοίας. Είναι θαυμαστός ο τρόπος με τον οποίο πέρασε από την Αταλάντη απέναντι στις Ροβιές της Β. Ευβοίας.

Όταν ο Όσιος Δαβίδ έφθασε στην παραλία της Αταλάντης, παρακάλεσε εκεί ένα βαρκάρη να τον περάση απέναντι, στη Βόρειο Εύβοια. Ο βαρκάρης όμως βλέποντας τον με το τριμμένο του ρασάκι ταπεινό, του το αρνήθηκε και του έδειξε τέλεια περιφρόνηση. Ο Όσιος  δεν γόγγυσε καθόλου από τη συμπεριφορά αυτή του βαρκάρη, παρά έβγαλε το τριμμένο ρασάκι του, το άπλωσε πάνω στο νερό της θάλασσας, έκαμε το σημείο του Σταυρού, προσευχήθηκε, ανέβηκε στο ράσο του και, ω του θαύματος, άρχισε να ταξιδεύη!

Βλέποντας ο βαρκάρης τον Όσιο να ταξιδεύη πάνω στη θάλασσα με το ρασάκι του, είπε: «Να, αυτός ο καλόγηρος, που μου είπε να τον πάρω και εγώ δεν τον πήρα. Αυτός είναι ʼγιος!». Και άρχισε αμέσως να φωνάζη από μακριά: «έλα, παππού μου? έλα, παππού μου, να σε πάρω? έλα, παππού μου, να σε πάρω…»

Ο Άγιος άκουσε τη φωνή του βαρκάρη, τον ευλόγησε και συνέχισε να ταξιδεύη με το θαυμαστό αυτό τρόπο, ώσπου βγήκε στην παραλία των Ροβιών της Β. Ευβοίας.

Από τις Ροβιές ανηφόρισε προς το βουνό μέχρις ότου έφθασε στον τόπο, όπου σήμερα βρίσκεται το Μοναστήρι προς τιμήν του. Εκεί υπήρχε ένα ερειπωμένο Εκκλησάκι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού. Εγκαταστάθηκε λοιπόν εκεί στεγάζοντας μέσα σε μια σπηλιά το σώμα του.

Η παρουσία του σιγά-σιγά γινόταν γνωστή. Η φήμη της ασκήσεως, της αρετής και της αγιότητάς του έτρεξε με τον καιρό παντού. ʼρχισαν να πηγαίνουν πολλοί Χριστιανοί κοντά του μόνο και μόνο για να τον δουν και να τον ακούσουν. Όσοι ποθούσαν τη Μοναχική ζωή, ακούοντας τις αρετές και τα κατορθώματά του Αγίου, έτρεχαν από παντού να υποταχθούν στην οσιακή μορφή του και να λάβουν το αξίωμα της Μοναδικής πολιτείας. Δημιουργήθηκε έτσι η ανάγκη να κτισθή ένα Μοναστήρι, πράγμα βέβαια που ήταν και αρχική ένθεη επιθυμία του Οσίου.

Δεν είχε όμως ο Όσιος Δαβίδ τα απαραίτητα χρήματα. Γι’ αυτό κάλεσε τεχνίτες, τους έδειξε την τοποθεσία όπου επιθυμούσε  να κτισθή το Μοναστήρι, στην κορυφή του βουνού, πιο ψηλά από το ερειπωμένο Εκκλησάκι της Μεταμορφώσεως, τους έδωσε εντολή να ετοιμάσουν και υλικά για το κτίσιμο (πέτρες, ασβέστι κ.α.) και έφυγε να κάνη εράνους (τη λεγόμενη «λογία») μεταξύ των Χριστιανών της τουρκοκρατούμενης τότε Ελλάδος.

Ο Όσιος γύρισε παντού. Έφθασε μέχρι και στη Ρωσία, όπου Χριστιανοί του πρόσφεραν πολλά χρήματα και άλλα πολύτιμα δώρα. Πως όμως θα μετέφερε ο Όσιος τόσο χρήμα και δώρα από τη Ρωσία στην Εύβοια; Ιδού τι τον φώτισε ο Θεός και έκανε: Κούφωσε ένα μεγάλο κούτσουρο, σφράγισε μέσα σ’ αυτό τα χρήματα και τα δώρα, έκανε το σημείο του Σταυρού, έρριξε το κούτσουρο με το θησαυρό σ’ ένα ποτάμι της Ρωσίας, προσευχήθηκε και στο τέλος είπε: «Εως ότου φθάσω στο νησί της Ευβοίας, να φθάση και το κούτσουρο με το θησαυρό στην παραλία των Ροβίων».

Σχολιάζοντας αυτό, όταν το διηγείτο στους προσκυνητές της Μονής, ο μακαριστός Ηγούμενος της Μονής π. Ιάκωβος τόνιζε συχνά: «Είδατε πίστις! Δεν σκέφθηκε ούτε στιγμή ο ʼγιος Δαβίδ μήπως το κούτσουρο με το θησαυρό παραμείνη πουθενά σε κανένα ποτάμι ή πως θα φθάση ανάμεσα από τόσα ποτάμια, θάλασσες, ωκεανούς από τη Ρωσία στην Εύβοια. Εκείνος επίστευε ότι το χέρι του Θεού θα πάρη το θησαυρό και θα τον φέρη στις Ροβιές, για να κτίση το Μοναστήρι. Το επίστευε αυτό ο ʼγιος χωρίς να αμφιβάλη δόλιου, χωρίς να διακριθή…».

Πράγματι, όταν μετά από καιρό ο Όσιος Δαβίδ επέστρεψε από τη Ρωσία και έφθασε στις Ροβιές, είδε το κούτσουρο με το θησαυρό να τον περιμένη στην παραλία. Μάλιστα οι κάτοικοι των Ροβιών, που πρώτη τους φορά έβλεπαν τέτοιο ξύλο, προσπαθούσαν με τα τσεκούρια τους να τ’ ανοίξουν. Μάταια όμως, γιατί τα τσεκούρια τους στράβωναν ή έσπαγαν και το ξύλο δεν άνοιγε. Τους πλησίασε ο ʼγιος Δαβίδ και τους είπε: «Τι κάνετε, Ροβί, ω Ροβί (τρόπον τινά ανόητοι είστε;), που πάτε ν’ ανοίξετε αυτό το ξύλο; Το ξύλο αυτό περιέχει θησαυρό, με τον οποίο θα κτίσω το Μοναστήρι προς δόξαν της Μεταμορφώσεως του Δεσπότου Χριστού».

Στη συνέχεια ο Όσιος Δαβίδ ανηφόρισε για το βουνό και, καθώς έφθανε, συνάντησε τους τεχνίτες να έχουν αρχίσει το κτίσιμο της Μονής κοντά στο ερειπωμένο Εκκλησάκι της Μεταμορφώσεως και όχι στην κορυφή του βουνού, όπου τους είχε υποδείξει. Ρώτησε με πόνο καρδιάς τους τεχνίτες: «Γιατί, αδελφοί μου, αρχίσατε να κτίζετε το Μοναστήρι εδώ και όχι ψηλά στην κορυφή του βουνού, εκεί που σας είχα πει;».

«Επειδή, Γέροντα, πιστεύαμε ότι εκεί στην κορυφή δεν υπάρχει νερό», απάντησαν εκείνοι. «Πάμε», τους λέγει ο Όσιος, «να δείτε αν υπάρχει νερό ή όχι;». Πήγαν πράγματι στον τόπο εκείνο, γονάτισε ο Όσιος, προσευχήθηκε και χτύπησε με το ραβδί του στη ρίζα ενός μεγάλου δένδρου. Αμέσως, ω του θαύματος, ανέβλυσε το νερό ποτάμι! Εδόξασαν τότε το Θεό και τον ʼγιο για το θαύμα αυτό, που ήταν για τους τεχνίτες ένα πολύ καλό μάθημα πίστεως και των κατορθωμάτων της. Ο Όσιος παρ’ όλα αυτά επέστρεψε στους τεχνίτες να συνεχίσουν το κτίσιμο της Μονής εκεί όπου είχαν αρχίσει, στον τόπο δηλαδή όπου είναι η σημερινή Μονή του.

Το νερό αυτό που ανέβλυσε στο βουνό με το θαύμα του Αγίου Δαβίδ, μετά από πολλά χρόνια, το 1963, οι κάτοικοι του χωριού Λιβανάτες του Ν. Φθιώτιδας, πατριώτες του Αγίου, το μετέφεραν με προσωπική τους εργασία και έξοδα στο Μοναστήρι. Πλούσιες βρύσες στην αυλή και στο προαύλιο του Μοναστηριού με καθαρό, γλυκό και ιαματικό-θαυματουργό νερό, το λεγόμενο «αγιονέρι», θυμίζουν μέχρι και σήμερα το θαύμα και την αγιότητα του Γέροντος Δαβίδ. Θυμίζουν όμως και την υποταγή του Οσίου στους τεχνίτες για το κτίσιμο της Μονής στον τόπο όπου είχαν αρχίσει να την κτίζουν.

Σε λίγα χρόνια είχε ολοκληρωθεί ένα αξιοθαύμαστο Μοναστήρι και σχηματίσθηκε μια καλή Αδελφότητα. Ο Γέροντας Δαβίδ οργάνωσε τη Μονή άριστα. Όλα εκεί μαρτυρούσαν το σοφό και συνετό Γέροντα, που δίδασκε και με μόνη την παρουσία του και με τον τρόπο που κοιτούσε. Η φήμη της αρετής του Γέροντα Δαβίδ μάλιστα ως του μοναδικού οδηγού είχε τρέξει παντού!

…Θα έπρεπε κανείς να γράψη πολλά βιβλία, αν μπορούσε να διηγηθή με λεπτομέρεια τα περιστατικά που μαρτυρούν την αγάπη του Οσίου Δαβίδ, την πίστη του, το πνεύμα της θυσίας του, τη δύναμη του λόγου και το χάρισμα του να μπαίνη στην καρδιά των ανθρώπων και να την καλλιεργή, καθώς και την υπερβάλλουσα ελεημοσύνη του, όχι μόνο προς τους ομοπίστους, αλλά και στους αλλοφύλους.

Όταν ο Όσιος Δαβίδ έφθασε στην ηλικία των εβδομήκοντα περίπου ετών, δεν έμενε πια όλες τις ημέρες στη Μονή. Ώρισε άλλον Ηγούμενο, τον πιο συνετό στολισμένο με το διδακτικό χάρισμα και την ταπεινοφροσύνη, κι ο ίδιος έπαιρνε θυμιατό του και το πετραχηλάκι του κι έφευγε τη Δευτέρα απ’ τη Μονή και πήγαινε στο ασκητήριό του. Αυτό ήταν μια φυσική σπηλιά μερικά χιλιόμετρα μακριά απ’ το Μοναστήρι κι εκεί έμενε όλη την εβδομάδα προσευχόμενος με πολύ ευλάβεια, κατάνυξη και φόβο Θεού, περνώντας μ’ ένα αντίδωρο και λίγο αγιασμό. Το βράδυ του Σαββάτου επέστρεφε στη Μονή. Οι πατέρες τον υποδέχονταν λίγο πιο έξω απ’ τη Μονή με εξαπτέρυγα και θυμιατά και σήμαιναν τις καμπάνες. Το πρωί της Κυριακής λειτουργούσε, κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων και μετά τη Θεία Λειτουργία, με πολύ αγάπη, διάκριση και ταπείνωση, νουθετούσε, στήριζε, παρηγορούσε και ενδυνάμωνε τους χριστιανούς που έτρεχαν στο Μοναστήρι, δίδασκε τους πατέρες και τη Δευτέρα το πρωί έφευγε πάλι για το ασκητήριό του.

Ο Όσιος βρήκε στην υπόλοιπη ζωή του τόση παρρησία στο Θεό, που τον ανέδειξε ποταμό θαυμασίων αείρροο και το Μοναστήρι του υπέρλαμπρο φάρο της Ορθοδοξίας και πηγή κάθε είδους ιαμάτων.

Όταν έφθασε σε βαθειά γεράματα ο Όσιος Δαβίδ, προείδε την κοίμησή του. Κάλεσε τους μαθητές του, τους συμβούλεψε και τους αποκάλυψε τον επερχόμενο θάνατό του. Λίγο πριν κοιμηθή είπε:

– Ιδού, αδελφοί μου, ο Δεσπότης Χριστός ήλθε!

Και αμέσως ως δίκαιος παρέδωσε την ψυχή του «εν χειρί Θεού» (Σοφ. Σολ. γ’ 1). Οι μαθητές του με πολλά δάκρυα και απαρηγόρητη θλίψη έθαψαν το σκήνωμα του Γέροντα τους καταφιλώντας το. Ήταν πρώτη του μηνός Νοεμβρίου.

Πλήθη πιστών τετρακόσια πενήντα και πλέον χρόνια μετά την κοίμηση του Οσίου προσέρχονται στο Μοναστήρι του, για να πάρουν ευλογία του και να απαλλαγούν από τα χρόνια προβλήματα και τις νόσους, που τους κατατρύχουν. Σαν άλλη κολυμβήθρα του Σιλωάμ το Μοναστήρι με την χάρη του Οσίου Δαβίδ παρέχει ιάματα παντοειδή σε όλους, όσοι με πίστη προσέρχονται  και επικαλούνται το άγιο Όνομά του. Σε όποια μέρη δε της πατρίδας μας με ευλάβεια προσκαλείται η αγία του Κάρα, εκεί νόσοι θεραπεύονται, δαίμονες διώκονται, πάθη ποικίλα ιατρεύονται. Ευλογητός ο Θεός ο δοξάζων τους Αγίους Αυτού!

Απόσπασμα από το βιβλίο: «Όσιος Δαβίδ, ο «Γέρων», ο εν Ευβοία, ο θαυματουργός, Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Δαβίδ Γέροντος, Λίμνη Ευβοίας 1996