Ἡ δυνατότητα τοῦ ὁρᾶν, τοῦ βλέπειν, ἡ θέαση τῶν ἀντικειμένων γύρω μας καὶ πρὸ πάντων τῶν συνανθρώπων μας, ἀποτελεῖ μία ἀπ’ τὶς πιὸ μεγάλες καὶ ὄμορφες δυνατότητες ἐπικοινωνίας. Ὅταν τὸ βλέμμα συναντᾶ τὸ βλέμμα, βρισκόμαστε στὴν πιὸ ἀποφασιστικὴ στιγμὴ ἐπικοινωνίας, ἐφ’ ὅσον φυσικὰ προϋπάρχουν καὶ οἱ ψυχολογικὲς προϋποθέσεις ποὺ δίνουν στὸ βλέμμα τὸ ἰδιαίτερο βάθος καὶ τὴ δυνατότητα διεισδύσεως. Τὸ ἕνα βλέμμα βυθίζεται μέσα στὸ ἄλλο μὲ τρόπο ἀνεξήγητο, μυστικό. Ὁ καθένας γίνεται ὑποκείμενο καὶ ἀντικείμενο θεωρίας ταυτόχρονα, θεωρὸς καὶ θεωρούμενος.
Τὸ βλέμμα προχωρεῖ βαθειὰ μέσα ἀπ’ τὴ ζωντανὴ θυρίδα τῶν ματιῶν. Ὅλη ἡ ψυχὴ γίνεται ματιὰ καὶ εἰσδύει στὴν ἄλλη ματιὰ ὅλη δὶ’ ὅλης. Ὁσοσδήποτε λόγος κι ἂν γίνει γιὰ τὴν ἀξία καὶ τὸν τρόπο λειτουργίας τοῦ βλέμματος δὲν θὰ μπορέσει νὰ παραστήσει σ’ ὅλο της τὸ βάθος καὶ τὴν ἔκταση τὴ σημασία τῆς ἐνέργειας «τοῦ θεωρεῖν».
Ἡ θέαση, «τὸ θεωρεῖν», ἔπαιξε πρωταρχικὴ σημασία στὴ σχέση μὲ τὸν Ἰησοῦ. Ὁ Ἰησοῦς ὑπῆρξε ἀντικείμενο θέας τῶν πρώτων μαθητῶν του. Τὸν εἶδαν, τὸν θεώρησαν. Καὶ μετὰ τὸν γνώρισαν καὶ προχώρησαν στὴ βαθύτερη καὶ μυστικότερη θεωρία του. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἶναι πολὺ σαφής: «Ὅ ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς· καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν· ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Ἰωάν. Α΄ 1-3).
Ἡ θέαση αὐτὴ τοῦ Ἰησοῦ σὰν ἀνθρώπου καὶ αἰσθητὰ ψηλαφητοῦ ἦταν ἀναγκαία, γιατί χωρὶς αὐτὴν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ξεφύγει ἡ θεωρία τοῦ Ἰησοῦ ἀπ’ τὸ συγκεκριμένο καὶ τὸ ὁρισμένο στὸ ἀόριστο καὶ ἀπροσδιόριστο, ἢ καλύτερα σ’ ἕνα θολὸ καὶ σκοτεινὸ μυστικισμό, ὅπου χάνονται τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὸ ἀληθινὸ καὶ στὸ πλασματικό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς ἐπιμένει: «Καὶἠμεῖς τεθεάμεθα καὶ μαρτυροῦμεν» (Α΄ Ἰωάν. δ΄ 14). Εἶναι ὅμως φανερὸ πὼς ἡ θέαση τοῦ Ἰησοῦ δὲν ἦταν, δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι μία ἁπλὴ λειτουργία τῆς ὁράσεως. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρὸς» (Ἰωάν. α΄, 14). Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε σάρξ, χωρὶς νὰ παύσει ὅμως νὰ εἶναι ὅ,τι ἦταν. Κάθε τί ποὺ γίνεται κάτι ἄλλο ἀποκτώντας τὶς ἰδιότητες ἐκείνου τοῦ ἄλλου, παύει νὰ εἶναι ὅ,τι ἦταν προηγουμένως. Εἶναι κάτι καινούργιο πιά.
Ὁ οἶνος ποὺ ἔγινε τὸ νερὸ στὶς ὑδρίες τοῦ θαύματος στὴν Κανὰ δὲν εἶχε πιὰ τίποτε τὸ κοινὸ μ’ αὐτὸ ποὺ ἦταν. Μονάχα ὁ Λόγος μποροῦσε νὰ εἶναι ταυτόχρονα καὶ Λόγος καὶ «σὰρξ» ξεπερνώντας τῆς φύσεως τοὺς ὅρους. Τὸ φυσιολογικὸ βλέμμα ἔδειχνε τὸν Ἰησοῦ. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἦταν ἀρκετὸ νὰ δώσει πληροφορίες ἱκανοποιητικὲς γι’ αὐτόν. Χρειαζόταν καὶ ἄλλου εἴδους βλέμμα, γιὰ νὰ δεῖ καὶ τὸν Λόγο ποὺ κρυβόταν πίσω ἀπὸ τὴν «σάρκα». Χρειαζόταν μία εἰδικὴ δυνατότητα θεωρίας καὶ θεάσεως τῆς δόξας του, τῆς μοναδικῆς του δόξας σὰν Υἱοῦ Μονογενοῦς. Ποιὰ εἶναι ἡ εἰδικὴ αὐτὴ ματιά, ἢ καλύτερα, σὲ τί πρέπει νὰ μεταμορφωθεῖ ἡ ματιά, γιὰ νὰ θεωρήσει τὸν Ἰησοῦν ἀληθινὰ καὶ σωστά; Μᾶς τὸ λέει ὁ ἴδιος: «τοῦτο δέἐστι τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με, ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἀναστήσω αὐτὸν ἐγὼ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.» (Ἰωάν. στ΄ 40). Τὸ «θεωρεῖν» ἐδῶ γίνεται ταυτόσημο μὲ τὸ «πιστεύειν». Παύει δηλαδὴ τὸ βλέμμα νὰ ἀποτελεῖ μία καθαρὴ ἐνέργεια τῆς αἰσθήσεως μόνο. Τὸ βλέμμα γίνεται πίστη.
Τὸ θεωρεῖν ἔχει λόγον ὑπάρξεως τότε μόνον, ὅταν γίνεται ὄχημα πίστεως. Ἀλλιῶς μένει μία ἁπλὴ φυσιολογικὴ ἐνέργεια χωρὶς βάθος καὶ ἰδιαίτερη σημασία. «ἑωράκατέ με καὶ οὐ πιστεύετε» (Ἰωάν. στ΄ 36). Εἶναι μία διαπίστωση καὶ ἕνα παράπονο τοῦ Ἰησοῦ, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔμεναν στὸ πεδίο τῆς φυσιολογίας μόνον. Ἀλλὰ τὸ «θεωρεῖν» αὐτὸ γίνεται ἀφορμὴ καταδίκης. Γιατί ἐνέχει μέσα τοῦ τὸ στοιχεῖο τῆς κρίσεως. «εἰς κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτονἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται» (Ἰωάν. θ΄ 39) καὶ «εἰ τυφλοὶἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει» (Ἰωάν. θ΄ 41). Ὁ ἄνθρωπος καταδικάζεται στὴν περίπτωση αὐτὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του νὰ μένει στὸ χῶρο τοῦ γήινου καὶ τοῦ ἐγκόσμιου χωρὶς νὰ ἀξιώνεται νὰ γίνει θεωρὸς τῶν ἐπέκεινα.
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως δὲν εἶναι τώρα καὶ σωματικὰ παρὼν στὸν κόσμο. Παύει ἄραγε ἡ δυνατότητα τοῦ θεωρεῖν τὸν Ἰησοῦν; Τώρα ἔχουμε ἀντιστροφὴ τοῦ ἄξονα θεωρεῖν-πιστεύειν. Γίνεται πιστεύειν-θεωρεῖν. Μὲ τὴν πίστη καθαρίζει τὸ βλέμμα καὶ προχωρεῖ στὴν ἄμεση ἐσωτερικὴ θεωρία τοῦ Ἰησοῦ, καθαρίζει τὸ βλέμμα τῆς ψυχῆς. Καθαρίζει τὸ «διορατικόν», ὁ νοῦς, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μάτι τῆς ψυχῆς. Σ’ αὐτὸ ἐνεργεῖ καὶ ἕνας ἄλλος παράγων ποὺ θὰ τὸν δοῦμε πιὸ κάτω. Τώρα δημιουργοῦνται, μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε χωρὶς δυσκολία, ὅροι καὶ προϋποθέσεις καλύτερες «τοῦἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν», πολὺ καλύτερες ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ εἶχαν οἱ ἄνθρωποι τότε ποὺ ὁ Ἰησοῦς ἦταν καὶ σωματικὰ στὴ γῆ.«ἕως πότε τὴν ψυχὴν ἡμῶν αἴρεις;» (Ἰωάν. 10, 24),
Ἡ ἀμφιβολία καὶ ὁ δισταγμὸς βασάνιζαν τὶς καρδιὲς τῶν ἀκροατῶν του καὶ τότε, ἐφ’ ὅσον τὸ βλέμμα τους ἔμενε μόνο στὸν ραββί. Τὸν ἔβλεπαν, τὸν ἄκουγαν, τὸν ψηλαφοῦσαν, καὶ ὅμως ἔβλεπαν χωρὶς νὰ βλέπουν καὶ ἄκουγαν χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν. «Τυφλοὶ τὰ τ’ ὦτα τὸν τὲ νοῦν τὰ τ’ ὄμματα». Δὲν λειτουργοῦσε ἡ ἐσωτερικὴ αἴσθηση, καὶ ἡ ἐσωτερικὴ ματιά. Γιατί; Κι’ ἂν ὑποθέσουμε πὼς ὑπῆρχε καλὴ διάθεση, ὅμως «οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα ῞Αγιον, ὅτι᾿Ιησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη» (Ἰωάν. ζ΄ 39). Ἔτσι ἐρχόμαστε στὸν παράγοντα ποὺ παίζει τὸν πιὸ ἀποφασιστικὸ ρόλο στὸ ζήτημά μας.
Ἡ θεωρία τοῦ Ἰησοῦ δὲν εἶναι ζήτημα ἐξυπνάδας, ὀξύνοιας, ὀξυδέρκειας ἢ ἄλλων ψυχικῶν καὶ πνευματικῶν δεξιοτήτων. Δὲν εἶναι προνόμιο μερικῶν ψυχῶν ποὺ ρέπουν στὴ μυστικὴ καὶ ἐσωτερικὴ ζωή, ποὺ εὔκολα βυθίζονται σὲ ἐνοράσεις καὶ χάνονται σὲ κόσμους ἀνεξέλεγκτους καὶ αὐθαίρετης ὑποκειμενικότητας. Ὁ Ἰησοῦς χάνεται ἀπὸ τὸ αἰσθητὸ ὀπτικὸ πεδίο, «μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με», ἀλλὰ ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἀπομάκρυνσή του θὰ γίνει ἀφορμὴ νὰ τὸν ξαναδοῦν οἱ μαθηταί του καὶ τότε καὶ τώρα καθαρότερα: «καὶ πάλιν μικρὸν καὶὄψεσθέ με, ὅτι ἐγὼὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα» (Ἰωάν. ιστ΄ 16). Ὁδηγὸς στὴ θέα αὐτὴν εἶναι ὁ Παράκλητος. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ ὁδηγὸς «εἰς πᾶσαν τὴνἀλήθειαν». Ἐκεῖνος θὰ διδάξει καὶ θὰ ἀποκαλύψει τὴν ἀλήθεια καὶ γιὰ τὸν Ἰησοῦ. Ἐκεῖνος θὰ τὸν δοξάσει (Ἰωάν ιστ΄ 14 ἑ.). Θὰ μιλήσει γι’ αὐτὸν καὶ θὰ τὸν φανερώσει στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται καὶ πάλι στὴν Ἐκκλησία του διὰ τοῦ Παρακλήτου. «μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, ὅτι ἐγὼὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα … καὶἐν ἐκείνῃ τῇἡμέρᾳ (ὅταν δηλ. θὰἔλθει ὁΠαράκλητος) ἐμὲ οὐκ ἐρωτήσετε οὐδέν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷὀνόματίμου, δώσει ὑμῖν». Ὁ Παράκλητος μιλάει στὶς καρδιὲς καὶ φυτεύει τὴν πίστη. «ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰωάν. κ΄ 29). Ἀπὸ τώρα δὲν θὰ εἶναι ἀναγκαία ἡ αἰσθητὴ ψηλάφηση. Τώρα πιὰ εἶναι κατατεθειμένη ἡ μαρτυρία γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ τὸ Πνεῦμα θὰ φανερώνει τὸ βαθύτερο καὶ μυστικότερο νόημά της.
Τὸ Πνεῦμα ὑπάρχει μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τὸ ἀνήκειν στὴν Ἐκκλησία, τὸ εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ τὸ ἐχέγγυο τῆς μετοχῆς στὸ Πνεῦμα καὶ τῆς χορηγήσεως ἀπὸ αὐτὸ τῆς δωρεᾶς «τοῦἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν». Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀνήκει κανεὶς στὸν κόσμο καὶ «οὐ δύναται λαβεῖν» τὸ Πνεῦμα (Ἰωάν. ιδ΄ 17). Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦ. Ὅλες οἱ προσπάθειες γιὰ τὴν ἀπομύθευση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν ἀνατομία της ὑπὸ τὸ φῶς τῆς γνώσεως τοῦ κόσμου αὐτοῦ καὶ μὲ κριτήριο τὶς ἀνθρώπινες δυνατότητες κατανοήσεως δὲν κατέληξε παρὰ στὴν ἐξαφάνιση τοῦ Ἰησοῦ. Καθόλου παράξενο γιατί μετὰ τόση συζήτηση γίνεται λόγος «περὶ τίνοςἸησοῦ τεθνηκότος ὃν ἔφασκεν ὁ Παῦλος ζῆν». (Πρ. κε΄ 19).
Τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα, ἀδύναμο καθὼς εἶναι, εἶναι ἀνίκανο νὰ ξεπεράσει τοὺς φυσικοὺς ὅρους, ποὺ τὸ διέπουν καὶ τὸ κρατοῦν δέσμιο τοῦ παρόντος, καὶ νὰ κατανοήσει καὶ ἀκόμη πιὸ πολύ, νὰ θεωρήσει τὸν Ἰησοῦ. Μέσα ὅμως στὴν Ἐκκλησία ἐμφανίζεται ὁ Ἰησοῦς. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ Παράκλητος μᾶς ὁδηγεῖ στὴ θεωρία τοῦ Ἰησοῦ. Μᾶς ἀποκαλύπτει τὸν Ἰησοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία στηριζόμενη στὸ θεμέλιο τῶν ἀποστόλων (Ἐφεσ. Β΄ 20) ποὺ κατέθεσαν μὲ τὸ αἷμα τοὺς τὴ μαρτυρία γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ στὴ χειραγωγία τοῦ Πνεύματος ποὺ τὴν ἐμψυχώνει καὶ τὴν ὁδηγεῖ στὴν ἐσωτερικὴ γνώση τοῦ Ἰησοῦ, κινεῖται ἀνάμεσα στὶς δύο παρουσίες τοῦ Ἰησοῦ μέσα στὴν ἱστορία. Καὶ ζεῖ μὲ τὴν μυστικὴ θεωρία του καὶ τὴν ἀναμονή του, ἕως ὅτου τὸν δεῖ «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» (Α΄ Κορ. Ιγ΄ 12). Τὴ θεωρία αὐτὴ τοῦ Ἰησοῦ τὴ ζεῖ κάθε ἀληθινὰ πιστὸς μὲ ἕνα τρόπο πολὺ προσωπικό, ἀλλὰ πραγματικὸ καὶ ἀληθινό. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ σύμπτωση τῆς μυστικῆς ἐμπειρίας τῶν μεγάλων ἁγίων ποὺ τὴν καταθέτουν στὸ κοινὸ θησαυροφυλάκιο τῆς Ἐκκλησίας μας.
Μιλᾶμε γιὰ τὴ θεωρία τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ ἔννοια αὐτή, ἢ καλύτερα, ἡ πραγματικότητα ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν ἔννοια αὐτή, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περιγραφεῖ, ὅπως καὶ κάθε συναφὴς πραγματικότητα ποὺ ἀναφέρεται στὴν οὐράνια καὶ ὑπερβατικὴ πραγματικότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐκφρασθεῖ μὲ λέξεις, ποὺ ἀδυνατοῦν ἀκόμα καὶ τὴν περιγραπτὴ καὶ ἁπλὴ πραγματικότητα νὰ περιγράψουν. Αὐτὲς τὶς πραγματικότητες «οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι»στὴν ἀνθρώπινη γλώσσα (Β΄ Κορ. ιβ΄ 4). Καὶ γι’ αὐτὸ, τὸ λόγο τὸν ἔχει ἡ ἄμεση ἐσωτερικὴ βίωση καὶ ἡ φανέρωση τοῦ Πνεύματος. Ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ μονάχα νὰ λεχθεῖ εἶναι τοῦτο: Τὸ θεωρεῖν τὸν Ἰησοῦ δὲν εἶναι λέξεις χωρὶς ἀντίκρυσμα. Εἶναι μία ἀπρόσιτη πραγματικότητα ποὺ τὴν γεύονται ὅσοι εἶναι ὅλο φωτιὰ καὶ θεῖο ἔρωτα.
Ὧρες-ὧρες ἐκφράζεται καὶ μὲ δάκρυα καὶ μὲ ἐσωτερικὸ κατακλυσμὸ χαρᾶς καὶ ἀνείπωτης εὐτυχίας, μὲ συναισθηματικὴ εὐφορία καὶ πνευματικὴ ἀνάταση καὶ ἄρρητο γλυκασμὸ ποὺ εἶναι μία ἰσχυρὴ πρόγευση τοῦ Ἰησοῦ καὶ μία ἀνείπωτη παρηγοριὰ τοῦ πιστοῦ ποὺ γιὰ τὸν Ἰησοῦ πονᾶ, θλίβεται καὶ πάσχει στὸν κόσμο αὐτὸ καὶ μαρτυρεῖ ἀκόμα καὶ γιὰ χάρη του. Αὐτὰ ὅμως δὲν συμβαίνουν πάντοτε. Δὲν εἶναι ὁ κανόνας. Κανόνας εἶναι ἡ πίστη. Κανόνας εἶναι ἡ «ἐν ἐσόπτρῳ καὶἐν αἰνίγματι» θέαση τοῦ Ἰησοῦ (Α΄ Κορ.ιγ΄ 12).
Δὲν εἶναι σπάνιες οἱ περιπτώσεις ποὺ ἡ ψυχὴ στὸν ἀγώνα της καὶ στὴν πάλη της νὰ σταθεῖ πιστὴ καὶ ἀφοσιωμένη στὸν ποθητό της Νυμφίο περνάει ὧρες σκληρῆς ἀμφιβολίας καὶ δέρνεται μέσα στὴ συννεφιὰ καὶ τὴν φουρτούνα τῆς ἀβεβαιότητος. Ἀλλὰ στὴν κρίσιμη στιγμὴ φτάνει μία μικρὴ ἀνακίνηση τοῦ πυκνοῦ παραπετάσματος ἀπὸ τὴν πνοὴ τοῦ Πνεύματος γιὰ νὰ ἀφήσει νὰ διαφανεῖ ἡ ὑπάρχουσα πραγματικότης. Νὰ διαφανεῖ ὁ Ἰησοῦς…
Μερικοὶ συγκεκριμένοι «τρόποι» θεωρίας τοῦ Ἰησοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία:
1) Τὸ Μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Στὸ μυστήριο ὑπάρχει ὁ Ἰησοῦς. Στὸ Μυστήριο συνεχίζεται ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία του μὲ τὸ ἴδιο καὶ πιὸ πολὺ τονισμένο τὸ στοιχεῖο τῆς ταπεινώσεως τοῦ Ἰησοῦ. Στὴν παράδοση τῆς ὀρθόδοξης εὐσέβειας ἀναφέρονται περιπτώσεις ἁγίων ἀνθρώπων ποὺ «ἐθεώρουν» τὸν Ἰησοῦ κρυμμένο πίσω ἀπὸ τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο. Ἐμεῖς οἱ κοινοὶ πιστοὶ δὲν τὸν θεωροῦμε μὲ τὸν τρόπο αὐτό. Τὸν βλέπουμε μόνο μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως. Πιστεύουμε πὼς εἶναι «οὐσιωδῶς παρὼν» στὴ Θ. Εὐχαριστία. Τὸν ἀγκαλιάζουμε μυστικά. Τὸν δεχόμαστε στὴν καρδιά μας.
Ὤ, σπάνιες στιγμὲς πνευματικῆς εὐφροσύνης! Νοιώθει κανεὶς πὼς τότε βρίσκεται στὴν προβαθμίδα τοῦ «θεωρεῖν τὴν δόξαν τοῦἸησοῦ, ἥν δέδωκεν αὐτῷὁ Πατὴρ» (Ἰωάν. ιζ΄ 24). Μέσα στὸ Μυστήριο λοιπὸν μποροῦμε νὰ«ἀφορῶμεν εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν» (Ἑβρ. ιβ΄ 2) μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα, μὲ τὴν ἴδια βεβαιότητα ποὺ μποροῦσε νὰ ἔχει ὁ Πρωτομάρτυρας, ὅταν ἔλεγε: «θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεῳγμένους καὶ τὸν υἱὸν τοῦἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦἑστῶτα» (Πρ. ζ΄ 56).
2) Οἱ ἀδελφοί. Κάθε ἀδελφὸς εἶναι τὸ ἀντίτυπο τοῦ Ἰησοῦ. Πίσω ἀπὸ τὸν κάθε ἀδελφὸ κρύβεται ὁ Ἰησοῦς. Αὐτὸ ἀποτελεῖ πρώιμη συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ὅπως βλέπουμε στὴ συνοπτικὴ παράδοση: (Ματθ. Κε΄ 31-46). Θεωρεῖν τὸν Ἰησοῦ σημαίνει στὴν πρακτικὴ κοινωνικὴ ζωὴ θεωρεῖν τὸν Ἰησοῦ στὰ πρόσωπα τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν του. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἔχει δύο ἐκφράσεις ποῦ μιλοῦν γιὰ τὸ ζήτημα αὐτό; «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦθανάτου εἰς τὴν ζωήν» (Ἰωάν. ε΄ 24). Καί: «ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ὅτιἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς· ὁ μὴἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν μένει ἐν τῷ θανάτῳ» (Α΄ Ἰωάν. γ΄ 14). Τόσο ἡ πίστη ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅσο καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς εἶναι μετάβαση πρὸς τὴν ζωή. Ἐφ’ ὅσον ὅμως ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἡ ζωή, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ πίστη συγκλίνουν στὸ ἴδιο σημεῖο: στὸν Ἰησοῦ. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀναχθεῖ στὴ θέα τοῦ Ἰησοῦ χωρὶς τὰ δύο αὐτὰ φτερά.
3) Ἡ γενικότερη συνεπὴς ἐφαρμογὴ τῆς ἐντολῆς τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ σύγκρουση μὲ τὴν πραγματικότητά μας, τὴν καθόλου εἰδυλλιακὴ, ἁμαρτωλὴ πραγματικότητά μας μὲ τὶς ἀσκήμιες της καὶ τὶς τρικλοποδιὲς ποὺ μᾶς βάζει στὴν προσπάθειά μας νὰ φανοῦμε συνεπεῖς, μᾶς βγάζει ἀπὸ τὶς αὐταπάτες καὶ τὶς φαντασιοπληξίες, ἀλλὰ καὶ μᾶς στερεώνει περισσότερο στὴν ἐπιθυμία τοῦ «ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν». Θέλεις νὰ δεῖς τὸν Ἰησοῦ; Ἀγάπησέ τον θερμά, ὅσο γίνεται πιὸ θερμά, πιὸ δυνατά, πιὸ παράφορα. Θέλεις νὰ δοκιμάσεις γνησιότητα τῆς ἀγάπης σου πρὸς τὸν Ἰησοῦ; Τήρησε τὶς ἐντολές του, ὅσο κι ἂν εἶναι δύσκολη ἡ ἐφαρμογή τους. «Ὁἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς,ἐκεῖνός ἐστιν ὁἀγαπῶν με· ὁ δὲἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου, καὶἐγὼἀγαπήσω αὐτὸν καὶἐμφανίσω αὐτῷἐμαυτόν» (Ἰωάν. ιδ΄ 21).
Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν θέα τοῦ Ἰησοῦ. Εἶναι ὁ ὁμαλὸς καὶ ἀσφαλὴς δρόμος, στὸν ὁποῖο πατοῦμε μὲ τὸ ἕνα πόδι, δηλ ἡ πραγματικότητα στὴν ὁποία ζοῦμε, ἐνῶ μὲ τὸ ἄλλο πόδι πατοῦμε στὴν ἄλλη πραγματικότητα, τὴ μυστική, τῆς ὁποίας εἴμαστε δυνάμει μέτοχοι. Τηρώντας κανεὶς τὴν ἐντολὴ τοῦ Ἰησοῦ φεύγει ἀπ’ τὴν πραγματικότητα τοῦ κόσμου καὶ μπαίνει στὴν ἱερὴ περιοχὴ τῆς νοσταλγίας του καὶ τῶν μυστικῶν πόθων του. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν εἶναι μία προσπάθεια νὰ ἀρθεῖ ἡ αὐλαία τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἁμαρτίας ποὺ παρεμβάλλονται ἀνάμεσα σέ μᾶς καὶ στὸν Ἰησοῦ. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν εἶναι ἡ προχώρηση γιὰ νὰ συναντήσουμε τὸν Ἰησοῦ, ποὺ ἔρχεται γιὰ νὰ «ἐμφανίση ἑαυτὸν» καὶ «νὰ θεωρῶμεν τὴν δόξαν αὐτοῦ».
Εἶναι τόση ἡ εὐτυχία καὶ ἡ μακαριότητα τῆς ψυχῆς ποὺ «εἶδε», ἔστω καὶ ἀμυδρὰ τὸν Ἰησοῦ, ὥστε δὲν μπορεῖ νὰ μένει μόνη στὴ θέα αὐτή, θέλει καὶ ἄλλες ψυχὲς νὰ γευτοῦν τὴν ἴδια πραγματικότητα. Ἡ μακαριότητα τῆς σὺν-θέας, τῆς σὺν-θεωρήσεως γίνεται αὐτόματα πιὸ μεγάλη, πιὸ βαθειά. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅσοι εἶδαν τὸν Ἰησοῦ δὲν παρέμειναν σὲ μία ἀδράνεια, ἀλλὰ σκορπίστηκαν στὸν τετραπέρατο κόσμο καὶ διεκήρυξαν: «ὃἑωράκαμεν καὶἀκηκόαμεν,ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν· καὶἡ κοινωνία δὲἡἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰτοῦ υἱοῦ αὐτοῦ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Ἰωάν. α΄ 1-3). Εἶναι φανερὸς ὁ σύνδεσμος θέας καὶ μαρτυρίας. Θεάσεως καὶ ἀπαγγελίας, καὶ εὐαγγελισμοῦ καὶ σὺν-κοινωνίας καὶ ἄλλων στὸ ἄρρητο αὐτὸ θέαμα.
Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστικὸ καὶ ἡ βιωματικὴ ἀφετηρία κάθε ἱεραποστολικῆς προσφορᾶς καὶ προοπτικῆς. Τίποτε ἄλλο. Τὰ ἄλλα ὅλα εἶναι δευτερεύοντα συμπληρώματα. Ἡ πηγὴ τῆς ἱεραποστολικῆς θέρμης καὶ δράσεως εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἱεραπόστολος «εἶδε» καὶ θεᾶται ἐξακολουθητικὰ τὸν Ἰησοῦ. Καὶ γίνεται ἡ βίωσή του αὐτὴ φωνή. Καὶ γίνεται ὅλη φωτιά. Καὶ συνεχίζει μὲ ἐσωτερικὴ βεβαιότητα τὸ ἔργο ἐκείνων ποὺ πρῶτοι εἶδαν τὸν Ἰησοῦ. Τὸν ἀνακάλυψαν ἐκεῖνοι καὶ μᾶς εἶπαν τί ἦταν αὐτὸ ποὺ βρῆκαν. Τὸν γευτήκαμε καὶ ἐμεῖς ἐλάχιστα καὶ βλέπουμε ὅτι εἶχαν τόσο δίκαιο στὶς διακηρύξεις τους.
Αὐτὴ ἡ ἐλάχιστη ἐμπειρία μας πρέπει νὰ γίνει πιὸ μεγάλη καὶ πιὸ βαθειά. Νὰ ἀνάβει τὴ λαχτάρα νὰ θεαθοῦμε πιὸ πολὺ τὸν Ἰησοῦ. Νὰ τὸν θεαθοῦμε ὅσο γίνεται καὶ στὴ γῆ τούτη, ἀλλὰ νὰ τὸν θεώμεθα καὶ στὸν οὐρανὸ ὅπου «πάντοτε σὺν Κυρίῳἐσόμεθα» (Α΄ Θεσ. δ΄17) «θεωροῦντες τὴν δόξαν» του (Ἰωάν. ιζ΄ 24) προχωρώντας ἐκ μακαριότητος εἰς μακαριότητα…