13 Φεβρουαρίου
|
|
Ὁ Ὅσιος Μαρτινιανός Ὁ Μαρτινιανὸς ἔζησε στὰ χρόνια του Θεοδοσίου τοῦ µικροῦ, στὶς ἀρχὲς τοῦ ε´ µ.Χ. αἰῶνα. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἀπὸ µικρὸς ἔτρεφε στὴν ψυχή του ἀκοίµητη τὴν φλόγα τῆς εὐσέβειας. Θέλοντας δὲ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἐρηµικὴ ζωή, ἔστησε τὴν σκήτη του στὰ ὅρια τοῦ ὄρους Κιβωτοῦ, ὅπου ἁπλωνόταν κατάλληλη ἔρηµος γιὰ τὴν καλλιέργεια τοῦ ἡσυχαστικοῦ βίου. Ἐκεῖ περνοῦσε τὸν καιρό του µὲ προσευχή, µελέτη, ἐργασία καὶ ἄσκηση. Ἡ φήµη τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἀρετῆς του δὲν ἄργησε νὰ φθάσει σ᾿ ὅλη τὴν γύρω περιοχὴ καὶ νὰ φέρει στὸ κελλί του πλήθη µετανοούντων καὶ δυστυχισµένων, ποὺ ζητοῦσαν τὶς συµβουλὲς καὶ τὴν παρηγοριά του. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔρχονταν καὶ γυναῖκες καὶ κόρες, ζητῶντας στήριγµα κατὰ τῶν καταιγίδων καὶ ἀσπίδα κατὰ τῶν πειρασµῶν τῆς ζωῆς. Ὁ Μαρτινιανός, κάνοντας τὸ ἔργο τοῦ πνευµατικοῦ, πῆγε σὲ πολλὰ µέρη. Τελικὰ κατέληξε σ᾿ ἕνα ἡσυχαστήριο ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Συχνὰ δὲ ἔλεγε τὰ λόγια τῶν ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου: ὅτι ὁ Διάβολος περιέρχεται σὰν θηρίο καὶ ζητᾷ ποιὸν νὰ καταπιεῖ. Ὀφείλουµε λοιπὸν νὰ προφυλαγόµαστε ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις του, ἕτοιµοι πάντοτε νὰ τὸν ἀποκρούσουµε. Πέθανε σὲ βαθιὰ γεράµατα στὸ ἐρηµητήριό του. Οἱ Ἅγιοι Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα οἱ ἀπόστολοι Ἦταν ζευγάρι Ἰουδαίων ἀπὸ τὸν Πόντο, σκηνοποιοὶ καὶ οἱ δυὸ στὸ ἐπάγγελµα. Κατοικοῦσαν στὴν Κόρινθο, ἐξασκοῦσαν τὸ ἐπάγγελµά τους καὶ εἶχαν ζωὴ εὐσεβέστατη. Ἡ θερµὴ φιλοξενία τους στὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν καὶ ὁµότεχνό τους, Παῦλο, ὅταν αὐτὸς ἦλθε στὴν Κόρινθο, ἔµεινε παροιµιώδης. Μάλιστα, τὸν ἀκολούθησαν καὶ σὲ διάφορες περιοδεῖες του, ὅπως στὴν Ἔφεσο, βοηθῶντας τον καὶ συγχρόνως καταρτιζόµενοι ἀπὸ τὴν ἐν Χριστῷ διδασκαλία του. Τόσο πολὺ εἶχε ἐνθουσιάσει τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ἡ φλογερὴ πίστη καὶ ἡ ἀκούραστη ἐργατικότητα τοῦ Ἀκύλα καὶ τῆς Πρίσκιλλας, ὥστε σὲ µία ἐπιστολή του ἐκφράζεται γι᾿ αὐτοὺς ὡς ἑξῆς: «Χαιρετῆστε ἐγκάρδια τὴν Πρίσκιλλα καὶ τὸν Ἀκύλα, ποὺ εἶναι συνεργάτες µου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Αὐτοί, γιὰ νὰ σώσουν τὴν ζωή µου, ἔβαλαν τὸν τράχηλό τους κάτω ἀπὸ τὸ µαχαῖρι καὶ κινδύνευσαν νὰ σφαγοῦν. Σ’ αὐτοὺς δὲν εἶµαι µόνο ἐγὼ εὐγνώµων ἀλλὰ καὶ ὅλες οἱ Ἐκκλησίες τῶν ἐθνῶν». Ἀλλὰ ἡ ἀφοσίωση καὶ ἡ φιλόξενη διάθεση τοῦ ζευγαριοῦ αὐτοῦ πρὸς τὸν µεγάλο ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου, Παῦλο, µᾶς θυµίζει τὰ λόγια του Κυρίου µας: «Ὁ δεχόµενος δίκαιον εἰς ὄνοµα δικαίου, µισθὸν δικαίου λήψεται». Δηλαδή, ἐκεῖνος ποὺ ὑποδέχεται τὸν δίκαιο, λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι δίκαιος, θὰ πάρει τὴν ἴδια ἀνταµοιβὴ ποὺ θὰ πάρει καὶ ὁ δίκαιος. Καὶ πράγµατι, ὁ Ἀκύλας καὶ ἡ Πρίσκιλλα ἐντάχθηκαν στοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας καὶ µάλιστα µὲ τὸν τίτλο τῶν ἀποστόλων. Ὁ Ὅσιος Ἀβραάµης Αὐτὸς ἔζησε στὰ χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου (395-408) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Κύρου, στὴν ὁποία γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε ἀσκητικά. Ἔµαθε, ὅτι σὲ κάποιο χωριό του Λιβάνου, οἱ κάτοικοί του ἦταν ὅλοι εἰδωλολάτρες. Πῆγε λοιπόν, ἐκεῖ, νοίκιασε ἕνα δωµάτιο καὶ κάθισε τρεῖς µέρες· τὴν τέταρτη μέρα τὸν κατάλαβαν ὅτι ἦταν χριστιανὸς καὶ µὲ τὴν βία θέλησαν νὰ τὸν διώξουν µακριὰ ἀπὸ τὸν τόπο τους. Ἀλλ᾿ ἐκείνη τὴν ἐποχή, οἱ φοροεισπράκτορες πίεζαν τοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ ἐκείνου νὰ πληρώσουν τοὺς φόρους τους. Τότε ὁ Ἀβραάµης τοὺς ἀπάλλαξε, πληρώνοντας αὐτὸς τοὺς φόρους. Οἱ κάτοικοι ἐκτίµησαν πολὺ τὴν ἐνέργεια αὐτὴ τοῦ Ἀβραάµη, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ γίνουν ὅλοι χριστιανοί, νὰ κτίσουν ναὸ στὸ χωριό τους καὶ εἶχαν σὰν ἱερέα τὸν Ὅσιο. Μετὰ ἀπὸ τριετῆ θεάρεστη δράση, ἐπέστρεψε στὸ ἀσκητικό του κελλὶ καὶ ἔπειτα ἔγινε ἐπίσκοπος στὴν πόλη τῶν Κάρων στὴν Παλαιστίνη, ἀφοῦ τὴν καθάρισε ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία. Ἡ φήµη τῆς ἁγιότητάς του, ἔφτασε µέχρι καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν βασιλέα Θεοδόσιο, ποὺ τὸν κάλεσε καὶ τὸν εἶδε αὐτοπροσώπως στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὅταν ἀπεβίωσε, µὲ βασιλικὴ διαταγὴ ἐτάφη µὲ µεγάλες τιµὲς στὴν πόλη τῶν Κάρων. Τὴν ζωή του ἔγραψε ὁ Κύρου Θεοδώρητος. Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος, ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Μαυρικίου (582-602) καὶ ἔκανε ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας πρὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήµονος, στὰ χρόνια 579-607. Ἔζησε ζωὴ ἁγία, ἔκανε καὶ πολλὰ θαύµατα, ἕνα ἀπὸ τὰ ὅποια εἶναι καὶ αὐτό: Ὅταν ὁ Ἅγιος Λέων, ἐπίσκοπος Ῥώµης, ἔγραψε τὴν πολυθρύλητη ἐκείνη ἐπιστολὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν ἔστειλε στὴν Δ´ Οἰκουµενικὴ Σύνοδο ποὺ ἔγινε στὴν Χαλκηδόνα, τὴν διάβασε ὁ Ὅσιος αὐτὸς Εὐλόγιος καὶ ὄχι µόνο τὴν ἐπαίνεσε ἀλλὰ καὶ σ᾿ ὅλους τὴν διακήρυξε. Ὁ Θεὸς θέλοντας νὰ χαροποιήσει καὶ τοὺς δυὸ Ἁγίους ἄνδρες, ἔστειλε Ἄγγελο στὸν Εὐλόγιο, µὲ σχῆµα ἀρχιδιακόνου τοῦ Λέοντα, ποὺ τὸν εὐχαριστοῦσε διότι ἀποδέχτηκε τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Λέοντα. Ὁ Εὐλόγιος συνοµιλοῦσε µὲ τὸν Ἄγγελο, νοµίζοντας ὅτι συνοµιλοῦσε µὲ τὸν ἀρχιδιάκονο τοῦ Πάπα Λέοντα. Ὅταν ὅµως ἔγινε ἄφαντος ὁ Ἄγγελος ἀπὸ µπροστά του, τότε κατάλαβε ὅτι ἦταν Ἄγγελος Κυρίου καὶ ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸν Θεό, παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὰ χέρια Του. Ὁ Ὅσιος Συµεών, κτήτορας τῆς Μονῆς Χιλανδαρίου Ἁγίου Ὄρους Ἦταν βασιλιὰς τῶν Σέρβων µὲ τὸ ὄνοµα Στέφανος Α´ Νεµάνια καὶ πατέρας τοῦ ὁσίου Σάββα, πρώτου ἀρχιεπισκόπου Σερβίας (14 Ἰανουαρίου). Τὸ 1196 παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο καὶ ἀναχώρησε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου µαζὶ µὲ τὸν γιό του ἔκτισε τὴν Μονὴ Χιλανδαρίου καί, ἀφοῦ ἔζησε ζωὴ ὁσία, ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Οἱ Ἅγιοι Πατέρας καὶ Γιός Μαρτύρησαν µὲ σταυρικὸ θάνατο. Ὁ Ὅσιος Μαϊουµᾶς (Βλέπε βιογραφικό του σηµείωµα τὴν 23η Ἰανουαρίου σὰν Ἅγιος Μαυσιµᾶς). Μνήµη ἐγκαινίων Ἱεροῦ Ναοῦ Θεοτόκου καὶ τῆς Ἁγίας ἰσαποστόλου Θέκλης, ἐν τῷ ὄρει Ποσαλέως Τὴν πρώτη Κυριακὴ µετὰ τὴν 13ην τοῦ παρόντος µηνὸς ἑορτάζεται ἐν ἀρχαίᾳ Κορίνθῳ, ἡ µνήµη τῶν συνεργατῶν τοῦ ἀποστόλου Παύλου: Τιτίου, Ἰούστου, Χλόης καὶ Κρίσπου
|
Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη
|