10 Μαρτίου
|
|
Οἱ Ἅγιοι Κοδρᾶτος, Ἀνεκτός, Παῦλος, Διονύσιος, Κυπριανὸς καὶ Κρήσκης Μαρτύρησαν στὴν Κόρινθο, στὸν διωγµὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Δεκίου (249-251). Ἦταν ὅλοι φίλοι καὶ βρίσκονταν στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας τους. Διδάσκονταν δὲ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν ὑπὸ τοῦ Κοδράτου. Ὁ ἔπαρχος Ἰάσων προσπάθησε µὲ κάθε τρόπο νὰ τοὺς πείσει νὰ ἀρνηθοῦν τὴν χριστιανικὴ πίστη. Προσπάθησε νὰ τοὺς δελεάσει µὲ ὅλες τὶς κοσµικὲς γλυκύτητες ποὺ ἔδινε ἡ εἰδωλολατρικὴ ἐλευθερία – γιὰ τὴν σάρκα – στὴν νεότητα. Δείχνοντας σ΄ αὐτοὺς τὶς ὡραῖες ἀκτὲς τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου καὶ τὰ γαλανὰ νερά του, ποὺ µύρωναν τὶς καλλονὲς τῆς ἄνοιξης, τοὺς ἐξόρκιζε νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα γιὰ νὰ σώσουν τὴν ζωή τους. Ἐκεῖνοι, ὅµως, ἀποκρίνονται ὅτι ἡ αἰώνια καὶ ἀπαράµιλλη Ἄνοιξη εἶναι κοντὰ στὸν Κύριό τους καὶ Θεό τους καὶ πιστοὶ στὴν ὁµολογία τους, ἐπισφράγισαν αὐτὴν µὲ τὴν θυσία τοῦ αἵµατος ποὺ ἔχυσαν ὅλοι οἱ φίλοι µαζί. Ἔτσι, γιὰ πάντα ἔγιναν καὶ φίλοι Θεοῦ. Διότι ὁ Κύριός µας λέει: «ὑµεῖς φίλοι µου ἐστέ, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐγὼ ἐντέλλοµαι ὑµῖν». Δηλαδή, σεῖς εἶστε φίλοι µου καὶ θὰ ἐξακολουθεῖτε νὰ εἶστε φίλοι µου, ἂν πράττετε ὅσα ἐγώ σας παραγγέλλω. Ἡ Ὁσία Ἀναστασία ἡ πατρικία Καταγόταν ἀπὸ εὐγενεῖς καὶ πλούσιους γονεῖς καὶ ἦταν µία ἀπὸ τὶς πιὸ θεοφοβούµενες κόρες τοῦ Βυζαντίου, στὰ χρόνια του Ἰουστινιανοῦ τοῦ µεγάλου (527-565). Ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἀκόλουθος τῆς Βασίλισσας Θεοδώρας καὶ ὁ Ἰουστινιανός, γιὰ τὴν ὑπέροχη ἀξία της, τῆς ἔδωσε τὸν τίτλο τῆς πατρικίας. Οἱ ἀρετές της ὅµως, προκάλεσαν τὸν φθόνο τῆς βασίλισσας. Ἡ Ἀναστασία, προκειµένου νὰ σβήσει κάθε ἀφορµὴ τοῦ φθόνου, πῆρε µέρος τῆς περιουσίας της καὶ κατέφυγε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ ἔκτισε Μονή, ποὺ ὀνοµάστηκε Μονὴ τῆς Πατρικίας, καὶ ζοῦσε ζωὴ ἀσκητική. Ἀλλ΄ ὅταν ἔµαθε ὅτι τὴν ἀναζητεῖ ὁ Ἰουστινιανός, ἄφησε τὴν µονὴ καὶ πῆγε στὴν Σκήτη τοῦ ἀββᾶ Δανιήλ, στὸν ὁποῖο καὶ διηγήθηκε τὰ συµβαίνοντα. Αὐτὸς ἀφοῦ τὴν ἔντυσε ἀνδρικὰ καὶ τὴν µετονόµασε Ἀναστάσιο, τὴν τοποθέτησε σ΄ ἕνα σπήλαιο δίπλα στὴν Σκήτη καὶ δυὸ µοναχοὶ τῆς ἔφερναν αὐτὰ ποὺ χρειαζόταν. Συνάµα δέ, τῆς εἶπε νὰ µὴ βγεῖ ποτὲ ἀπὸ τὸ σπήλαιο οὔτε νὰ δεχθεῖ κανένα. Ἐκεῖ ἔµεινε κλεισµένη 28 χρόνια. Ὅταν προαισθάνθηκε τὸ τέλος της, προσκάλεσε τὸν ἀββᾶ Δανιὴλ καί, ἀφοῦ κοινώνησε τῶν ἀχράντων µυστηρίων, παρέδωσε τὴν δικαία ψυχή της. Ὁ Ἅγιος Μαρκιανός Μαρτύρησε ἀφοῦ τοῦ ἔσπασαν τὰ σωµατικά του µέρη µὲ ξύλα. Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Μαυρουδῆς Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Γρανίτσα τῶν Χ. Λ. Ἀγράφων. Ὁ πατέρας του ὀνοµαζόταν Δηµήτριος καὶ ἡ µητέρα του Στατῆρα. Ἦταν καὶ οἱ δυὸ θεοσεβεῖς καὶ φιλακόλουθοι. Ἀπὸ µικρὸ ἀνέτρεφαν τὸν Μιχαὴλ µὲ σεµνότητα καὶ ταπεινοφροσύνη. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, πῆγε στὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελµα τοῦ ἀρτοπώλη, µὲ ζωὴ φιλελεήµονα καὶ χριστιανική. Κάποια µέρα προσπάθησε στὸ ἀρτοπωλεῖο του νὰ κατηχήσει στὴ χριστιανικὴ πίστη ἕνα τουρκόπουλο, τὸ ὁποῖο κατάγγειλε τὸν Μιχαὴλ στὶς ἀρχὲς καὶ ἐκεῖνος ὁδηγήθηκε βίαια στὸ κριτήριο. Ἀνακρινόµενος ἐκεῖ, προσπάθησε µὲ µακρὰ θεολογικὴ εὐθύτητα στὰ θρησκευτικὰ ζητήµατα, νὰ προσηλυτίσει τοὺς δικαστές. Γιὰ τὸ θάρρος του αὐτό, ῥίχτηκε στὴν φυλακή, ὅπου ὁ μητροπολίτης Θεοφάνης (ἢ Μητροφάνης) τὸν ἐνίσχυσε πρὸς τὸ µαρτύριο. Ὅταν καὶ πάλι ὁδηγήθηκε στὸν κριτή, ὁµολόγησε σταθερὰ καὶ µὲ πολλὴ δύναµη τὴν χριστιανική του πίστη. Ἀπὸ τὴν ὁµολογία του συγκινήθηκε ἀκόµα καὶ αὐτὸς ὁ Τοῦρκος κριτής. Τελικὰ καταδικάστηκε σὲ θάνατο καὶ τὸν ἔκαψαν ζωντανὸ στὴν Θεσσαλονίκη στὶς 21 Μαρτίου 1547. Τὸ µαρτύριο τοῦ Ἁγίου, µεταξὺ ἄλλων, ἀναφέρεται καὶ στὸν ὑπ΄ ἀριθ. 727 Κώδικα τοῦ XVIII αἰῶνα στὴν Μονὴ Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους καὶ στὸν ὑπ΄ ἀριθ. 2142(129) Κώδικα τοῦ XVIII αἰῶνα τῆς Μονῆς Ἐσφιγµένου. Τὸ Μ. Εὐχολόγιο ἀναφέρει τὴν µνήµη του 10 Μαρτίου 1544.
|
Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη
|