15 Μαρτίου
|
|
Οἱ Ἅγιοι Ἀγάπιος, Πλήσιος, Ῥωµῦλος, Τιµόλαος, δυὸ Ἀλέξανδροι καὶ δυὸ Διονύσιοι Ἔζησαν καὶ κέρδισαν τὰ ἀθάνατα βραβεῖα, κατὰ τὸν διωγµὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ (284-304) ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἀγάπιος ἦταν ἀπὸ τὴν Γάζα τῆς Παλαιστίνης, ὁ Τιµόλαος ἀπὸ τὴν Μαύρη Θάλασσα, οἱ δυὸ Διονύσιοι ἀπὸ τὴν Τρίπολη τῆς Φοινίκης, ὁ Ρωµύλος – ὑποδιάκονος- ἀπὸ τὴν Λύδδα ἢ Διόσπολη, ὁ Πλήσιος καὶ οἱ δυὸ Ἀλέξανδροι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Κατηγορήθηκαν ὅτι εἶναι χριστιανοὶ καὶ ὁδηγήθηκαν µπροστὰ στὸν ἔπαρχο τῆς Καισαρείας, Οὐρβανό, ὅπου µὲ παρρησία ὁµολόγησαν τὸν Χριστό. Μάταιες ἀπόπειρες ἔκανε ἐκεῖνος γιὰ νὰ τοὺς δελεάσει ἢ καὶ νὰ τοὺς ἐκφοβίσει, διότι στὸ µυαλὸ ὅλων ἐπικρατοῦσε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «Τὸν φόβον αὐτῶν µὴ φοβηθῆτε µηδὲ ταραχθῆτε». Δηλαδή, µὴ φοβηθεῖτε τὸ φόβο µὲ τὸν ὁποῖο ζητοῦν οἱ ἄπιστοι νὰ σᾶς πτοήσουν καὶ µὴ ταραχθεῖτε καθόλου ἀπ᾿ αὐτόν. Πέθαναν ὅλοι µαρτυρικὰ µὲ ἀποκεφαλισµό, δίνοντας σ᾿ ὅλους τοὺς ἀγωνιστὲς χριστιανοὺς µήνυµα θάρρους καὶ ἐλπίδας. Ὁ Ἅγιος Ἀριστόβουλος, ἐπίσκοπος Βρετανίας Ἀνῆκε στὸν χορὸ τῶν 70 ἀποστόλων καὶ ἀκολούθησε σὲ µερικὲς περιοδεῖες τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ἐκτιµώντας δὲ αὐτὸς τὴν διδακτικὴ ἱκανότητα τοῦ Ἀριστοβούλου, καθὼς καὶ τὰ διοικητικά του χαρίσµατα ποὺ συνοδεύονταν µὲ γνήσιο ζῆλο γιὰ τὴν πίστη, τὸν ἔκανε ἐπίσκοπο τῆς Βρετανίας. Οἱ τότε κάτοικοί της ἦταν ἐντελῶς ἀπολίτιστοι καὶ βάρβαροι, προσκολληµένοι τυφλὰ στὶς χυδαῖες καὶ ἀνόητες δεισιδαιµονίες τους. Γι᾿ αὐτὸ τὸ ἔργο τοῦ Ἀριστοβούλου, συνάντησε µεγάλη ἀντίσταση. Πολλὲς φορὲς κινδύνευσε ἡ ζωή του, ὑπέφερε δὲ ἀµέτρητα βάσανα καὶ θλίψεις. Ἀλλ᾿ ἡ θεία χάρη, δὲν ἄφησε χωρὶς ἀποτέλεσµα τὶς προσπάθειές του. Ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ στὰ ἄγρια ἐκεῖνα µέρη ἱδρύθηκε χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Αὐτὴν καλλιεργώντας µὲ ἄγρυπνη ἐπιµέλεια καὶ ἐπεκτείνοντας µὲ ἀκούραστη φιλοπονία πέθανε ὁ ἅγιος Ἀριστόβουλος, σ᾿ ὅλα ἀντάξιος τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ ἀποστόλου, ἐπίσης, Βαρνάβα. (Ἡ µνήµη του ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 31η Ὀκτωβρίου µαζὶ µὲ ἄλλους ἀποστόλους ἐκ τῶν 70). Ὁ Ἅγιος Νίκανδρος ὁ ἐν Αἰγύπτῳ Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ (284-305). Θερµὸς ζηλωτὴς τῆς πίστης, θαύµαζε µὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ ἐκείνους, ποὺ ἔχυναν γι᾿ αὐτὴν τὸ αἷµα τους. Καὶ ὅσες φορὲς µάθαινε τὸν θάνατο µαρτύρων, πήγαινε ἐπὶ τόπου, παραλάµβανε τὰ Ἅγια λείψανά τους καὶ τὰ ἔθαβε καταβρέχοντας αὐτὰ µὲ τὰ δάκρυά του. Στὴν ἐκτέλεση τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ ἔργου συνελήφθη καὶ δικάστηκε. Ἐπειδὴ ὅµως ἔµεινε πιστὸς στὴν ὁµολογία τοῦ Χριστοῦ, καταδικάστηκε σὲ σκληρότατο θάνατο. Μὲ διαταγὴ τοῦ τυράννου, ἔγδαραν τὸ δέρµα του καὶ ἔπειτα τὸ ἔκαψαν µὲ ἀναµµένες λαµπάδες. Ὁ Ἅγιος Μανουὴλ ἀπὸ τὰ Σφακιά Ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς γεννήθηκε στὰ Σφακιὰ τῆς Κρήτης ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Σὲ µικρὴ ἡλικία αἰχµαλωτίστηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, µὲ τὴν βία ἐξισλαµίστηκε καὶ στὴν συνέχεια παρέµεινε στὴν ὑπηρεσία τους. Βρῆκε ὅµως τὴν εὐκαιρία καὶ δραπέτευσε ἀπὸ τὸ σπίτι τῶν κυρίων του καὶ πῆγε στὴν Μύκονο, ὅπου ἐξοµολογήθηκε καὶ ζοῦσε µὲ χριστιανοπρέπεια. Ἐκεῖ παντρεύτηκε καὶ ἀπέκτησε ἕξι παιδιά. Ἐπειδὴ ὅµως ἡ σύζυγός του πρόδωσε τὴν συζυγική της τιµή, µετακόµισε αὐτὸς µὲ τὰ ἕξι παιδιά του σὲ ἄλλο σπίτι χωρὶς νὰ τὴν διαποµπεύσει. Ἀλλ᾿ ὁ ἀδελφός τῆς ἄπιστης συζύγου του, ποὺ ὑπηρετοῦσε στὸν Τουρκικὸ στόλο, κατάγγειλε τὸν Μανουὴλ στὸν Τοῦρκο πλοίαρχο ὅτι, ἐνῷ εἶχε γίνει µουσουλµάνος, ἐπανῆλθε στὴν χριστιανικὴ θρησκεία. Ὅταν συνελήφθη ἀπὸ τὸν Τοῦρκο πλοίαρχο, ὁ Μανουὴλ µὲ θάρρος ὁµολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, παραδόθηκε στὸν Τοῦρκο ναύαρχο, ποὺ βρισκόταν στὴν Χίο. Αὐτὸς τὸν ἀνέκρινε καὶ ἐξέδωσε θανατικὴ ἀπόφαση, ὁπότε οἱ ὑπηρέτες τοῦ ναυάρχου, πῆραν τὸν Μανουὴλ καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης, ποὺ ὀνοµαζόταν Παλαιὰ Βρύση. Καὶ ἐνῷ ὁ µάρτυρας ἔσκυψε τὸ κεφάλι του, ὁ δήµιος, ποὺ εἶχε ὁρισθεῖ νὰ τὸν ἐκτελέσει, δείλιασε, πέταξε τὸ σπαθὶ καὶ ἀποµακρύνθηκε. Τότε ἅρπαξε τὸ σπαθὶ κάποιος ὑπαξιωµατικός, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ δὲν µπόρεσε µετὰ ἀπὸ πολλὰ κτυπήµατα στὸ λαιµὸ τοῦ µάρτυρα νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει, τὸν ἔριξε κάτω καὶ τὸν ἔσφαξε µὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο, σὰν πρόβατο. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν στὴν Χίο, στὶς 15 Μαρτίου 1792, ἡµέρα Δευτέρα καὶ ὥρα τέσσερις µ.µ. Τὸ δὲ τίµιο λείψανό του, οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸ ἔδεσαν µὲ ὀγκόλιθους τὸ ἔριξαν στὴν θάλασσα. Χειρόγραφο µαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ βρίσκεται στὴν βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς Ξενοφῶντος τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν τῷ φρέατι Βλέπε βιογραφία του τὴν 30η Μαρτίου. Ὁ Ὅσιος Ἀγάπιος ὁ ἐν Σκήτῃ Κολιτζοῦ Ὁ Ἅγιος Παρθένιος, νεοµάρτυρας Διάκονος ἐν Διδυµοτείχῳ (+ 18ος αἰ.).
|
Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη
|