23 Μαρτίου
|
|
Ὁ Ἅγιος Νίκων, ἱεροµάρτυρας καὶ οἱ 199 µαθητές του Ὁ Νίκων γεννήθηκε στὴν Νεάπολη τῆς Ἰταλίας ἀπὸ πατέρα εἰδωλολάτρη καὶ µητέρα χριστιανή, ἡ ὁποία δὲν παρέλειπε νὰ µιλάει στὸν γιό της γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ νὰ τὸν παιδαγωγεῖ σύµφωνα µὲ τὰ εὐαγγελικὰ διδάγµατα. Ὅταν µεγάλωσε ὁ Νίκων, ἔγινε στρατιωτικὸς καὶ ἡ ἀνδρεία του ἦταν παραδειγµατική. Ἄνοιγε λαµπρὸ µέλλον γι᾿ αὐτὸν στὸ στρατιωτικὸ στάδιο. Δὲν τὸ θέλησε, ὅµως. Ἡ καρδιά του δὲν ἤθελε νὰ δουλεύει σὲ αὐτοκράτορες ποὺ πολεµοῦσαν τὴν χριστιανικὴ θρησκεία. Ἀφοῦ, λοιπόν, συζήτησε µὲ τὴν µητέρα του, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Ἑλλάδα, στὸ νησὶ Χίος. Ἐκεῖ δέχθηκε τὸ ἅγιο Βάπτισµα καὶ ἀφιερώθηκε στὴν ἀσκητικὴ ζωή, µὲ ἐγκράτεια, προσευχὴ καὶ ἱερὴ µελέτη. Ὁ ἐκεῖ ἐπίσκοπος διέκρινε τὰ χαρίσµατά του καὶ τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Κατόπιν, τὸν ἔθεσε ἡγούµενο 190 ἀδελφῶν, γιὰ νὰ τοὺς καθοδηγεῖ. Ὅταν ὅµως πέθαναν οἱ γονεῖς του, πῆγε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Σικελία, ὅπου ἦλθαν καὶ οἱ 190 µαθητές του. Μαζί µε ἄλλους ἐννέα, σχηµάτισαν µία εὐσεβέστατη ἀδελφότητα. καί, ὅταν ὁ ἡγεµόνας τῆς Σικελίας διέταξε νὰ ἀλλαξοπιστήσουν, αὐτοὶ «τὴν αὐτὴν ἀγάπην ἔχοντες, σύµψυχοι τὸ ἓν φρονοῦντες» δηλαδή, ἔχοντας ὅλοι τὴν ἴδια ἀγάπη µεταξύ τους, µὲ µία ψυχὴ καὶ µὲ τὸ ἴδιο φρόνηµα, ἔλαβαν µαρτυρικὸ θάνατο. Ὁ Ἅγιος Δοµέτιος Μαρτύρησε διὰ ξίφους. (Ἡ µνήµη του περιττῶς ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 30ην Ὀκτωβρίου). Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ὁ Ἀδριανουπολίτης Γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο καὶ τὴν Δοµνίτσα στὴν Ἀδριανούπολη τῆς Θράκης. Σὲ ἡλικία ἕξι χρονῶν ἔµεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ ἡ µητέρα του τὸν παρέδωσε σ΄ ἕνα Ζαγοραῖο πραγµατευτή, µὲ τὸν ὁποῖο ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὅταν ἦταν 13 χρονῶν ὁ Λουκᾶς, φιλονίκησε µ΄ ἕνα τουρκόπουλο ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ κυρίου του καὶ τὸ ἔδειρε. Αὐτὸ τὸ εἶδαν οἱ ἐκεῖ παρευρισκόµενοι Τοῦρκοι καὶ ὅρµησαν µὲ θυµὸ ἐναντίον τοῦ Χριστιανόπουλου. Ὁ Λουκᾶς γιὰ ν΄ ἀποφύγει τὴν τιµωρία εἶπε στοὺς Τούρκους: «Ἀφῆστε µε κι ἐγὼ θὰ τουρκέψω». Τότε καταλάγιασε ὁ θυµὸς τῶν Τούρκων καὶ τὸν πῆγαν σ΄ ἕνα εὐγενῆ Τοῦρκο, ποὺ πέτυχε τὸν ἐξισλαµισµό του. Ἐλεγχόµενος ὅµως ἀπὸ τὴν συνείδησή του ὁ Λουκᾶς, ζήτησε τὴν βοήθεια τοῦ κυρίου του ἀπὸ τὴν Ζαγορά, ὁ ὁποῖος καὶ προσπάθησε νὰ τὸν ἀπελευθερώσει µὲ τὴν ἐπέµβαση τῆς Ῥωσικῆς Πρεσβείας. Ἀλλ΄ ἡ Ῥωσικὴ Πρεσβεία, γιὰ ν΄ ἀποφύγει τυχὸν ἀνωµαλίες, εἶπε ὅτι θὰ δεχόταν τὸν Λουκᾶ µόνο ἂν αὐτὸς διέφευγε ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Τούρκου ἀφέντη του. Πράγµατι µετὰ ἀπὸ λίγες ἡµέρες ὁ Λουκᾶς κατόρθωσε καὶ ἀπέδρασε ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀφέντη του καὶ ἀφοῦ ἐπιβιβάστηκε σὲ πλοῖο πῆγε στὴν Σµύρνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Θήρα. Ἐκεῖ µὲ τὴν συµβουλὴ ἑνὸς πνευµατικοῦ ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου παρέµεινε ἀρκετά. Ἀφοῦ γύρισε διάφορες Σκῆτες καὶ Μονές, τελικὰ ἐκάρη µοναχὸς στὴν Μονὴ Σταυρονικήτα. Τὸν κατέλαβε ὅµως ὁ πόθος τοῦ µαρτυρίου καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Μυτιλήνη κατὰ τὸν Μάρτιο τοῦ 1802. Λόγῳ κάποιου γεγονότος, ἡ Μυτιλήνη ἐκείνη τὴν ἐποχὴ βρισκόταν σὲ µεγάλη ἀναταραχή. Ὁ Λουκᾶς, µὲ τὶς εὐχὲς τῶν Πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, παρουσιάστηκε στὸν κριτὴ τῆς πόλης καὶ ὁµολόγησε µὲ θάρρος τὸν Χριστό. Παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τοὺς φοβερισµοὺς τῶν Τούρκων, ὁ Θρακιώτης µάρτυρας παρέµεινε ἀµετακίνητος στὴν πίστη καὶ τὴν ἀπόφασή του νὰ µαρτυρήσει. Ὁδηγούµενος πρὸς τὸν ναζήρη, στὸν δρόµο ποὺ τὸν πήγαιναν στὸ κριτήριο, συνάντησε τὸν Μητροπολίτη Μυτιλήνης, ἔσκυψε τοῦ φίλησε τὸ χέρι καὶ ζήτησε τὶς προσευχές του. Γιὰ τὴν ἐνέργεια τοῦ αὐτή, οἱ συνοδοὶ Τοῦρκοι τὸν ἔδειραν ἀνελέητα. Μπροστὰ στὸν ναζήρη, ὁ Λουκᾶς µὲ εὐτολµία κήρυξε τὸν Χριστὸ καὶ κατηγόρησε τὴν µουσουλµανικὴ θρησκεία. Μετὰ ἀπὸ τριήµερη προθεσµία, ποὺ ἐξέπνευσε χωρὶς ἀποτέλεσµα γιὰ τοὺς Τούρκους, ὁ ναζήρης ἐξέδωσε καταδικαστικὴ ἀπόφαση. Ἔτσι στὶς 23 Μαρτίου 1802 ὁ Λουκᾶς ἀπαγχονίστηκε στὴν Μυτιλήνη καὶ ἔλαβε τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ µαρτυρίου. Τὸ Ἅγιο λείψανό του παρέµεινε γιὰ τρεῖς µέρες στὴν ἀγχόνη καὶ κατόπιν τὸ ἔριξαν στὴν θάλασσα. Οἱ Ὅσιοι Ῥῶσοι Πατέρες: Ἐφραίµ ὁ ἐν σπηλαίῳ, Θεοδόσιος ὁ τῆς ἐν Τοτίµῃ Μονῆς τοῦ Σωτῆρος δοµήτωρ καὶ ἀρχηγὸς καὶ νεοφανὴς θαυµατουργὸς καὶ Νίκων, ἡγούµενος τοῦ Σπηλαίου Ὁ Ὅσιος Παχώµιος (Ῥῶσος) Κτήτωρ Μονῆς Ἁγίας Τριάδος
|
Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη
|