16 Απριλίου
|
|
Οἱ Ἁγίες Ἀγάπη, Εἰρήνη καὶ Χιονία Ἦταν καὶ οἱ τρεῖς ἀδελφὲς καὶ πνευµατικὰ βλαστάρια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης. Οἱ ψυχὲς καὶ τῶν τριῶν παρθένων ἦταν στολισµένες µὲ πολλὰ χριστιανικὰ χαρίσµατα. Στὸ πρόσωπό τους ἔβρισκε πλήρη ἐφαρµογὴ ἡ προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιὰ τὶς γυναῖκες: «Μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσµεῖν ἐαυτούς». Νὰ στολίζουν, δηλαδή, τὸν ἑαυτό τους µὲ συστολὴ καὶ σωφροσύνη. Πράγµατι, οἱ τρεῖς ἀδελφὲς ὄχι µόνο ἔτσι στόλιζαν τὸν ἑαυτό τους ἀλλὰ καὶ µὲ ὅλα τὰ πνευµατικὰ µαργαριτάρια ποὺ λέγονται χριστιανικὲς ἀρετές. Ὅταν ἔγινε ὁ διωγµὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν ἐπὶ Μαξιµιανοῦ, οἱ τρεῖς ἀδελφὲς κατέφυγαν σὲ κάποιο ψηλὸ βουνό. Ἡ κρυψώνα τους, ὅµως, ἀνακαλύφθηκε. Συνελήφθησαν καὶ τὶς ἔφεραν µπροστὰ στὸν ἄρχοντα Δουλσήτιο. Αὐτὸς µὲ κάθε τρόπο προσπάθησε νὰ τὶς κάνει νὰ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Αὐτές, µὲ ὄπλα τὶς ἀρετὲς ποὺ εἶχαν, ὁµολογοῦσαν Χριστὸν Ἐσταυρωµένον. Τότε, ἡ Ἀγάπη καὶ ἡ Χιονία πέθαναν, ἀφοῦ τὶς ἔριξαν στὴν φωτιά, ἐνῷ ἡ Εἰρήνη βρῆκε µαρτυρικὸ τέλος ἀπὸ τὸ βέλος ποὺ τῆς ἔριξε ἕνας στρατιώτης. Οἱ Ἅγιοι Φῆλιξ ὁ ἐπίσκοπος, Ἰανουάριος ὁ πρεσβύτερος, Φορτουνάτος (ἢ Φουρτουνιανός) καὶ Σεπτεµῖνος Ὅλοι µαρτύρησαν κατὰ τὸν διωγµὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Ὁ Φήλιξ ἦταν ἐπίσκοπος σὲ κάποια πόλη τῆς Ἰταλίας καὶ ὁ Ἰανουάριος πρεσβύτερος τῆς ἐπισκοπῆς του καὶ στενὸς συνεργάτης του στὴν διδασκαλία καὶ τὶς κατακτήσεις τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ ἄλλοι δυὸ διακρίνονταν σὰν οἱ πιὸ ἔνθερµοι πιστοί, ἐργαζόµενοι καὶ αὐτοὶ γιὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ χρησιµοποιοῦνταν γιὰ τὴν ἁλιεία ψυχῶν ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ καὶ δραστήριο ἐπίσκοπό τους. Ὅµως, ὁ εἰδωλολάτρης ἄρχοντας ζήτησε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Φήλικα νὰ τοῦ παραδώσει τὰ ἱερὰ βιβλία τῆς ἐπισκοπῆς. Ὁ ἐπίσκοπος ἀρνήθηκε λέγοντάς του, ὅτι τὰ ἱερὰ βιβλία τῶν χριστιανῶν ἔχουν ὁρισθεῖ νὰ ὑπηρετοῦν στὴν πνευµατική τους ζωή. Ἀµέσως τότε τὸν φυλάκισαν. Ἐπειδὴ ὅµως καὶ µὲ τὸ µέσο αὐτὸ δὲν κατόρθωσαν τίποτα, τὸν ἐξόρισαν µαζὶ µὲ τὸν πρεσβύτερο Ἰανουάριο, τὸν Φορτουνάτο καὶ τὸν Σεπτεµίνο. Μετὰ ἀπὸ ἕνα περιπετειῶδες ταξίδι στὴν θάλασσα, τοὺς ἔφεραν στὴ Λυκαονία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ ἀκολούθησαν νέες ἀπειλὲς καὶ βάσανα, ἀλλ᾿ ἡ ἀφοσίωση τῶν Ἁγίων πρὸς τὸν Χριστὸ διατηρήθηκε ἡ ἴδια. Μετὰ ἀπὸ µερικοὺς µῆνες, θανατώθηκαν µὲ ἀποκεφαλισµό. (Ἡ µνήµη τους ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 30η Αὐγούστου). Ὁ Ἅγιος Λεωνίδης καὶ οἱ Ἁγίες Χαρίσσα (ἢ Χαρίεσσα), Νίκη, Γαλήνη, Καλλίδα (ἢ Καλλία), Νουνεχία, Βασίλισσα καὶ Θεοδώρα Ὁ Ἅγιος Λεωνίδης καὶ οἱ Ἁγίες αὐτὲς γυναῖκες, ἔζησαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Δεκίου (249-251) καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο. Συνελήφθησαν κατὰ τὶς ἡµέρες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στὴν Τροιζηνία τῆς Πελοποννήσου καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν ἡγεµόνα τῆς Κορίνθου Βενοῦστο. Οἱ Μάρτυρες ἔµειναν ἀµετακίνητοι στὴν πίστη τους καὶ ὁ ἡγεµόνας διέταξε νὰ ξεσχίσουν τὸν Λεωνίδη καὶ κατόπιν αὐτὸν µαζὶ µὲ ὅλες τὶς γυναῖκες νὰ τοὺς ῥίξουν στὴν θάλασσα. Στὸν δρόµο γιὰ τὸ µαρτύριο ὅλες µαζὶ ἔψαλλαν διάφορους ψαλµοὺς καὶ κατόπιν ἀφοῦ ὅλες τὶς ἔδεσαν µὲ πέτρες τὶς ἔριξαν στὴν θάλασσα, µαζὶ µὲ τὸν Λεωνίδη. Ἔτσι ἔλαβαν τὰ ἀµάραντα στεφάνια τοῦ µαρτυρίου, µία ἡµέρα πρὸ τοῦ Ἁγίου Πάσχα, δηλαδὴ τὸ Μεγάλο Σάββατο. Ἡ Ἁγία Εἰρήνη Ἡ Ἁγία αὐτὴ µαρτύρησε τὸν ἴδιο καιρὸ καὶ στὸν ἴδιο τόπο ποὺ µαρτύρησαν ὁ Ἅγιος Λεωνίδης καὶ οἱ µαζὶ µ᾿ αὐτὸν Ἁγίες Γυναῖκες. Ἡ Εἰρήνη προσπαθοῦσε γιὰ τὸν φωτισµὸ καὶ ἄλλων γυναικῶν, ἀλλὰ προδόθηκε στὸν ἄρχοντα, συνελήφθη καὶ φυλακίστηκε. Κατόπιν τῆς ἔκοψαν τὴν γλῶσσα καὶ τῆς ἔβγαλαν τὰ δόντια. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἐπέµενε στὴν πίστη, τελικὰ τὴν ἀποκεφάλισαν. Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Βουρλιώτης Γεννήθηκε στὰ Βοῦρλα τῆς Μ. Ἀσίας καὶ ἐργαζόταν στὴν Σµύρνη σὰν χαλκουργός. Ὅταν ἦταν 18 ἐτῶν καὶ κατὰ τὸ πρῶτο Σάββατο τῶν νηστειῶν, µὲ δόλο ἐξισλαµίστηκε ἀπὸ ἕνα καφεπώλη Τοῦρκο, ποὺ κατόπιν ἐργαζόταν µὲ µισθὸ στὸ µαγαζί του. Κατὰ τὴν ἡµέρα ὅµως τῆς Ἀναστάσεως ἄκουσε τοὺς συνοµηλίκους του νὰ ψάλλουν µὲ χαρὰ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Ὁ Μιχαήλ, συναισθάνθηκε τότε τὸ ἁµάρτηµα τῆς ἀποστασίας του, ἐγκατέλειψε τὸ καφενεῖο καὶ συνέψαλλε µαζὶ µ᾿ αὐτοὺς τοὺς ὕµνους τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Τὴν ἑποµένη, ὅταν ὁδηγήθηκε µπροστὰ στὸν κριτή, τοῦ εἶπε: «Ὅταν ἕνας γελαστεῖ καὶ δώσει χρυσάφι καὶ πάρει µολύβι, νόµιµο εἶναι νὰ δώσει πίσω τὸ µολύβι καὶ νὰ πάρει τὸ χρυσάφι ποὺ ἔδωσε, διότι ἡ ἀλλαξιὰ δὲν ἔγινε δίκαια καὶ ἐν γνώσει ἀλλὰ µὲ ἀπάτη καὶ ἀγνωσία. Ἑποµένως, πᾶρε ἐσὺ τὸ µολύβι ποὺ µοῦ ἔδωσες, ἀντὶ χρυσάφι, δηλαδὴ τὴν δική σου θρησκεία καὶ παίρνω ἐγὼ πίσω τὸ χρυσάφι ποὺ σοῦ ἔδωσα, δηλαδὴ τῶν γονιῶν µου τὴν πίστη». Οἱ κριτὲς θαύµασαν ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ νέου καὶ προσπαθοῦσαν µὲ διάφορες κολακεῖες νὰ µεταστρέψουν τὴν γνώµη του. Ὁ νεοµάρτυρας ὅµως ἐπέµενε καὶ ἔτσι τὸν ἔκλεισαν στὴν φυλακή. Μετὰ δυὸ µέρες τὸν ξαναέβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν ῥώτησαν ἂν καὶ πάλι ἐπιµένει στὴν χριστιανική του πίστη. Ὁ Μιχαὴλ µὲ θάρρος ἀπάντησε καταφατικὰ καὶ ἔτσι καταδικάστηκε σὲ θάνατο. Ἀποκεφαλίστηκε τὸ 1772 καὶ τὸ ἱερό του λείψανο ῥίχτηκε στὴν θάλασσα. Τὸ περισυνέλεξαν ὅµως κάποιοι χριστιανοὶ βαφεῖς καὶ τὸ ἔθαψαν µὲ τιµὲς στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς στὴν Σµύρνη. Ὁ Ὁσιοµάρτυς Χριστοφόρος Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη τῆς ἀνατολικῆς Θράκης καὶ κατὰ κόσµον ὀνοµαζόταν Χριστόδουλος. Ὅταν ἦταν νέος, µε δόλιο τρόπο ἐξισλαµίστηκε ἀπὸ ἕνα ἐξωµότη Ἀρµένιο. Συναισθάνθηκε ὅµως τὸ σφάλµα του, µετανόησε καὶ ἐξοµολογήθηκε. Σὲ ἡλικία 19 χρονῶν ἦλθε στὴν Μονὴ Διονυσίου, ὅπου γιὰ τέσσερα χρόνια ἔζησε µὲ ὑποταγὴ καὶ κατάνυξη. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ γέροντά του, ἐπέστρεψε στὴν Ἀδριανούπολη, ὅπου µπροστὰ στὸν κριτὴ ἀποκήρυξε τὸν Μωαµεθανισµὸ καὶ ὁµολόγησε µὲ θάρρος τὴν χριστιανική του πίστη. Ἔτσι στὶς 16 Ἀπριλίου 1818, ἡµέρα Τρίτη Διακαινησίµου καὶ ὥρα 08:00 ἀποκεφαλίστηκε ψάλλοντας τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Οἱ Ἅγιοι ὁµολογητὲς Ἀγάθων, Εὐτυχία, Κασία καὶ Φιλίππα οἱ ἐν Θεσσαλονίκῃ (+304) Ὅλοι ὁµολόγησαν εὐθαρσῶς τὴν πίστη τους µπροστὰ στὸν ἀστυνόµο Θεσσαλονίκης τὸ 304 καὶ κλείστηκαν στὴν φυλακή. Ἄλλα στοιχεῖα τους δὲν βρίσκουµε. Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἡ πριγκίπισσα Ῥωσίδα (+ 1378).
|
Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη
|