25 Ιουνίου
|
|
Ἡ Ἁγία Φεβρωνία. Ἐκθαµβωτικὴ ἦταν ἡ σωµατική της ὀµορφιά. Ἀλλὰ ἀκόµα περισσότερο ἔλαµπε ἡ ψυχή της, ἀνάµεσα στὶς µοναχὲς τοῦ µοναστηριοῦ τῆς Μεσοποταµίας (στὴν πόλη τῆς Νισίβεως, ποὺ λέγεται Ἀντιόχεια τῆς Μυγδονίας καὶ βρισκόταν στὰ σύνορα τοῦ Βυζαντινοῦ καὶ Περσικοῦ κράτους). Ἀπὸ 17 χρονῶν ἡ Φεβρωνία πῆγε στὸ µοναστήρι, ὅπου ἡγουµένη ἦταν ἡ θεία της, Βρυένη. Γρήγορα προσαρµόστηκε στοὺς κανόνες τῆς νέας ζωῆς, καὶ µάλιστα πάντα ἔβρισκε χρόνο νὰ µελετᾷ καὶ νὰ καλλιεργεῖ τὸ πνεῦµα της. Ἡ ζωή της ἦταν ἥσυχη. Ὅµως, κάποια µέρα ταράχθηκαν τὰ γαλήνια «νερά» τῆς ἡσυχίας της. Ἕνα σῶµα στρατιωτῶν ποὺ ἐξεδίωκε χριστιανούς, πέρασε ἀπὸ τὴν µονὴ τῆς Φεβρωνίας. Οἱ ἄλλες µοναχὲς πρόλαβαν καὶ ἔφυγαν µακριά. Ἡ Φεβρωνία, ἐπειδὴ ἦταν ἄρρωστη, δὲν µπόρεσε νὰ µετακινηθεῖ. Μαζί της ἔµειναν ἡ ἡγουµένη Βρυένη καὶ ἡ ἀδελφὴ Θωµαΐς. Οἱ στρατιῶτες, µόλις ἄντικρυσαν τὴν Φεβρωνία, ἔµειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴν ὀµορφιά της. Ἄφησαν, λοιπόν, τρεῖς ἄνδρες νὰ τὴν φρουροῦν καὶ οἱ ὑπόλοιποι γύρισαν καὶ τὸ ἀνέφεραν στὸν ἀρχηγό τους, Σελῆνο (288 µ.Χ.). Αὐτὸς ἀµέσως διέταξε καὶ τὴν ἔφεραν µπροστά του καὶ µὲ κάθε τρόπο τὴν πίεσε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Πρότεινε στὴ Φεβρωνία νὰ τὴν δώσει σύζυγο στὸν ἀνεψιό του Λυσίµαχο, ποὺ κοντά του θὰ γνώριζε µεγάλη δόξα. Ἡ Φεβρωνία, ὅµως, προτίµησε νὰ γίνει «τῆς µελλούσης ἀποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός». Προτίµησε, δηλαδή, νὰ εἶναι συµµέτοχος τῆς δόξας ποὺ θὰ ἀποκαλυφθεῖ κατὰ τὴν δευτέρα παρουσία καὶ µὲ περίσσιο θάρρος περιφρόνησε τὶς προτάσεις τοῦ Σελήνου, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τὴν βασάνισε, τελικὰ τὴν σκότωσε µὲ ξίφος. Οἱ Ἅγιοι Ὀρέντιος, Φαρνάκιος, Ἐρώτας, Φίρµος, Φιρµῖνος, Κυριακός, καὶ Λογγῖνος. Καὶ τὰ ἑπτὰ ἀδέλφια, ξακουστὰ γιὰ τὴν ἀνδρεία τους, ὑπηρετοῦσαν στρατιῶτες στὴ Θρᾴκη, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ. Σὲ κάποια µάχη µὲ τοὺς Σκύθες, ὁ Ὀρέντιος κατόθρωσε νὰ σκοτώσει τὸν σκληρὸ καὶ γενναῖο ἀρχηγό τους, Μαραρῶν. Γιὰ τὸ κατόρθωµά του αὐτὸ τιµήθηκε, ἀλλὰ συγχρόνως προσκλήθηκε νὰ συµµετάσχει στὶς θυσίες πρὸς τὰ εἴδωλα, ποὺ θὰ προσφέρονταν γιὰ τὴν νίκη του. Ὁ χριστιανὸς ἥρωας ἀρνήθηκε ῥητά, καὶ διακήρυξε ὅτι αὐτὸς ἕνα Θεὸ ἀληθινὸ ἀναγνωρίζει καὶ λατρεύει, τὸν Θεὸ τῶν χριστιανῶν. Βέβαια δὲν τὸν τιµώρησαν ἀµέσως, χάρη τοῦ ἀνδραγαθήµατός του. Ἀλλὰ µαζὶ µὲ τὰ ἕξι ἀδέλφια του, τοὺς ἔστειλαν δυσµενῆ µετάθεση στὴν Ἀρµενία. Ἐκεῖ µετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο, ὑποβλήθηκαν σὲ ἀνάκριση. Καὶ οἱ ἑπτὰ µ᾿ ἕνα στόµα δήλωσαν, ὅτι µέχρι τὴν τελευταία τους πνοὴ θὰ µείνουν πιστοὶ στὸν ἀρχηγὸ τῆς σωτηρίας τους, καὶ κριτή τους κατὰ τὴν ἡµέρα τῆς παγκόσµιας ἀνάστασης καὶ ἀνταπόδοσης. Μετὰ τὴν δήλωσή τους αὐτή, καταδικάστηκαν σὲ ἐξορία µακρινῶν καὶ σκληρῶν τόπων. Καὶ οἱ ἑπτὰ πέθαναν ὁ ἕνας µετὰ τὸν ἄλλο ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὶς ταλαιπωρίες, ἀλλὰ χωρὶς κανένα γογγυσµό. Ἡ Ἀνάµνηση τῆς σωτηρίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως πρεσβείαις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Βλέπε καὶ 15 Αὐγούστου. Οἱ Ἅγιες Λεωνίδα, Λιβύη καὶ Εὐτροπία οἱ Ὁσιοµάρτυρες. Μαρτύρησαν, ἡ µὲν πρώτη διὰ πυρός, οἱ δὲ δυὸ ἄλλες διὰ ξίφους. Ὁ Ὅσιος Μαρτύριος ὁ ἐπίσκοπος. Ἄγνωστο ποιᾶς ἐπισκοπῆς ἦταν ἐπίσκοπος. Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυµιτικὸ Κανονάριο (σ. 96). Ὁ Ὅσιος Σίµων. Ἔργα τοῦ ἀσκητῆ αὐτοῦ, γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη, βρίσκονται στὸν Εὐεργετινό. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὁ Ὅσιος Διονύσιος κτήτορας τῆς Μονῆς Τιµίου Προδρόµου Ἁγίου Ὄρους. Ὁ Ὅσιος Διονύσιος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κορησσὸ τῆς Καστοριᾶς, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς γεωργούς. Σὲ νεαρὴ ἡλικία πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, κοντὰ στὸν ἀδελφό του Θεοδόσιο. Ὁ Διονύσιος, µὲ δάσκαλο τὸν ἴδιο του τὸν ἀδελφό, ἔµαθε νὰ µελετᾷ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ γρήγορα διακρίθηκε γιὰ τὸ ταπεινό του φρόνηµα καὶ γιὰ τὸν φιλάνθρωπο χαρακτῆρα του. Μετὰ λίγα χρόνια, ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Κοµνηνοῦ τοῦ Γ´ (1350-1390) ὁ Θεοδόσιος ἔγινε Μητροπολίτης στὴν Τραπεζοῦντα. Ὁ Ὅσιος Δοµέτιος. Αὐτὸς ἦταν φίλος καὶ συνασκητὴς τοῦ Ὁσίου Διονυσίου, κτήτορα τῆς Μονῆς Τιµίου Προδρόµου, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔκανε καὶ ἡγούµενός της. Ὁ Ὅσιος Δοµέτιος ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὁ Ἅγιος Προκόπιος ποὺ µαρτύρησε στὴ Σµύρνη. Ὁ νεοµάρτυρας Προκόπιος, καταγόταν ἀπὸ χωριὸ ποὺ ἦταν κοντὰ στὴ Βάρνα, καὶ ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Σὲ ἡλικία 20 χρονῶν, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ µόνασε στὴ Σκήτη τοῦ Τιµίου Προδρόµου, ὑποτακτικὸς στὸν γέροντα Διονύσιο. Σὰν µοναχὸς διακρίθηκε γιὰ τὶς µοναχικές του ἀρετές. Ἀργότερα, ἐγκατέλειψε τὴν µοναχικὴ ζωή, ἔφθασε στὴ Σµύρνη καὶ βρισκόµενος σὲ ἀπόγνωση, ἐξισλαµίστηκε. Κατόπιν ὅµως, οἱ τύψεις συνειδήσεως ποὺ εἶχε γιὰ τὸ βαρὺ ὀλίσθηµά του, τὸν ἔφεραν µὲ δάκρυα µετανοίας σὲ κάποιο πνευµατικό, στὸν ὁποῖο ἐξοµολογήθηκε καὶ πῆρε τὶς ἀνάλογες συµβουλὲς παρηγοριᾶς. Κατόπιν προσευχήθηκε µπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸν κριτὴ τῆς πόλης. Μόλις ἔφτασε µπροστὰ στὸν κριτή, πέταξε τὸ τούρκικο σαρίκι ποὺ φοροῦσε στὸ κεφάλι του καὶ φόρεσε τὸν µοναχικὸ σκοῦφο. Ἔπειτα ἤλεγξε µὲ τόλµη τὴν µουσουλµανικὴ θρησκεία καὶ ὁµολόγησε µὲ θάῤῥος τὸν Χριστό. Οἱ Τοῦρκοι, ὅταν εἶδαν τὸ ἀµετάθετο τῆς γνώµης τοῦ µάρτυρα, τὸν ὁδήγησαν µὲ χλευασµοὺς στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης. Ἀλλ᾿ ὅταν διαπίστωσαν τὴν χαρὰ µὲ τὴν ὁποία πήγαινε στὸ µαρτύριο, οἱ δήµιοι φοβήθηκαν καὶ ἀρνήθηκαν νὰ τὸν ἐκτελέσουν. Τότε ἀνέλαβε καὶ τὸν ἀποκεφάλισε κάποιος ἀρνησίχριστος, ποὺ κλήθηκε ἐπὶ τούτου, στὶς 25 Ἰουνίου 1810, ἡµέρα Σάββατο. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἀπὸ τὴν Ἀττάλεια. Ὁ Νεοµάρτυρας Γεώργιος γεννήθηκε στὰ µέρη τῆς Ἀττάλειας ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς. Νήπιο ἀκόµα, ὁ Γεώργιος, ἁρπάχτηκε ἀπὸ τὸν Ἀγὰ Προύσαλη, κατὰ τὶς συνηθισµένες ἁρπαγὲς χριστιανόπουλων ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἐξισλαµίστηκε καὶ ὀνοµάστηκε Μεχµέτ. Ὅταν ἦλθε σὲ ἡλικία γάµου, παντρεύτηκε τὴν κόρη τοῦ Ἀγὰ αὐτοῦ. Μὲ τὴν προτροπὴ τῶν θεοσεβῶν γονέων, µία χριστιανὴ ὑπηρέτρια τοῦ Γεωργίου, ὀνοµαζόµενη Μαρία, ἀποκάλυψε σ᾿ αὐτὸν γιὰ τὴν καταγωγή του καὶ τὸν τρόπο τοῦ ἐξισλαµισµοῦ του. Μὲ τὴν πρόφαση ὅτι θὰ πήγαινε γιὰ προσκύνηµα στὴ Μέκκα, ὁ Γεώργιος µαζὶ µὲ τὴν Μαρία, ἦλθε στοὺς Ἁγίους Τόπους, ὅπου παρέµεινε γιὰ δυὸ χρόνια. Κατόπιν ἔφτασε στὴν πόλη Κρήνη τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου παντρεύτηκε τὴν Ἑλένη Μαυρογιάννη. Ἐπιζητῶντας τὸ µαρτύριο ὁ Γεώργιος, πῆγε στὸ Διοικητήριο καὶ βοήθησε νὰ κατέβει ἀπὸ τὸ ἄλογο, ὁ διερχόµενος ἀπὸ τὴν Κρήνη, πρώην πενθερός του, στὸν ὁποῖο µετὰ ἀπὸ λίγο ὁµολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Τότε οἱ Τοῦρκοι τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου τὸν ἔδειραν σκληρὰ καὶ ἔβαλαν στὰ πόδια του φάλαγγα καὶ στὴ συνέχεια πυρακτωµένο χάλκινο σκεῦος στὸ κεφάλι του. Τελικὰ στὶς 25 Ἰουνίου 1823, τὸν κρέµασαν στὸν τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ τοῦ ἐπισήµου Παντελάκη Φαρµάκη καὶ τὸν ἀπαγχόνισαν. Μνήµη τῶν ἁγίων καὶ θαυµατουργῶν δουκῶν Μουρόµης Πέτρου καὶ Φεβρωνίας τῶν διὰ τοῦ Ἀγγελικοῦ σχήµατος µετονοµασθέντων Δαβὶδ καὶ Εὐφροσύνης τῶν Ῥώσων Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος µάρτυρας (+ 1419). Ὁ Ὅσιος Μεθόδιος Νίθρητος Καινουργίου, τοῦ ἐν Γορτύνῃ.
|
Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη
|
26 Ἰουνίου
|
|
Ἡ Ἁγία Φεβρωνία.
Ἐκθαµβωτικὴ ἦταν ἡ σωµατική της ὀµορφιά. Ἀλλὰ ἀκόµα περισσότερο ἔλαµπε ἡ ψυχή της, ἀνάµεσα στὶς µοναχὲς τοῦ µοναστηριοῦ τῆς Μεσοποταµίας (στὴν πόλη τῆς Νισίβεως, ποὺ λέγεται Ἀντιόχεια τῆς Μυγδονίας καὶ βρισκόταν στὰ σύνορα τοῦ Βυζαντινοῦ καὶ Περσικοῦ κράτους). Ἀπὸ 17 χρονῶν ἡ Φεβρωνία πῆγε στὸ µοναστήρι, ὅπου ἡγουµένη ἦταν ἡ θεία της, Βρυένη. Γρήγορα προσαρµόστηκε στοὺς κανόνες τῆς νέας ζωῆς, καὶ µάλιστα πάντα ἔβρισκε χρόνο νὰ µελετᾷ καὶ νὰ καλλιεργεῖ τὸ πνεῦµα της. Ἡ ζωή της ἦταν ἥσυχη. Ὅµως, κάποια µέρα ταράχθηκαν τὰ γαλήνια «νερά» τῆς ἡσυχίας της. Ἕνα σῶµα στρατιωτῶν ποὺ ἐξεδίωκε χριστιανούς, πέρασε ἀπὸ τὴν µονὴ τῆς Φεβρωνίας. Οἱ ἄλλες µοναχὲς πρόλαβαν καὶ ἔφυγαν µακριά. Ἡ Φεβρωνία, ἐπειδὴ ἦταν ἄρρωστη, δὲν µπόρεσε νὰ µετακινηθεῖ. Μαζί της ἔµειναν ἡ ἡγουµένη Βρυένη καὶ ἡ ἀδελφὴ Θωµαΐς. Οἱ στρατιῶτες, µόλις ἄντικρυσαν τὴν Φεβρωνία, ἔµειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴν ὀµορφιά της. Ἄφησαν, λοιπόν, τρεῖς ἄνδρες νὰ τὴν φρουροῦν καὶ οἱ ὑπόλοιποι γύρισαν καὶ τὸ ἀνέφεραν στὸν ἀρχηγό τους, Σελῆνο (288 µ.Χ.). Αὐτὸς ἀµέσως διέταξε καὶ τὴν ἔφεραν µπροστά του καὶ µὲ κάθε τρόπο τὴν πίεσε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Πρότεινε στὴ Φεβρωνία νὰ τὴν δώσει σύζυγο στὸν ἀνεψιό του Λυσίµαχο, ποὺ κοντά του θὰ γνώριζε µεγάλη δόξα. Ἡ Φεβρωνία, ὅµως, προτίµησε νὰ γίνει «τῆς µελλούσης ἀποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός». Προτίµησε, δηλαδή, νὰ εἶναι συµµέτοχος τῆς δόξας ποὺ θὰ ἀποκαλυφθεῖ κατὰ τὴν δευτέρα παρουσία καὶ µὲ περίσσιο θάρρος περιφρόνησε τὶς προτάσεις τοῦ Σελήνου, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τὴν βασάνισε, τελικὰ τὴν σκότωσε µὲ ξίφος. Οἱ Ἅγιοι Ὀρέντιος, Φαρνάκιος, Ἐρώτας, Φίρµος, Φιρµῖνος, Κυριακός, καὶ Λογγῖνος. Καὶ τὰ ἑπτὰ ἀδέλφια, ξακουστὰ γιὰ τὴν ἀνδρεία τους, ὑπηρετοῦσαν στρατιῶτες στὴ Θρᾴκη, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ. Σὲ κάποια µάχη µὲ τοὺς Σκύθες, ὁ Ὀρέντιος κατόθρωσε νὰ σκοτώσει τὸν σκληρὸ καὶ γενναῖο ἀρχηγό τους, Μαραρῶν. Γιὰ τὸ κατόρθωµά του αὐτὸ τιµήθηκε, ἀλλὰ συγχρόνως προσκλήθηκε νὰ συµµετάσχει στὶς θυσίες πρὸς τὰ εἴδωλα, ποὺ θὰ προσφέρονταν γιὰ τὴν νίκη του. Ὁ χριστιανὸς ἥρωας ἀρνήθηκε ῥητά, καὶ διακήρυξε ὅτι αὐτὸς ἕνα Θεὸ ἀληθινὸ ἀναγνωρίζει καὶ λατρεύει, τὸν Θεὸ τῶν χριστιανῶν. Βέβαια δὲν τὸν τιµώρησαν ἀµέσως, χάρη τοῦ ἀνδραγαθήµατός του. Ἀλλὰ µαζὶ µὲ τὰ ἕξι ἀδέλφια του, τοὺς ἔστειλαν δυσµενῆ µετάθεση στὴν Ἀρµενία. Ἐκεῖ µετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο, ὑποβλήθηκαν σὲ ἀνάκριση. Καὶ οἱ ἑπτὰ µ᾿ ἕνα στόµα δήλωσαν, ὅτι µέχρι τὴν τελευταία τους πνοὴ θὰ µείνουν πιστοὶ στὸν ἀρχηγὸ τῆς σωτηρίας τους, καὶ κριτή τους κατὰ τὴν ἡµέρα τῆς παγκόσµιας ἀνάστασης καὶ ἀνταπόδοσης. Μετὰ τὴν δήλωσή τους αὐτή, καταδικάστηκαν σὲ ἐξορία µακρινῶν καὶ σκληρῶν τόπων. Καὶ οἱ ἑπτὰ πέθαναν ὁ ἕνας µετὰ τὸν ἄλλο ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὶς ταλαιπωρίες, ἀλλὰ χωρὶς κανένα γογγυσµό. Ἡ Ἀνάµνηση τῆς σωτηρίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως πρεσβείαις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Βλέπε καὶ 15 Αὐγούστου. Οἱ Ἅγιες Λεωνίδα, Λιβύη καὶ Εὐτροπία οἱ Ὁσιοµάρτυρες. Μαρτύρησαν, ἡ µὲν πρώτη διὰ πυρός, οἱ δὲ δυὸ ἄλλες διὰ ξίφους. Ὁ Ὅσιος Μαρτύριος ὁ ἐπίσκοπος. Ἄγνωστο ποιᾶς ἐπισκοπῆς ἦταν ἐπίσκοπος. Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυµιτικὸ Κανονάριο (σ. 96). Ὁ Ὅσιος Σίµων. Ἔργα τοῦ ἀσκητῆ αὐτοῦ, γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη, βρίσκονται στὸν Εὐεργετινό. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὁ Ὅσιος Διονύσιος κτήτορας τῆς Μονῆς Τιµίου Προδρόµου Ἁγίου Ὄρους. Ὁ Ὅσιος Διονύσιος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κορησσὸ τῆς Καστοριᾶς, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς γεωργούς. Σὲ νεαρὴ ἡλικία πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, κοντὰ στὸν ἀδελφό του Θεοδόσιο. Ὁ Διονύσιος, µὲ δάσκαλο τὸν ἴδιο του τὸν ἀδελφό, ἔµαθε νὰ µελετᾷ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ γρήγορα διακρίθηκε γιὰ τὸ ταπεινό του φρόνηµα καὶ γιὰ τὸν φιλάνθρωπο χαρακτῆρα του. Μετὰ λίγα χρόνια, ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Κοµνηνοῦ τοῦ Γ´ (1350-1390) ὁ Θεοδόσιος ἔγινε Μητροπολίτης στὴν Τραπεζοῦντα. Ὁ Ὅσιος Δοµέτιος. Αὐτὸς ἦταν φίλος καὶ συνασκητὴς τοῦ Ὁσίου Διονυσίου, κτήτορα τῆς Μονῆς Τιµίου Προδρόµου, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔκανε καὶ ἡγούµενός της. Ὁ Ὅσιος Δοµέτιος ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὁ Ἅγιος Προκόπιος ποὺ µαρτύρησε στὴ Σµύρνη. Ὁ νεοµάρτυρας Προκόπιος, καταγόταν ἀπὸ χωριὸ ποὺ ἦταν κοντὰ στὴ Βάρνα, καὶ ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Σὲ ἡλικία 20 χρονῶν, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ µόνασε στὴ Σκήτη τοῦ Τιµίου Προδρόµου, ὑποτακτικὸς στὸν γέροντα Διονύσιο. Σὰν µοναχὸς διακρίθηκε γιὰ τὶς µοναχικές του ἀρετές. Ἀργότερα, ἐγκατέλειψε τὴν µοναχικὴ ζωή, ἔφθασε στὴ Σµύρνη καὶ βρισκόµενος σὲ ἀπόγνωση, ἐξισλαµίστηκε. Κατόπιν ὅµως, οἱ τύψεις συνειδήσεως ποὺ εἶχε γιὰ τὸ βαρὺ ὀλίσθηµά του, τὸν ἔφεραν µὲ δάκρυα µετανοίας σὲ κάποιο πνευµατικό, στὸν ὁποῖο ἐξοµολογήθηκε καὶ πῆρε τὶς ἀνάλογες συµβουλὲς παρηγοριᾶς. Κατόπιν προσευχήθηκε µπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸν κριτὴ τῆς πόλης. Μόλις ἔφτασε µπροστὰ στὸν κριτή, πέταξε τὸ τούρκικο σαρίκι ποὺ φοροῦσε στὸ κεφάλι του καὶ φόρεσε τὸν µοναχικὸ σκοῦφο. Ἔπειτα ἤλεγξε µὲ τόλµη τὴν µουσουλµανικὴ θρησκεία καὶ ὁµολόγησε µὲ θάῤῥος τὸν Χριστό. Οἱ Τοῦρκοι, ὅταν εἶδαν τὸ ἀµετάθετο τῆς γνώµης τοῦ µάρτυρα, τὸν ὁδήγησαν µὲ χλευασµοὺς στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης. Ἀλλ᾿ ὅταν διαπίστωσαν τὴν χαρὰ µὲ τὴν ὁποία πήγαινε στὸ µαρτύριο, οἱ δήµιοι φοβήθηκαν καὶ ἀρνήθηκαν νὰ τὸν ἐκτελέσουν. Τότε ἀνέλαβε καὶ τὸν ἀποκεφάλισε κάποιος ἀρνησίχριστος, ποὺ κλήθηκε ἐπὶ τούτου, στὶς 25 Ἰουνίου 1810, ἡµέρα Σάββατο. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἀπὸ τὴν Ἀττάλεια. Ὁ Νεοµάρτυρας Γεώργιος γεννήθηκε στὰ µέρη τῆς Ἀττάλειας ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς. Νήπιο ἀκόµα, ὁ Γεώργιος, ἁρπάχτηκε ἀπὸ τὸν Ἀγὰ Προύσαλη, κατὰ τὶς συνηθισµένες ἁρπαγὲς χριστιανόπουλων ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἐξισλαµίστηκε καὶ ὀνοµάστηκε Μεχµέτ. Ὅταν ἦλθε σὲ ἡλικία γάµου, παντρεύτηκε τὴν κόρη τοῦ Ἀγὰ αὐτοῦ. Μὲ τὴν προτροπὴ τῶν θεοσεβῶν γονέων, µία χριστιανὴ ὑπηρέτρια τοῦ Γεωργίου, ὀνοµαζόµενη Μαρία, ἀποκάλυψε σ᾿ αὐτὸν γιὰ τὴν καταγωγή του καὶ τὸν τρόπο τοῦ ἐξισλαµισµοῦ του. Μὲ τὴν πρόφαση ὅτι θὰ πήγαινε γιὰ προσκύνηµα στὴ Μέκκα, ὁ Γεώργιος µαζὶ µὲ τὴν Μαρία, ἦλθε στοὺς Ἁγίους Τόπους, ὅπου παρέµεινε γιὰ δυὸ χρόνια. Κατόπιν ἔφτασε στὴν πόλη Κρήνη τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου παντρεύτηκε τὴν Ἑλένη Μαυρογιάννη. Ἐπιζητῶντας τὸ µαρτύριο ὁ Γεώργιος, πῆγε στὸ Διοικητήριο καὶ βοήθησε νὰ κατέβει ἀπὸ τὸ ἄλογο, ὁ διερχόµενος ἀπὸ τὴν Κρήνη, πρώην πενθερός του, στὸν ὁποῖο µετὰ ἀπὸ λίγο ὁµολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Τότε οἱ Τοῦρκοι τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου τὸν ἔδειραν σκληρὰ καὶ ἔβαλαν στὰ πόδια του φάλαγγα καὶ στὴ συνέχεια πυρακτωµένο χάλκινο σκεῦος στὸ κεφάλι του. Τελικὰ στὶς 25 Ἰουνίου 1823, τὸν κρέµασαν στὸν τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ τοῦ ἐπισήµου Παντελάκη Φαρµάκη καὶ τὸν ἀπαγχόνισαν. Μνήµη τῶν ἁγίων καὶ θαυµατουργῶν δουκῶν Μουρόµης Πέτρου καὶ Φεβρωνίας τῶν διὰ τοῦ Ἀγγελικοῦ σχήµατος µετονοµασθέντων Δαβὶδ καὶ Εὐφροσύνης τῶν Ῥώσων Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος µάρτυρας (+ 1419). Ὁ Ὅσιος Μεθόδιος Νίθρητος Καινουργίου, τοῦ ἐν Γορτύνῃ. |
Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη
|