7 Αὐγούστου
|
|
Ὁ Ἅγιος Δοµέτιος ὁ Πέρσης καὶ οἱ δυὸ µαθητές του
Ὁ ὁσιοµάρτυρας Δοµέτιος ἦταν Πέρσης καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Διδάχθηκε τὴν χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ κάποιο χριστιανό, ποὺ ὀνοµαζόταν Ἄβαρος. Ὅταν τὸ ἔµαθαν αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ του, ἐξεγέρθηκαν ἐναντίον του καὶ ὁ Δοµέτιος ἀναγκάσθηκε νὰ τοὺς ἐγκαταλείψει. Κατέφυγε στὴν πόλη Νισίβη, στὰ βυζαντινὰ σύνορα, ὅπου κλείστηκε σὲ κάποια µονή. Ἀναχώρησε, ὅµως, κι ἀπὸ ἐκεῖ, γιὰ νὰ ἔλθει στὴ Θεοδοσιούπολη, στὴ µονὴ Σεργίου καὶ Βάκχου, ὅπου ὁ Δοµέτιος καλλιέργησε σὲ µεγάλο βαθµὸ τὶς ἀρετὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ προϊστάµενος τῆς µονῆς Οὖρβελ, βλέποντας τὴν πνευµατικὴ ἀνωτερότητα τοῦ Δοµετίου, θέλησε νὰ τὸν κάνει πρεσβύτερο. Ἀλλὰ ὁ ἀγῶνας τοῦ Δοµετίου δὲν ἦταν πῶς θὰ ἁρπάξει ἀξιώµατα, ἀλλὰ πῶς θὰ τὰ ἀποφύγει. Διότι ἔµαθε ἀπὸ τὸν Κύριό του Ἰησοῦ Χριστό, νὰ εἶναι «ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» ποὺ σηµαίνει, ταπεινὸς στὸ φρόνηµα καὶ τὴν ἐσωτερικὴ διάθεση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔφυγε στὰ ὄρη καὶ ζοῦσε µέσα σὲ µία σπηλιὰ µὲ δυὸ µαθητές του. Ὅταν κάποτε περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, διέταξε νὰ τὸν σκοτώσουν. Οἱ στρατιῶτες τοῦ Ἰουλιανοῦ βρῆκαν τὸ Δοµέτιο καὶ τοὺς µαθητές του νὰ ψάλλουν µέσα στὴ σπηλιά καὶ τοὺς φόνευσαν µὲ λιθοβολισµό. Ὁ Ἅγιος Ἀστέριος ὁσιοµάρτυρας καὶ θαυµατουργός Πότε καὶ ποῦ µαρτύρησε δὲν ἀναφέρουν οἱ Συναξαριστές. Στοὺς περισσότερους ἀπὸ τοὺς Κώδικες ἀναγράφεται ὡς «µάρτυς καὶ συγκλητικός, διὰ ξίφους τελειωθείς». Στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδηµου ἀναφέρεται ὡς «ὁσιοµάρτυς καὶ θαυµατουργός». Ὁ Ὅσιος Ὢρ Ὁ Ὅσιος αὐτὸς ἀσκήτευε στὸ ὄρος τῆς Νιτρίας. Στὴν ἀρχὴ καὶ γιὰ λίγα χρόνια ἔκανε ἐρηµίτης µὲ νηστεία, προσευχὴ καὶ µελέτη τοῦ θείου λόγου. Κατόπιν ὅµως τὸν ἀνακάλυψαν χριστιανοὶ ποὺ ἐπιζητοῦσαν πνευµατικὸ ὁδηγὸ καὶ ἀπὸ τότε ἡ φήµη τῆς ἁγιότητάς του ἁπλώθηκε παντοῦ. Χιλιάδες ἐπισκέπτες πήγαιναν κοντά του γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὴν διδασκαλία καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη του. Στὴ συνέχεια ὁ Ὅσιος Ὢρ ἀνέπτυξε ἀδελφότητες καὶ ἵδρυσε µοναστήρια, στὰ ὁποῖα µὲ πολὺ ζῆλο καλλιεργοῦνταν ἡ πνευµατικὴ καὶ ἡ σωµατικὴ ἐργασία. Ἐπίσης ὁ Ὅσιος εἶχε τὸ χάρισµα τοῦ λόγου καὶ ἤξερε πότε νὰ σιωπᾷ καὶ πότε νὰ µιλάει. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ 90 χρονῶν, διατηρώντας τὴν διαύγεια τοῦ µυαλοῦ του µέχρι τελευταίας του πνοῆς. Οἱ Ὅσιοι Μύριοι (10.000) ἀσκητὲς Θηβαῖοι Ἀπεβίωσαν εἰρηνικά. Ἡ Ὁσία Ποταµία ἡ Θαυµατουργός Μαρτύρησε διὰ ξίφους. Ὁ Ἅγιος Νάρκισσος ὁ Ἱεροµάρτυρας, Πατριάρχης Ἱεροσολύµων Ὁ Ὅσιος Ὑπερέχιος Ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς µοναχούς, ποὺ µαζὶ µὲ τὴν πίστη, κατεῖχαν καὶ τοὺς θησαυροὺς τῆς χριστιανικῆς φιλοσοφίας. Ἦταν ἥρεµος, γλυκὸς καὶ σπάνια τὸν πλησίαζε ἡ φλόγα τῆς ὀργῆς. Ἔλεγε δὲ συχνά: «ὁ µὴ κρατῶν γλώσσης αὐτοῦ ἐν καιρῷ ὀργῆς, οὐδὲ παθῶν κρατήσει ὁ τοιοῦτος». Ἀπεβίωσε εἰρηνικά, γεµάτος χάρη ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Ἅγιος Σῴζων ἀπὸ τὴν Νικοµήδεια Τὸν ἔριξαν στὴ φωτιὰ καὶ θαυµατουργικὰ µὲ τὴν θεία χάρη βγῆκε ἀβλαβής. Στὴ συνέχεια ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ νέος, ὁ ἰαµατικός Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς χριστιανοὺς τὸ 862. Ἀπὸ µικρὸς εἶχε θερµὴ πίστη καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Ἀφοῦ ἔδωσε ὅλη του τὴν περιουσία στοὺς φτωχούς, ἀποφάσισε ν᾿ ἀποσυρθεῖ στὸν ἡσυχαστικὸ βίο, λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἐκεῖ τὸν ἐνοχλοῦσαν πολλοὶ γνώριµοί του, κατέφυγε στὸ Ἄργος, ὅπου ἔστησε τὸ ἡσυχαστήριό του. Ἐκεῖ ἐπίσης ἔκτισε καὶ ναὸ στὸ ὄνοµα τοῦ Τιµίου Προδρόµου, ὅπου ἔτρεχαν πολλοὶ καὶ τὸν συµβουλεύονταν. Τὸν φθόνησαν ὅµως µερικοὶ ἱερεῖς, ποὺ νόµιζαν ὅτι ἐλάττωνε τὰ εἰσοδήµατά τους καὶ τὸν κατήγγειλαν στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἄργους, Ἅγιο Πέτρο (3 Μαΐου). Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὅµως Πέτρος, κατάλαβε τὴν ἀφιλοκερδία καὶ τὴν εὐσέβεια τοῦ Θεοδοσίου, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ τὸν ἐνισχύει συνεχῶς στὸ θεάρεστο ἔργο τῆς ἐλεηµοσύνης. Ἔτσι ὁ Θεοδόσιος ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ βαθιὰ γεράµατα καὶ στὴν κηδεία του θρήνησε ὅλος ὁ λαὸς καὶ ὁ κλῆρος τοῦ Ἄργους. Ὁ Ὅσιος Δοµέτιος ὁ σηµειοφόρος Ὁ Ὅσιος αὐτὸς ἦταν Ἁγιορείτης ἀσκητής, ποὺ ἀσκήτευε στὰ ὅρια τῆς Μονῆς Φιλόθεου, ἔκανε µάλιστα καὶ θαύµατα, καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Αὐτὸς εἶχε µαθητὴ τὸν ὁσιοµάρτυρα Δαµιανό. Ὁ Ὅσιος Νικάνωρ ὁ θαυµατουργός Ὁ Ὅσιος Νικάνωρ ἦταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἔζησε τὸν 14ο αἰῶνα. Οἱ γονεῖς του ὀνοµαζόταν Ἰωάννης καὶ Μαρία. Ἦταν πολὺ πλούσιοι ἀλλὰ καὶ πολὺ πνευµατικοὶ ἄνθρωποι. Ἀπέκτησαν µόνο ἕνα παιδί, ποὺ τὸ ὀνόµασαν Νικόλαο, καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ προσπάθησαν νὰ τὸ ἀναθρέψουν σύµφωνα µὲ τὰ διδάγµατα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλὰ ἐνῷ ὁ Νικόλαος ἦταν 20 χρονῶν, πεθαίνει ὁ πατέρας του καὶ µετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια καὶ ἡ µητέρα του. Τότε αὐτός, διαµοίρασε ὅλη του τὴν µεγάλη κληρονοµιὰ στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔγινε µοναχὸς µὲ τὸ ὄνοµα Νικάνωρ. Κατόπιν, µὲ τὴν ἐπιµονὴ τοῦ Ἀρχιερέως Θεσσαλονίκης, δέχτηκε νὰ γίνει καὶ ἱερέας. Στὸ ὄρος Βέρµιον Γρεβενῶν, ποὺ τὸ ἔλεγαν «τοῦ Καλλιστράτου», ὑπῆρχε Μονὴ ποὺ ἔκτισε ὁµώνυµος µοναχός. Ἐκεῖ λοιπὸν πῆγε καὶ ὁ Νικάνωρ γιὰ νὰ µονάσει, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ κατέβαινε καὶ ἐµψύχωνε τὸ λαὸ τῶν γύρω πόλεων καὶ χωριῶν, νὰ µένουν σταθεροὶ στὴν πίστη τους ἀκόµα καὶ µὲ θυσία τῆς ζωῆς τους. Κάποια νύκτα, ἐνῷ ὁ Νικάνωρ προσευχόταν, ἄκουσε φωνὴ νὰ τοῦ λέει νὰ πάει στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους καὶ ὅτι ἐκεῖ θὰ βρεῖ τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου. Πράγµατι τὴν ἑπόµενη ἡµέρα τὰ λεγόµενα τῆς φωνῆς ἐπαληθεύτηκαν καὶ ὁ Νικάνωρ στὸ σηµεῖο ἐκεῖνο ἔκτισε ἐκκλησία καὶ µοναστήρι στὸ ὄνοµα τῆς Μεταµόρφωσης τοῦ Κυρίου. Ἡ ἁγία ζωὴ τοῦ ὁσίου Νικάνορα, τερµάτισε τὴν 7η Αὐγούστου 1419 (κατ᾿ ἄλλους τὸ 1519). Τὸ σεβάσµιο λείψανό του τάφηκε στὸ παρεκκλῆσι τοῦ τιµίου Προδρόµου. Μνήµη βαρβαρικῆς ἐπιδροµῆς Ἡ ἐπιδροµὴ αὐτὴ τῶν Περσῶν δὲν ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδηµο, τὴν ἀναφέρουν ὅµως ἀρκετοὶ Κώδικες. Ἐδῶ παραθέτουµε ἀκριβῶς τὰ γραφόµενα στὸν Λαυρεωτικὸ Κώδικα 73: «Τῇ αὐτῇ ἡµέρᾳ (ζ´ Αὐγούστου) µνήµην ἐπιτελοῦµεν τῆς ὑπὲρ λόγον καὶ παρὰ πᾶσαν ἐλπίδα δωρηθείσης ἡµῖν τελείας βοηθείας παρὰ Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡµῶν κατὰ τῶν πανταχόθεν διά τε γῆς καὶ θαλάσσης κυκλωσάντων ἡµᾶς ἀθέων ἐχθρῶν, µεσιτευσάσης τὴν σωτηρίαν τῆς θεοφύλακτου ταύτης καὶ βασιλίδος πόλεως τῆς ἀσπόρως Αὐτὸν τεκούσης Παναγίας Ἀχράντου Δεσποίνης ἡµῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπάρθενου Μαρίας. Τοῦτο δὲ γέγονε κατὰ τοὺς χρόνους Ἡρακλείου τοῦ Βασιλέως, ὅτε Χοσρόης, ὁ τῶν Περσῶν βασιλεύς, Σάρβαρον τὸν αὐτοῦ στρατηλάτην µετὰ δυνάµεως βαρείας κατὰ τῆς θεοφύλακτου ταύτης πόλεως ἐξέπεµψεν, ὃς πᾶσαν τὴν Ἀνατολὴν λῃσάµενος τὸν ἐν Χαλκηδόνι πορθµὸν κατέλαβε, προσδοκῶν καὶ τὴν ἐν πόλεσι µεγίστην ἐλεεῖν. Ταῦτα ἰδὼν Ἡράκλειος διὰ τοῦ Εὐξείνου Πόντου τὴν Περσίδα κατέλαβε, πλείονα ἐν αὐτῇ ἐργασάµενος ἢ ὦν οἱ Πέρσαι τῆν Ῥωµαίων γῆν διερχόµενοι, τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ ἐνταῦθα καταλιπῶν µετὰ τοῦ Σεργίου Πατριάρχου καὶ Βώνου τοῦ θαυµασίου. Χαγάνος δὲ ὁ τῶν Ἀβάρων ἡγούµενος καὶ αὐτὸς µὲν τῶν ὁµόρων ἐθνῶν παραλαβὼν πλῆθος διὰ γῆς καὶ θαλάσσης καὶ αὐτὸς τὴν Κωνσταντινούπολιν προσέβαλεν, ὥστε ἐξ ἀνατολῶν δὲ τοὺς Σκύθας, καὶ αὐτὴν πάντοθεν περιληφθεῖσαν εἴτα τὰ ἑαυτῶν ποιοῦντες ἐλεεῖν ἤλπιζαν πόλιν τῷ σταυρῷ καὶ τοῖς πάθεσι Χριστοῦ σεµνυνοµένην καὶ τῇ Θεοτόκῳ ὑπ᾿ αὐτοῦ δῶρον δεδοµένην. Πᾶσαν οὖν ἐλέπολιν καὶ τειχοµαχίαν τὴν µὲν δρῶντες, τὴν δὲ µελετῶντες βαρβαρικώτεροι γενναίως ἦσαν ἀνθιστάµενοι. Βῶνος δὲ τούτους ἦν ὁ πρὸς µάχην διεγείρων καὶ πολὺς φόνος ἐξ ἑκατέρου µέρους ἐγένετο. Οὕτως οὖν τρὶς καὶ τετράκις συµβαλόντες καὶ τῇ τῆς Θεοτόκου συµµαχίᾳ ἄπρακτοι διαµείναντες εἰς θυµὸν διεγείρονται µέγιστον. Ὅθεν τοῦτο οἱ τὴν πόλιν οἰκοῦντες διαγνόντες, πρεσβείας πρὸς Χαγάνον στέλλουσι µετὰ χρηµάτων συχνῶς, εἰρηνικῶς γενέσθαι σπονδᾶς ἐξαιτούµενοι· ὁ δὲ φιλάργυρος τὴν γνώµην καὶ τὸν τρόπον ὢν, τὰ µὲν χρήµατα ἔλαβε, τοὺς δὲ πρέσβεις ἀπράκτους ἀπέστειλε, «αὔριον», φήσας, «τὴν πόλιν ὑµῶν ὡς νοσσιᾶν τῇ χειρί µου καταλήψοµαι καὶ πάντας µονοχίτωνας ἐξελθεῖν ἐάσω· πλέον γὰρ τούτου οὐ φιλανθρωπεύσοµαι πρὸς ὑµᾶς», πολλὰ πρότερον κατὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡµῶν καὶ τῆς Αὐτὸν τεκούσης βλασφηµήσας. Ταῦτα οἱ τὴν πόλιν οἰκοῦντες ἀκούσαντες καὶ ὅσον ἱερατικόν, ὅσον τε λαϊκὸν καὶ συγκλητικὸν εἰς τοὺς θείους ναοὺς ἐλιτάνευον, τὰς χεῖρας εἰς οὐρανοὺς αἴροντες καὶ «Κύριε ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου», λέγοντες, «ἔπιδε ἐπὶ τῷ µιαρῷ Χαγάνω καὶ ἐπὶ πᾶσι τοῖς ὑπ᾿ αὐτοῦ τολµωµένοις καὶ κατάβαλε αὐτόν, ὁ ὑπερασπιστὴς ἡµῶν, ὅπως µὴ εἴπῃ, ποῦ ἐστὶν ὁ Θεὸς αὐτῶν», καὶ οἱ µὲν ηὔχοντο κλαίοντες, οἱ δὲ διὰ τε γῆς καὶ θαλάσσης ἐν µιᾷ ἔγνων συρρηγνύειν τὸν πόλεµον, ὁ δὲ ὑπ᾿ αὐτῶν βλασφηµούµενος Κύριος, τῇ πρεσβείᾳ τῆς Αὐτὸν τεκούσης, ἀνέµους σφοδροὺς καὶ στροβίλους τῇ θαλάσσῃ ἐκπέµψας καὶ πᾶσαν διαταράξας, αὔτανδρα τὰ σκυθικὰ πλοῖα τῇ θαλάσσῃ παρέπεµψεν ἐνθεὶς δὲ καὶ τοῖς ἐν πόλει θάρσος, ὅσον τούτοις δέος κατὰ τῶν βλασφήµων ἐξέπεµψεν, εἰς τοὺς βαρβάρους δὲ τοσούτον φόνον εἰργάσαντο, ὅσον οὐδὲ ἀριθµῆσαι τις δύναται. Ταῦτα οὐδὲ τοὺς Πέρσας ἔλαβεν οὕτω πραχθέντα, οἳ χεῖρας – ὡς λόγος – ἐπὶ στόµατος θέντες ὑπέστρεψαν ἄπρακτοι· ὁ δὲ Ἱεράρχης καὶ ἅπαν τῆς Ἐκκλησίας τὸ πλήρωµα σὺν δάκρυσιν ἐπινίκια ᾖδον καὶ χαριστήρια. «Ἡ δεξιά Σου, Κύριε, δεδόξασται ἐν ἰσχύι ἡ δεξιά Σου χείρ, Κύριε, ἔθραυσεν ἐχθροὺς καὶ τῷ πλήθει τῆς δόξης σου συνέτριψας τοὺς ὑπεναντίους· πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσαν ἡµᾶς καὶ τῷ ὀνόµατί σου, Κύριε, ἠµυνάµεθα ταῦτα». Οὕτως ἡ Παναγία καὶ Ὑπεράµωµος Θεοτόκος, ἡ τῶν Χριστιανῶν ἀντίληψις, περὶ ἡµᾶς τὴν ἰσχὺν αὐτῆς ἀπεδείξατο καὶ τὴν µεγάλην καὶ παράδοξον σωτηρίαν ταύτην ἡµῖν ἐδωρήσατο. Διὰ ταῦτα τὴν παροῦσαν ἀνάµνησιν ἐτησίως πανηγυρίζοµεν ἐν τῷ σεβασµίῳ αὐτῆς οἴκῳ, τῷ ὄντι ἐν Βλαχέρναις». Ὁ Ἅγιος Βαρτάν, ὁ ἐξ Ἀρµενίας µάρτυρας Ἐγκαίνια ναοῦ τῆς Θεοτόκου «ἐν Γοργιαναῖς» Κατὰ τὸν Πατµιακὸ Κώδικα 266. Ὁ Ὅσιος Ποιµὴν ἐν τῷ σπηλαίῳ (+ 1110) ὁ Πολυπαθής (Ῥῶσος) Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Γεροντογιάννης Οἱ γονεῖς τοῦ ὁσίου, Ἐµµανουὴλ καὶ Ζαµπία, εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι ἄνθρωποι, ζοῦσαν στὶς Λίθινες, ὀνοµαστὸ χωριὸ τῆς Σητείας Κρήτης. Ὁ Ὅσιος γεννήθηκε τὸ 1799 στὰ ἐρειπωµένα κελλάκια τῆς Μονῆς Κάψα, ὅπου εἶχαν καταφύγει οἱ γονεῖς του, λόγω τουρκικῆς ἐπιδροµῆς. Ὁ Ἰωάννης Βιτσέντζος (ὅπως ἦταν τὸ κοσµικὸ ὄνοµα καὶ τὸ ἐπίθετο τοῦ ὁσίου) µέχρι νὰ µεγαλώσει βοηθοῦσε τὸν πατέρα του στὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες. Ζωηρὸς καὶ ἀτίθασος στὸν χαρακτῆρα. Λόγῳ ἀπαγόρευσης τῆς λειτουργίας σχολείων, δὲν ἔµαθε γράµµατα. Ἦταν ὅµως φιλοµαθὴς καὶ ἔξυπνος. Σὲ νεαρὴ ἡλικία παντρεύτηκε τὴν χωριανή του, Καλλιόπη, τῆς οἰκογένειας Γεροντήδων καὶ ἀπέκτησε τέσσερα παιδιά. Τρεῖς κόρες καὶ ἕνα γιό. Ἡ ἀγροτικὴ ζωὴ καὶ οἱ συχνοὶ διαπληκτισµοὶ µὲ τοὺς Τούρκους, τὸν ἀνάγκασαν νὰ µένει στὸ µετόχι ποὺ εἶχε στὴν τοποθεσία «Κατσαρόλι», κοντὰ στὶς Λίθινες. Αὐτὴ ἡ ἀποµόνωση ἀγρίεψε περισσότερο τὸν ἤδη δύστροπο χαρακτῆρα του. Ἔγινε εὐέξαπτος, σκληρός, ἐρειστικὸς καὶ ἀνελεήµων. Ἕνα ἀτύχηµα ὅµως, µὲ τὸν θάνατο τῆς µικρῆς του κόρης Εἰρήνης, ἡµέρα Κυριακή, ποὺ αὐτὸς εἶχε φύγει νὰ κάνει ἐµπόριο, ἄλλαξε ῥιζικὰ τὴν ζωή του. Καὶ κατόπιν σὰν µοναχὸς συµβούλευε: «Κι᾿ ἂν θὲς ζωὴν παντοτεινὴ νὰ δῇς εἰς βασιλείαν Κυριακᾶς καὶ ἑορτᾶς πράσσε (= σύχναζε) στὴν Ἐκκλησίαν». Μετὰ ἀπὸ διάφορες περιπέτειες, ἀφήνει τὴν οἰκογένειά του στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ γίνεται µοναχὸς στὴ Μονὴ τοῦ Κάψα, τὴν ὁποία ἀνακαινίζει καὶ ἀφιερώνεται ὁλόψυχα στὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ ἔζησε ἀρκετὰ χρόνια ζωὴ ἁγία, παρέδωσε ὁσιακὰ τὴν ψυχή του στὸν Θεὸ στὶς 8.00 τὸ πρωὶ τῆς 6ης Αὐγούστου 1874. Σύµφωνα µὲ παραδόσεις καὶ µαρτυρίες ντόπιων κατοίκων, ἀλλὰ καὶ ἄλλων, ἐπετέλεσε πολλὰ θαύµατα πρὸ καὶ µετὰ τὸν θάνατό του. Εἶναι τοπικὸς ἅγιος καὶ ἡ µνήµη του γιορτάζεται τὴν 7η Αὐγούστου. Ἡ ἀνακοµιδὴ τῶν λειψάνων του ἔγινε µὲ ἄδεια τοῦ οἰκείου Μητροπολίτη τὴν 7η Μαΐου 1982 καὶ ἡ µνήµη της γιορτάζεται τὴν Τρίτη πρὸς Τετάρτη τῆς Διακαινησίµου. Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου αὐτοῦ συνέγραψε ὁ µοναχὸς Γεράσιµος Μικραγιαννανίτης, τὴν ὁποία, µαζὶ µὲ τὸν βίο τοῦ ὁσίου, ἐξέδωσε ἡ Ἱερὰ Μονὴ Τιµίου Προδρόµου Κάψα Σητείας Κρήτης, τὸ 1993. |
Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη
|