17 Σεπτεμβρίου
|
|
Οἱ Ἁγίες Σοφία, Πίστη, Ἐλπίδα καὶ Ἀγάπη
Μαρτύρησαν στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ (117-138). Ἡ µητέρα Σοφία, τίµια καὶ θεοσεβὴς γυναῖκα, γρήγορα χήρεψε καὶ µὲ τὶς τρεῖς κόρες της ἦλθε στὴν Ῥώµη. Ἐκεῖ συνελήφθησαν, διότι καταγγέλθηκαν σὰν φηµισµένες χριστιανές. Ἀφοῦ ἀποµόνωσαν τὴν µητέρα, ἄρχισαν νὰ ἀνακρίνουν τὶς κόρες. Πρώτη παρουσιάστηκε στὸν Βασιλιὰ ἡ δωδεκάχρονη Πίστη. Τῆς πρότεινε νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστὸ καὶ θὰ τῆς χορηγοῦσε τὰ πάντα, γιὰ νὰ ζήσει εὐτυχισµένη ζωή. Τὰ λόγια της Ἁγίας Γραφῆς ἀποτέλεσαν δυναµικὴ ἀπάντηση τῆς Πίστης: «Ἐν πίστει ζῶ, τὴν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός µε καὶ παραδόντος Ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐµοῦ». Δηλαδή, ζῶ ἐµπνεόµενη ἀπὸ τὴν πίστη µου στὸ Χριστό, ποὺ µὲ ἀγάπησε καὶ ἔδωσε τὸν ἑαυτό Του γιὰ τὴν σωτηρία µου. Τότε, µετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια, τὴν ἀποκεφάλισαν. Ἐπίσης µὲ τὰ λόγια της Ἁγίας Γραφῆς, ἀπάντησε καὶ ἡ δεκάχρονη Ἐλπίδα, ὅταν τὴν ῥώτησαν ἂν ἀξίζει νὰ ὑποβληθεῖ σὲ τέτοια βασανιστήρια. Ναί, ἀξίζει, εἶπε, διότι «ἠλπίκαµεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὃς ἐστὶ σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, µάλιστα πιστῶν». Δηλαδή, ἔχουµε στηρίξει τὶς ἐλπίδες µας στὸν ζωντανὸ Θεό, ποὺ εἶναι σωτὴρ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καὶ πρὸ πάντων τῶν πιστῶν. Ἀµέσως τότε καὶ αὐτὴ ἀποκεφαλίστηκε. Ἀλλὰ δὲν ὑστέρησε σὲ ἀπάντηση καὶ ἡ ἐννιάχρονη Ἀγάπη. Εἶπε ὅτι ἡ ὕπαρξή της εἶναι στραµµένη «εἰς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὴν ὑποµονὴ τοῦ Χριστοῦ». Βέβαια, δὲν ἄργησαν νὰ ἀποκεφαλίσουν καὶ αὐτή. Ὁ δὲ Κύριος, µετὰ τρεῖς µέρες, παρέλαβε καὶ τὴν µητέρα τους. Ἡ Ἁγία Ἀγαθοκλεία Μὲ τὴν µεγάλη της ὑποµονὴ στὸ µαρτύριο, στόλισε καὶ αὐτὴ τοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισµοῦ. Ἂν καὶ ἀπὸ τὴ γέννησή της δούλα, ἔλαµψε διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐλεύθερη στὴν ψυχή. Ὁ κύριός της, ποὺ ὀνοµαζόταν Νικόλαος, εἶχε γίνει χριστιανὸς καὶ φερόταν πρὸς τὴν Ἀγαθοκλεία µὲ πολλὴ φιλανθρωπία καὶ ἀγαθότητα. Ἀλλ᾿ ἡ κυρία της, Παυλίνα, γυναῖκα σκληρόκαρδη, ἐπέµενε στὴν εἰδωλολατρία. Καὶ ὅπως ἦταν θυµώδης καὶ µέθυση, βασάνιζε πολλὲς φορὲς τὴν Ἀγαθοκλεία καὶ προσπαθοῦσε µὲ πεῖσµα νὰ τὴν ἐπαναφέρει στὴν θρησκεία τῶν εἰδώλων. Ἐπὶ ὀκτὼ χρόνια ἔτσι, ἡ ταλαίπωρη καὶ συγχρόνως µακάρια δούλα, ὑπέφερε καθηµερινὴ ζωὴ µαρτυρίου. Τὴν ἔβριζε, τὴν χτυποῦσε, κένταγε µὲ πιρούνια τὸ σῶµα της καὶ τὴν πλήγωνε µὲ ἀλύπητο µαστίγωµα. Καὶ ἐπειδὴ ὅλα αὐτὰ δὲν νικοῦσαν τὴν γνώµη τῆς εὐσεβέστατης χριστιανῆς, κάποια µέρα, ἄναψε φωτιὰ καὶ τὴν ἔσπρωξε µέσα σ᾿ αὐτή. Ἔτσι ἡ Ἀγαθοκλεία λυτρώθηκε ἀπὸ τὴν ἀσεβὴ καὶ κακοῦργο εἰδωλολάτρισσα κυρία της, καὶ ἀποδήµησε στὰ µακάρια καὶ ἐλεύθερα σκηνώµατα τῶν δικαίων. Οἱ Ἅγιοι Μάξιµος, Θεόδοτος καὶ Ἀσκληπιοδότη Μαρτύρησαν µὲ σκληρὸ τρόπο, ἐπειδὴ ὁµολόγησαν τὸν Χριστό. Στὴν ἀρχὴ τοὺς µαστίγωσαν, κατόπιν τοὺς ἔκοψαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, τοὺς φυλάκισαν καὶ στὸ τέλος τοὺς ἀποκεφάλισαν. (Καταγόταν ἀπὸ τὴν Μαρκιανούπολη τῆς Θράκης). Ἡ Ἁγία Λούκια ἡ χήρα καὶ Γεµινιανός ὁ γιός της Ἡ ἁγία Λούκια ἦταν πλούσια Ῥωµαία κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν βασιλέων Διοκλητιανοῦ (284- 304) καὶ Μαξιµιανοῦ (286-305). Μετὰ 36 χρόνια χηρείας καὶ σὲ ἡλικία 75 χρονῶν, προδόθηκε ἀπὸ τὸν εἰδωλολάτρη γιό της, Εὐτρόπιο, στὸν Διοκλητιανό, ὅτι πιστεύει στὸν Χριστό. Τότε ἡ Ἁγία συνελήφθη καὶ κλείστηκε στὴν φυλακή. Ἐκεῖ ὑπέστη σκληρὰ βασανιστήρια, ἀλλὰ µὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ παρέµεινε ἀβλαβὴς καὶ περιφερόταν στὴν πόλη γιὰ νὰ ἀποδοκιµάσει µ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν µικρότητα τῶν βασανιστῶν της. Τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ Γερµινιανὸς (ἢ Γεµινιανός), πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ µαζὶ µὲ τὴν Λούκια παρουσιάστηκε στὸν βασιλιά, ὁµολογώντας τὸν Χριστό. Ἡ Λούκια υἱοθέτησε τὸν Γερµινιανό, τὸν βάπτισε καὶ ἀφοῦ ἀπαλλάχτηκαν ἀπὸ τοὺς βασανιστές τους, ἔφυγαν στὸ Ταυροµένιο τῆς Σικελίας. Ἀλλὰ ἐκεῖ, λόγω διωγµοῦ, ἡ Λούκια τράβηξε γιὰ τὰ βουνά, ὅπου ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὁ δὲ Γερµινιανὸς συνελήφθη καὶ ἀποκεφαλίστηκε. Ἡ Ἁγία Θεοδότη «τῆς ἐν Νίκαίᾳ» Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Ἀλέξανδρου Σεβήρου (222 µ.Χ.), ὅταν διοικητὴς στὴν Καππαδοκία εἶχε σταλεῖ ὁ Σιµπλίκιος. Ἡ Θεοδότη ἦταν ἀπὸ τὸν Εὔξεινο Πόντο, χριστιανὴ πλούσια, ἀλλ᾿ ἀκόµα ἀσύγκριτα πλουσιότερη στὴν εὐσέβεια καὶ στὰ ἔργα φιλανθρωπίας. Καταγγέλθηκε στὸν Σιµπλίκιο, ὅτι µὲ προσωπικές της ἐνέργειες ἀλλὰ καὶ µὲ χρηµατικὰ βοηθήµατά της προσηλυτίζει εἰδωλολάτρες στὸν χριστιανισµό. Ἀµέσως τότε τὴν συνέλαβαν καὶ τὴν βασάνισαν µὲ φρικτὸ τρόπο. Ἀλλὰ µὲ θαυµατουργικὸ τρόπο οἱ πληγές της ἔκλεισαν καὶ ἡ πόρτα τῆς φυλακῆς ἄνοιξε αὐτόµατα. Ἔτσι διασώθηκε καὶ ἀπὸ τὸ βραστὸ νερὸ καὶ ἀπὸ ἄλλα θανατηφόρα βασανιστήρια. Τελικὰ τὴν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἔνδοξα ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου. (Πρόκειται µᾶλλον περὶ τῆς ἰδίας Ἁγίας, ποὺ ἑορτάζει µαζὶ µὲ τὸν Ἅγιο Σωκράτη καὶ τὴν 21η Ὀκτωβρίου). Οἱ Ἅγιοι Χαράλαµπος, Παντολέων καὶ ἡ συνοδεία τους «Ἡ σύναξις αὐτῶν τελεῖται ἐν τῷ Δευτέρῳ». Οἱ Ἅγιοι Πηλέας καὶ Νεῖλος, Ἱεροµάρτυρες καὶ Ἐπίσκοποι Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Παρουσιάστηκαν µὲ θάρρος σὰν Χριστιανοί, µαζὶ µὲ τὸν Πατερµούθιο, τὸν Ἠλία καὶ 100 ἄλλους χριστιανούς, στὸν εἰδωλολάτρη βασιλιά. Ὑπέστησαν φρικτὰ µαρτύρια, τοὺς ἔβγαλαν τὸ δεξὶ µάτι καὶ στὸ τέλος τοὺς ἔκαψαν ζωντανούς. Οἱ Ἅγιοι Πατερµούθιος καὶ Ἠλίας οἱ ἔνδοξοι Μαρτύρησαν διὰ πυρός. Βλέπε πιὸ πάνω Πηλέας καὶ Νεῖλος. Οἱ Ἅγιοι 100 Μάρτυρες οἱ Αἰγύπτιοι Βλέπε πιὸ πάνω Πηλέας καὶ Νεῖλος. Οἱ Ἅγιοι 50 Μάρτυρες ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη Αὐτοὶ ἦταν ἀπὸ µία χώρα ποὺ ὀνοµαζόταν Ζωώρα. Καταγγέλθηκαν στὸν δούκα τοῦ τόπου, ὅτι ἦταν χριστιανοί. Στὴν ἀρχὴ τοὺς ἔστειλαν στὰ µεταλλεῖα σὰν ἐργάτες, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἐπέµεναν στὴν πίστη τους, τελικά τους ἔκαψαν στὴν φωτιὰ ζωντανούς. Οἱ Ἅγιοι Ἠρακλείδης καὶ Μύρων, ἐπίσκοποι Ταµάσου τῆς Κύπρου Ὁ Ἡρακλείδης ἦταν γιὸς ἱερέα εἰδωλολάτρη, τοῦ Ἱεροκλέα, ποὺ ἱεράτευε κατὰ τὴν Σολέα τῆς Κύπρου, στὸ χωριὸ Λαµπαδιστό. Ὁ ἱερέας διακρινόταν γιὰ τὰ φιλόξενα αἰσθήµατά του καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν δίστασε νὰ φιλοξενήσει τὸν Παῦλο καὶ τὸν Βαρνάβα καὶ τὸν Μᾶρκο, ὅταν αὐτοὶ βρέθηκαν στὸ ἔδαφος τῆς Κύπρου. Τότε εἵλκυσαν στὸν Χριστὸ τὸν γιό του Ἡρακλείδη καὶ αὐτὸς στὴ συνέχεια ἔφερε στὸν Χριστὸ τοὺς γονεῖς του. Τὸν Ἡρακλείδη ὁ Παῦλος διόρισε ἐπίσκοπο Ταµασίων τῆς Κύπρου. Ἐργάστηκε µὲ πολὺ ζῆλο, ἔχοντας συνεργάτη του τὸν Μύρωνα. Μπόρεσαν καὶ οἱ δυὸ νὰ φέρουν κοντὰ στὸν Χριστὸ πολλοὺς εἰδωλολάτρες. Οἱ ἐπιτυχίες τους ὅµως αὐτές, προκάλεσαν τὴν µανία τῶν ἀπίστων. Καὶ ἔτσι κάποια µέρα, ὅρµησαν ὁπλισµένοι ἐπάνω τους καί, ἀφοῦ τοὺς θανάτωσαν, στὴν συνέχεια τοὺς ἔριξαν στὴν φωτιά. Καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὸ ἁµάραντο στεφάνι τοῦ µαρτυρίου. Ὁ Ὅσιος Ἀναστάσιος ὁ θαυµατουργὸς «ὁ ἐν Κύπρῳ» Ἡ µνήµη του δὲν ἀναφέρεται σὲ κανένα Συναξαριστή. Μόνασε στὴν Κύπρο µαζὶ µὲ ἄλλους 300, ἐπὶ βασιλείας Ἀλεξίου καὶ Ἰωάννου Κοµνηνῶν. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. (Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται µαζὶ µ᾿ αὐτὴν τῶν Ἁγίων Ἀγαπίου καὶ Ἀλεξάνδρου, βλέπε σχετικῶς Α.Χ.Ε.Χ.). Ὁ Ἅγιος Εὐξίφιος Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται ἐπιγραµµατικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασµατάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1956, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ µνήµη του. Ἴσως συγχέεται µὲ τὸν ἅγιο Αὐξίβιο (17 Φεβρουαρίου). (Ἐδῶ ὁρισµένοι Συναξαριστές ἀναφέρουν καὶ τὴν µνήµη τῶν 300 Ἀλαµανῶν Κυπρίων, βλέπε σχετικῶς Α.Χ.Ε.Χ.). |
Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη
|