18 Σεπτεμβρίου
|
|
Ὁ Ὅσιος Εὐµένιος ὁ θαυµατουργός, ἐπίσκοπος Γορτύνης
Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ὁ Εὐµένιος ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του σὲ πολλὲς σκληραγωγίες καὶ ἀσκήσεις. Ἡ ἐγκράτεια ἦταν ἐκείνη ποὺ τὸν διέκρινε περισσότερο, διότι στὸ µυαλό του εἶχε πάντα τὴν συµβουλὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «πᾶς ὁ ἀγωνιζόµενος πάντα ἐγκρατεύεται». Καθένας, δηλαδή, ποὺ ἀγωνίζεται, ἐγκρατεύεται σὲ ὅλα, ἀκόµα καὶ στὴν τροφὴ καὶ στὸ ποτό, προκειµένου νὰ πετύχει τὸν πνευµατικό του σκοπό. Ὁ Εὐµένιος, ἀκολουθώντας τὰ λόγια τοῦ θεόπνευστου Ἀποστόλου, πέτυχε. Ἀξιώθηκε νὰ ἱερωθεῖ καὶ νὰ γίνει ἐπίσκοπος Γορτύνης στὴν Κρήτη. Ἀπὸ τὴν νέα του θέση, ἡ ἀρετή του ἔλαµψε ἀκόµα περισσότερο καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὴν χάρη καὶ τὴν δύναµη νὰ θαυµατουργεῖ. Καὶ ὅπως ἀναφέρει ἡ παράδοση, µία φορὰ µὲ ἀναµµένες λαµπάδες κατέκαυσε ἕναν δράκοντα, ποὺ ὅρµησε ἐναντίον του. Ἔπειτα ὁ Εὐµένιος πῆγε στὴ Ῥώµη, ὅπου µὲ τὴν θεία του διδασκαλία καὶ µὲ θαύµατα στερέωσε τοὺς πιστούς. Ποθώντας, ὅµως, περισσότερη σκληραγωγία καὶ ἄσκηση, πῆγε στὴ Θηβαΐδα τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, κοντὰ στοὺς µεγάλους ἀσκητές. Ἐκεῖ παρέδωσε καὶ τὸ πνεῦµα του στὸν Θεό. Τὸ δὲ λείψανό του µεταφέρθηκε καὶ θάφτηκε µὲ τιµὲς στὴν ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς του, στὴν Κρήτη. Οἱ Ἁγίες Σοφία καὶ Εἰρήνη Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Ἡ µνήµη τους ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 28η Σεπτεµβρίου). Ἡ Ἁγία Ἀριάδνη Ἂν καὶ δούλα, ἦταν ἀνώτερη καὶ λαµπρότερη ἀπὸ πολλὲς κυρίες, δοῦλες τῶν κοσµικῶν µαταιοτήτων καὶ τῶν γήινων µολυσµῶν. Ἡ ἁγία Ἀριάδνη ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Ἀδριανοῦ καὶ Ἀντωνίνου (117-139 µ.Χ.) καὶ ἔγινε χριστιανὴ στὴν Φρυγία, πόλη τῶν Προµισέων. Ὅταν τὸ πληροφορήθηκε ὁ ἀφέντης της, Τέρτυλος, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἰσχυροτέρους προκρίτους τῆς πόλης, τὴν πίεζε νὰ ἐπανέλθει στὴν εἰδωλολατρία. Ἐκείνη ὅµως ἐπέµενε στὴν χριστιανικὴ ὁµολογία της καὶ στάθηκε ἀδύνατο νὰ τὴν πείσουν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, κατὰ τὴν ἡµέρα µάλιστα ποὺ γιόρταζε τὰ γενέθλιά του ὁ γιὸς τοῦ κυρίου της. Τότε τὴν ἔδειραν σκληρὰ καὶ τὴν βασάνισαν γιὰ πολύ, ἀφοῦ ἔγδαραν τὶς σάρκες της µὲ σιδερένια νύχια. Γιὰ νὰ ἀποφύγει περισσότερες πιέσεις, ἐγκατέλειψε τὸ σπίτι τοῦ κυρίου της. Καὶ ἐνῷ τὴν καταδίωκαν, ἔπεσε σὲ γκρεµὸ ὅπου καὶ βρῆκε τὸν θάνατο. Ὁ Ἅγιος Κάστωρ Στὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Σ. Εὐστρατιάδη, µαζὶ µὲ τὸν Ἅγιο Κάστορα, προβάλλεται καὶ µία Ἁγία µὲ τὸ ὄνοµα Θεοδώρα. Ὁ Ὅσιος Ῥωµῦλος Στοὺς Συναξαριστὲς δὲν ἀναφέρεται κανένα ὑπόµνηµα γιὰ τὸν ὅσιο αὐτό· βιογραφία του ὑπάρχει στὸ ὑπ᾿ ἀριθµ. 154 χειρόγραφο τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων, ποὺ συνέγραψε ὁ µαθητὴς τοῦ ἐν λόγῳ Ὁσίου, Γρηγόριος. Σύµφωνα λοιπὸν µὲ τὰ στοιχεῖα αὐτά, ὁ Ὅσιος Ῥωµύλος γεννήθηκε τὸ 1300 περίπου στὴν παραδουνάβια πόλη Βιδίνιο, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Ὁ πατέρας του ἦταν Ἕλληνας καὶ ἡ µάνα του Βουλγάρα. Τὸ πρῶτο του ὄνοµα ἦταν Ῥάικος καὶ σὲ κατάλληλη ἡλικία οἱ γονεῖς του τὸν ἐµπιστεύθηκαν σὲ σπουδαῖο δάσκαλο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὁ νεαρὸς Ῥάικος ἔµαθε τὰ πρῶτα του γράµµατα. Στὴν συνέχεια, ἐπειδὴ εἶχε κλίση στὴν µοναχικὴ ζωή, κατέφυγε στὴν Μονὴ τῆς Θεοτόκου τῆς Ὁδηγήτριας, κοντὰ στὸ Τίρνοβο (Βουλγαρίας). Ἐκεῖ ἔγινε µοναχὸς µὲ τὸ ὄνοµα Ῥωµανὸς καὶ ἀσκήτευσε εὐδοκίµως γιὰ τρία συνεχῆ χρόνια. Κατόπιν ἔκανε κοντὰ στὸν ὅσιο Γρηγόριο τὸν Σιναΐτη καὶ ἔπειτα, ἀφοῦ ἔγινε µεγαλόσχηµος µὲ τὸ ὄνοµα Ῥωµύλος, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔξω ἀπὸ τὴν Μονὴ Μεγίστης Λαύρας, ὅπου µαζὶ µὲ τὸν µαθητή του Γρηγόριο ἀσκήτευε στὴν ἡσυχία. Πολλοὶ Ἁγιορεῖτες ἔρχονταν κοντά του γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὰ σοφὰ λόγια του καὶ νὰ πάρουν τὶς ὀρθὲς πνευµατικὲς συµβουλές του. Κατὰ τὸν πόλεµο ὅµως Τούρκων κατὰ Σέρβων καὶ Βουλγάρων, πολλοὶ Σερβοβούλγαροι µοναχοί, λόγω φόβου, µετακινήθηκαν. Τὸ ἴδιο ἔπραξε καὶ ὁ Ῥωµύλος, πηγαίνοντας στὴν Αὐλῶνα (ἴσως τῆς Ἀλβανίας). Κατόπιν ταξίδεψε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ῥαβένιτσα τῆς Σερβίας, ὅπου στὴν ἐκεῖ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Μετὰ τὸν θάνατό του, ὁ τάφος εὐωδίαζε καὶ ἐπετέλεσε πολλὰ θαύµατα. |
Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη
|