8 Ὀκτωβρίου
|
|
Ἡ Ὁσία Πελαγία Ζοῦσε στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀνῆκε στὴν τάξη τῶν «ἐλαφρῶν γυναικῶν», δηλ. ἦταν πόρνη. Ἡ ζωή της ἦταν βουτηγµένη µέσα στὸν οἶστρο τῶν ἁµαρτωλῶν ἡδονῶν. Ἡ ἀκολασία εἶχε πωρώσει τόσο τὴν συνείδησή της, ὥστε καµιὰ ἔννοια µετανοίας νὰ µὴν µπορεῖ νὰ εἰσχωρήσει στὴν ψυχή της. Ἑποµένως, θὰ µποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, ἦταν καταδικασµένη ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωή της στὸ πῦρ τῆς κολάσεως. Ὅµως ὄχι! Ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριός µας διαβεβαίωσε ὅτι «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑµᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Δηλαδή, οἱ τελῶνες καὶ οἱ πόρνες, ποὺ στὴν ἀρχὴ ἔδειξαν ἀπείθεια στὸν Νόµο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κατόπιν εἰλικρινὰ µετάνιωσαν, προλαµβάνουν στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐσᾶς, ποὺ µόνο µὲ τὰ λόγια δείξατε ὑπακοὴ στὸν Θεό, στὴν πράξη ὅµως ὑπήρξατε ἀπειθεῖς καὶ ἄπιστοι. Πράγµατι ἡ Πελαγία, τυχαῖα, σὲ κάποια σύναξη χριστιανῶν ἄκουσε θερµὸ κήρυγµα περὶ ἁγνότητας, τοῦ ἐπισκόπου Νόννου. Τὰ λόγια του ἤλεγξαν καὶ συγκλόνισαν τὴν ψυχή της. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπαρνήθηκε τὴν ἄσωτη ζωή της, πούλησε τὰ διάφορα κοσµήµατά της καὶ τὰ χρήµατα διαµοίρασε στοὺς φτωχούς. Ἀφοῦ κατηχήθηκε καὶ βαπτίσθηκε, µετὰ ὀκτὼ µέρες πῆγε στὴν Ἱερουσαλήµ, ὅπου µὲ σκληρὴ ἄσκηση πέρασε τὴν ὑπόλοιπη ζωή της. Ἡ Ἁγία Πελαγία ἡ παρθένος Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ ἀπὸ ἔνδοξο γένος (στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Νουµεριανοῦ 282-284). Ὅταν ἔµαθε ὁ ἄρχοντας τῆς Ἀντιοχείας ὅτι ἡ Πελαγία ἦταν χριστιανή, ἔστειλε στρατιῶτες γιὰ νὰ τὴν συλλάβουν. Αὐτοὶ περικύκλωσαν τὸ σπίτι της καὶ ἑτοιµάζονταν νὰ τὴν ἁρπάξουν. Ὅταν τὸ ἔµαθε ἡ Ἁγία, ζήτησε ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες νὰ περιµένουν λίγο. Ὁπότε, σήκωσε τὰ χέρια της καὶ τὰ µάτια της στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε θερµὰ πρὸς τὸν Θεὸ νὰ µὴν ἐπιτρέψει νὰ τὴν ἁρπάξουν οἱ στρατιῶτες, ἀλλὰ νὰ φύγει ἀπ᾿ τὴν ζωὴ αὐτὴ ἁγνὴ καὶ παρθένος. Ἔπειτα ἄνοιξε τὸ παράθυρο καὶ ἔριξε τὸν ἑαυτό της στὸ κενό, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ τραυµατιστεῖ θανάσιµα καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγνὴ ψυχή της στὸν Θεό, προκειµένου βέβαια νὰ τὴν προφυλάξει ἀπὸ τὸν µολυσµὸ τῶν ἀγροίκων στρατιωτῶν. Περίφηµο ἐγκώµιο γιὰ τὴν Ἁγία αὐτὴ ἔγραψε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστοµος. Ἡ Ἁγία Ταϊσία Ἡ ὀµορφιά της ἦταν ἀπὸ τὶς σπάνιες. Πλεονέκτηµα ποὺ ἀποβαίνει ὀλέθριο, ὅταν δὲν εἴµαστε σὲ θέση νὰ τὸ διατηροῦµε ἁγνό, µὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, τὴν φωτεινὴ διάκριση, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη. Δυστυχῶς γιὰ τὴν Ταϊσία, αὐτὴ ποὺ ἐπιβουλεύτηκε τὴν τιµή της ἦταν ἡ ἴδια ἡ µάνα της. Γυναῖκα χυδαία, ποὺ ἤθελε πολὺ πλοῦτο καὶ δὲν δίστασε νὰ ἐκµεταλλευτεῖ τὴν κόρη της γιὰ νὰ τὸν ἀποκτήσει. Ἔτσι ἡ Ταϊσία, παρασύρθηκε στὸν δρόµο τῆς ἀτιµίας µόλις 17 ἐτῶν. Ἔγινε καὶ ἡ ἴδια πλούσια ἀλλὰ καὶ πόρνη. Οἱ τίµιοι ἄνθρωποι τὴν ἀπεχθάνονταν. Καµιὰ οἰκογενειακὴ πόρτα δὲν ἦταν ἀνοικτὴ γι᾿ αὐτήν. Οἱ ἴδιοι οἱ ἐκµεταλλευτὲς τῆς σάρκας της, ποτὲ δὲν θὰ τὴν ἔφερναν νὰ γνωριστεῖ µὲ τὶς µητέρες τους καὶ τὶς ἀδελφές τους. Διότι εἶχε καταντήσει ἕνα ἀντικείµενο σαρκικῆς ἱκανοποίησης καὶ τίποτα περισσότερο. Τότε ἡ Ταϊσία ἔπεσε σὲ θλίψη µεγάλη, ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία µπορεῖ νὰ ἔχασε ἕνα πρόβατο, ὅµως δὲν ἔπαψε νὰ τὸ ἀναζητεῖ. Ὅταν λοιπὸν ὁ Παφνούτιος ἀπὸ τὴν Σιδῶνα ἔµαθε τὴν ψυχική της κατάσταση, προσευχήθηκε καὶ ἀποφάσισε νὰ ἐργαστεῖ γιὰ τὴν ψυχή της. Καὶ δὲν ἀστόχησε. Τὴν ἐπισκέφθηκε καὶ µὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ πέτυχε τὸ θαῦµα! Καυτὰ δάκρυα µετανοίας κύλησαν στὰ µάγουλα τῆς Ταϊσίας. Πέταξε ὅλα της τὰ πλούτη στὴν θάλασσα, διότι τὸ τίµηµα τῆς ἀτιµίας δὲν ἄξιζε νὰ χρησιµοποιηθεῖ στὸ ἱερὸ ἔργο τῆς ἐλεηµοσύνης. Ἀπὸ τότε ἔζησε φτωχά, ἀλλὰ πλούσια σὲ πίστη, σὲ µετάνοια, σὲ σωφροσύνη, σὲ προσευχή, σὲ ὑπακοή, σὲ ταπείνωση καὶ καλοσύνη. Ἔγινε δεκτὴ σὲ εὐσεβὴ ὅµιλο γυναικῶν καὶ πέθανε φροντίζοντας ἀρρώστους καὶ ἀνήµπορους ἀνθρώπους. Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ νέος ὁσιοµάρτυρας Τὸ χωριὸ Ζαγορὰ τῆς ἐπαρχίας Τυρνάβου ἦταν ἡ πατρίδα τοῦ Ἰγνατίου. Οἱ γονεῖς του, Γεώργιος καὶ Μαρία, παρέλαβαν τὸν γιό τους, Ἰωάννη, αὐτὸ ἦταν τὸ κατὰ κόσµον ὄνοµά του, καὶ µετακόµισαν στὴν Φιλιππούπολη. Ὁ Ἅγιος ἀπὸ µικρὸ παιδὶ ἔδειχνε µεγάλο ζῆλο στὶς ἀρετὲς καὶ πῆγε σ᾿ ἕνα αὐστηρὸ γέροντα. Στὸ διάστηµα ὅµως αὐτὸ οἱ Τοῦρκοι σκότωσαν τὸν πατέρα του καὶ µὲ τὴν βία τούρκεψαν τὴν µητέρα του καὶ τὶς δυὸ ἀδελφές του. Ὅταν τὸ ἔµαθε ὁ Ἰωάννης, πῆγε στὸ Βουκουρέστι καὶ ἀπὸ ‘κεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Στὸν δρόµο ὅµως συνελήφθη ἀπὸ Ὀθωµανοὺς καὶ γιὰ νὰ γλιτώσει τὸ θάνατο τοὺς ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ γίνει Ὀθωµανός. Ὅταν ἔφτασε στὸ Ἅγιον Ὄρος, κατέληξε στὴν Σκήτη τοῦ Τιµίου Προδρόµου, ὅπου ἐκάρη µοναχός µε τὸ ὄνοµα Ἰγνάτιος. Ἐκεῖ ὁ ἡγούµενος Νικηφόρος ὁ Γέροντας τὸν ἐµπιστεύθηκε στὸν Γέροντα Ἀκάκιο. Ἀργότερα πῆρε τὴν εὐχὴ νὰ µαρτυρήσει καὶ στὶς 29 Σεπτεµβρίου 1814 ἔφτασε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου µπροστὰ στὸν κριτὴ πέταξε τὸ τούρκικο φέσι, ποὺ φόρεσε ἐπίτηδες καὶ ὁµολόγησε τὸν Χριστό. Ἄγρια καὶ φρικτὰ τὰ βασανιστήρια ποὺ ἀκολούθησαν. Ἀλλὰ ὁ Ἰγνάτιος ἔµεινε σταθερὸς στὴν ἀπόφασή του. Τελικὰ τὸν ἀπαγχόνισαν στὶς 8 Ὀκτωβρίου 1814 ὥρα ἕκτη. Ὁ συνοδός του, Γρηγόριος, ἀγόρασε τὸ λείψανό του καί, µαζὶ µ᾿ αὐτὸ τοῦ νεοµάρτυρα Εὐθυµίου, τὰ µετέφερε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ Ἰγνάτιος, µαζὶ µὲ τοὺς συνασκητὲς τοῦ µάρτυρες, Εὐθύµιο καὶ Ἀκάκιο, γιορτάζουν µαζὶ τὴν 1η Μαΐου.
|
Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη
|