30 Δεκεμβρίου
|
|
Ἡ Ἁγία Ἀνυσία, ἡ ὁσιοµάρτυς ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη Ἡ Ἁγία Ἀνυσία ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (298 µ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἦταν θυγατέρα γονέων εὐσεβῶν καὶ πολὺ πλουσίων. Ὅταν πέθαναν οἱ γονεῖς της, ἡ Ἀνυσία στάθηκε κυρία τοῦ ἑαυτοῦ της. Οὔτε τὰ πλούτη ποὺ κληρονόµησε τὴν µέθυσαν οὔτε ἡ ὀρφάνια της τὴν παρέσυρε. Ἀλλὰ µὲ φρόνηση καὶ ἐγκράτεια, προσπαθοῦσε πάντα νὰ µαθαίνει «τί ἐστὶν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ». Τί δηλαδή, εἶναι εὐχάριστο καὶ εὐπρόσδεκτο στὸν Κύριο. Ἡ εὐσέβειά της αὐτή, τὴν ἔκανε γνωστὴ στοὺς εἰδωλολάτρες. Μία φορὰ λοιπόν, ἐνῷ πήγαινε στὴν ἐκκλησία, τὴν συνάντησε κάποιος εἰδωλολάτρης στρατιώτης. Ἀφοῦ τὴν ἔπιασε βίαια, τὴν ἔσυρε στοὺς βωµοὺς τῶν εἰδώλων καὶ τὴν πίεζε νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς. Ἡ Ἀνυσία ὁµολόγησε ὅτι πιστεύει στὸν Ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ Αὐτὸν ἀγωνίζεται νὰ εὐχαριστεῖ κάθε µέρα. Ὁ στρατιώτης ἐξαγριωµένος, ἄρχισε νὰ βλασφηµεῖ τὸν Θεὸ καὶ τότε ἡ Ἀνυσία τὸν ἔφτυσε στὸ πρόσωπο. Ντροπιασµένος αὐτός, ἔσυρε τὸ σπαθί του καὶ διαπέρασε τὰ πλευρά της. Ἔτσι ἡ Ἀνυσία πῆρε τὸ ἁµάραντο στεφάνι τοῦ µαρτυρίου. Ἡ Ὁσία Θεοδώρα «ἡ ἀπὸ Καισαρίδος» Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Λέοντα τοῦ Ἰσαύρου (717-741). Ἦταν ἀπὸ γένος λαµπρὸ καὶ ἐπίσηµο, τὸν πατέρα της ἔλεγαν Θεόφιλο καὶ ἦταν πατρίκιος, τὴν δὲ µητέρα της Θεοδώρα. Ἡ Θεοδώρα ἦταν στεῖρα καὶ κατόπιν µεγάλης προσευχῆς πρὸς τὸν Θεό, ἀπέκτησε τὴν Ὁσία. Ὅταν ἡ κόρη Θεοδώρα ἔφτασε σὲ κατάλληλη ἡλικία, ἀφιερώθηκε στὴν Μονὴ τῆς Ἁγίας Ἄννας, τὴν ὀνοµαζόµενη Ῥιγιδίου. Ἐκεῖ διέµενε ἀσκούµενη στὴν ἀρετή, µέχρι τὴν στιγµὴ ποὺ ὁ βασιλιὰς Λέων τὴν ἅρπαξε ἀπὸ τὴν Μονὴ γιὰ νὰ τὴν δώσει γυναῖκα στὸν γιό του, Χριστόφορο. Τὴν ἡµέρα ὅµως τοῦ γάµου, ὁ Χριστοφόρος ἐξεστράτευσε µαζί µε τὸν πατέρα του κατὰ τῶν Σκυθῶν καὶ στὴν συµπλοκὴ σκοτώθηκε. Ἔτσι ἡ Θεοδώρα, ἀφοῦ πῆρε ὅσα πολύτιµα πράγµατα εἶχε, ἐπέστρεψε στὴν Μονή της, ὅπου ἐκάρη µοναχή. Ἐκεῖ ἔζησε µὲ µεγάλη ἐγκράτεια καὶ σκληραγωγία καὶ ἀπεβίωσε µὲ ὁσιακὸ τρόπο. Ὁ Ἅγιος Φιλέταιρος Μεταξὺ τῶν χριστιανῶν τῆς Νικοµηδείας, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (286 µ.Χ.), διακρινόταν, γιὰ τὸ µεγαλοπρεπὲς παράστηµα καὶ τὴν ὡραιότητά του, ἕνας νέος ποὺ ὀνοµαζόταν Φιλέταιρος (ἦταν γιὸς κάποιου ἐπάρχου Τατιανοῦ). Καὶ αὐτὸς µέν, οὔτε ποὺ πρόσεχε καθόλου στὰ ἐξωτερικά του αὐτὰ χαρίσµατα. Μία µόνο προσοχὴ καὶ προσπάθεια εἶχε, πῶς νὰ γίνεται ἀπὸ µέρα σὲ µέρα θεοσεβέστερος. Καὶ γι᾿ αὐτὸ πρόκοβε ὁλοένα στὴν ταπεινοφροσύνη, ξέροντας καλὰ ὅτι χωρὶς αὐτή, κάθε ἀρετὴ νοθεύεται καὶ ἐξαφανίζεται. Οἱ εἰδωλολάτρες ὅµως, ποὺ πρόσεχαν τὰ σωµατικά του προτερήµατα, τὸν θαύµαζαν καὶ τὸν σύστησαν στὸν Διοκλητιανό. Αὐτὸς τὸν κάλεσε µπροστά του καὶ τοῦ εἶπε, ὅτι θὰ τὸν κάνει βασιλικὸ ἀκόλουθο, ἂν ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Φιλέταιρος µὲ εὐγένεια ἀπάντησε, ὅτι ἦταν πρόθυµος νὰ ὑπηρετήσει τὸν βασιλιά, ἀλλὰ µὲ τὴν προύποθεση ὅτι θὰ ὁµολογεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Διοκλητιανὸς δὲν κράτησε τὴν ὀργή του καὶ ἀφοῦ τὸν τιµώρησε τὸν ἄφησε ἐλεύθερο. Κατόπιν ὅταν ἀνέλαβε ὁ σκληρὸς Μαξιµιανός, ὁ Φιλέταιρος καταδιώχθηκε καὶ βασανίστηκε ποικιλοτρόπως. Διασώθηκε ὅµως καὶ πῆγε στὴν Νίκαια, ὅπου καὶ ἐκεῖ φανέρωσε τὴν πίστη του καὶ συνελήφθη. Ἀλλὰ τὰ λόγια του καὶ οἱ τρόποι του, ἔκαναν χριστιανοὺς τοὺς φύλακες, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ τὸν ἐλευθερώσουν καὶ νὰ τὸν συνοδέψουν µέχρι τὴν Μηδία. Ἐκεῖ, σ΄ ἕνα ὄρος ἐπάνω, στὰ µέρη τῆς Σιγριανῆς, συνάντησαν ἕνα ἅγιο ἄνθρωπο, τὸν Εὐβίοτο καὶ ὅλοι µαζὶ ἔζησαν στὸ ὄρος αὐτὸ µὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη, συµµελέτη καὶ συµπροσευχή. Μνήµη τοῦ κόµη καὶ ἕξι στρατιωτῶν Αὐτοὶ πίστεψαν στὸν Χριστό, διὰ τοῦ Ἁγίου Φιλεταίρου καὶ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά. Ὁ Ὅσιος Λέων ὁ ἀρχιµανδρίτης Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὁ Ἅγιος Γεδεών, ὁ νέος ὁσιοµάρτυρας Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κάπουρνα τῆς Δηµητριάδος (Νοµὸς Μαγνησίας). Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του ὀνοµάζονταν Αὐγερινὸς καὶ Κυράτζα. Ὁ Γεδεὼν κατὰ κόσµον ὀνοµαζόταν Νικόλαος. Δώδεκα χρονῶν, µὲ τὴν οἰκογένειά του ἦλθε στὸ χωριὸ Γιερµὴ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Βελεστίνο, ὅπου ἐργαζόταν κοντὰ στὸν θεῖο του. Τὸν ἅρπαξε ὅµως κάποιος Τοῦρκος καὶ τὸν ἐξισλάµισε µὲ τὸ ὄνοµα Ἰµπραήµ. Ἀλλ΄ ὁ Νικόλαος, κατόρθωσε καὶ δραπέτευσε καὶ ἐπανῆλθε στὴν οἰκογένειά του. Ὁ πατέρας του τὸν φυγάδευσε στὸ χωριὸ Κεραµίδι, ὅπου κοντὰ σὲ κάποιους οἰκοδόµους πῆγε στὴν Κρήτη. Ἐκεῖ ἐξοµολογήθηκε σὲ κάποιο ἱερέα καὶ βρῆκε ἄσυλο στὸ ἐξωκλῆσι του. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἱερέα, ὁ Νικόλαος ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ πάλι ἐξοµολογήθηκε, μετέλαβε τῶν ἀχράντων µυστηρίων καὶ στὴν Μονὴ Καρακάλου ἐκάρη µοναχός µε τὸ ὄνοµα Γεδεὼν. Στὴν Μονὴ αὐτὴ ἔµεινε 35 χρόνια. Μὲ τὸν πόθο ὅµως τοῦ µαρτυρίου, ἦλθε στὸ Βελεστίνο, ὅπου µέσα στὴν ἀγορὰ µὲ θάρρος ὁµολόγησε τὸν Χριστό. Διωκόµενος ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἦλθε στὴν Ἀγυιά, ὅπου συνελήφθη. Οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸν διαπόµπευσαν στοὺς δρόµους τοῦ Τυρνάβου, κατόπιν τοῦ ἔκοψαν τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔριξαν στὰ ἀποχωρητήρια. Ἐκεῖ, µέσα σὲ φρικτοὺς πόνους, παρέδωσε τὸ πνεῦµα του στὶς 30 Δεκεµβρίου 1818. Ἡ τίµια κάρα τοῦ µάρτυρα ἀποθησαυρίστηκε στὴν Ἅγία Τράπεζα τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωµένης. Ὁ Ἅγιος Ἀνύσιος, ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ὑπῆρξε ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης καὶ µαθητής, καθὼς καὶ διάδοχος τοῦ Ἅ(σ)χολίου, ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ἔπαιξε σηµαντικὸ ῥόλο γιὰ τὴν δικαίωση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόµου. Ὁ Ἀνύσιος τοποθετήθηκε στὸν θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης, ὡς βικάριος τοῦ Πάπα Δαµάσου, μέχρι τὸν θάνατό του, τὸ 406 ἢ 407.
|
Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη
|