Γράφεις, μήπως δεν εσυγχωρήθη το σφάλμα σου. Άλλη είναι η έννοια των Πατέρων.
Το κάθε σφάλμα όπου θα πράξη πας άνθρωπος, το μεν αμάρτημα συγχωρείται, οπόταν μετανοήση, η δε φαντασία παραμένει έως εσχάτης πνοής.
Και, όταν ολίγον νυστάξη, όταν μικρόν αμελήση ο άνθρωπος, του την εικονίζει ξυπνητόν ή καθ’ ύπνον· δια να του μολύνη τον λογισμόν, να τον καταστήση υπεύθυνον παλαιάς αμαρτίας ή καν να του μετεωρίζη τον νουν.
Δεν βλέπεις τον Προφήτην Δαυΐδ, όταν τον ελέγχη ο Νάθαν δια την Βηρσαβεέ; Φωνάζει: «Ημάρτηκα τω Κυρίω!» Και ο Προφήτης τον λέγει: «Και Κύριος παρεβίβασεν το αμάρτημά σου». Λοιπόν, εσυγχωρήθη ευθύς, πλην όμως εφ’ όρου ζωής επαιδεύετο.
Πρώτα απέθανε το παιδάριον, όπου έκαμεν η Βηρσαβεέ. Έπειτα ημάρτησεν ο υιός του προς την θυγατέρα του Θάμαρ. Κατόπιν τον εδίωξεν ο υιός του Αβεσσαλώμ…και όλα αυτά τα υπέστη κατόπιν της συγχωρήσεως. Βλέπεις, ότι, καίτοι συγχωρείται η αμαρτία, ο κανόνας παραμένει αναλογία του πταίσματος;
Δεν βλέπεις την Αγία Θεοδώραν Αλεξανδρείας, όπου έζησεν ως μοναχός; Ημάρτησεν, έφυγε, μετενόησεν, ηγιάσθη. Και όμως η μοιχεία δεν είχεν κανονισθή. Όταν εσυκοφαντήθη και εδιώχθη, ανέθρεψε το ξένον παιδί, αυτή μόνη της το εγνώριζε πόθεν συκοφαντείται.
Αλλά και ο μέγας Εφραίμ; Δεν τον έβαλαν εις την φυλακήν ότι έκλεψε το μοσχάρι, ενώ ήτον Άγιος; – Ναι, τον είπεν ο Κύριος, τώρα δεν έκλεψες, αλλ’ όταν ήσουν παιδί δεν το έλυσες και έγινε θηριάλωτον;
Λοιπόν, αν και συγχωρήται ο άνθρωπος δια την αμαρτίαν του, όμως παραμένει η φαντασία του σφάλματος και η εργασία αυτής.
Και συ, επειδή εσχάτως ημέλησες, παρεχώρησεν ο Θεός και σοι επανέστη ο πειράζων, δια να ξυπνήσης. Όθεν ανάστα και φώνησον· «Υιέ Δαυΐδ, θέλω να αναβλέψω»! Και ιδού πάρεστιν ο φωτοδότης Ιησούς ανατέλλων σοι φως μετανοίας και θεϊκής επιγνώσεως.
Λοιπόν δεν λυπούμαι, παιδί μου, δια τα παρελθόντα, αλλά χαίρω δια τα μέλλοντα. Το γαρ έλλατον υπο του κρείττονος ευλογείται, και το αμάρτημα το μικρόν ή το μέγα δια της αληθούς μετανοίας εξαφανίζεται.
Όθεν μη βλέπε τα όπισθεν, αλλά τοις έμπροσθεν επεκτείνου.
Λίαν δε χαίρω, παιδί μου, όπου ζητείς να μανθάνης. Και τούτο τεκμήριον άριστον· οπόταν κανείς ζητεί να μανθάνη, παντώς και κάτι θα πράξη· είναι αδύνατον. Αλλά, και ει μη κατορθώση, έχει την γνώμην ότι έχει άλλους, όπου εργάζονται. Και μεμφόμενος εαυτόν ταπεινούται, ζητών από τον Θεόν να έλθη το έλεος Αυτού επ’ αυτόν να τον ενισχύση. Και ούτως φθάνει εις μέτρον των κατορθωσάντων την αρετήν.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Εκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας» – Γέρων Ιωσήφ, Επιστολή 21, Ι.Μ. ΦΙΛΟΘΕΟΥ (ΚΑΡΥΑΙ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ)