Πως εργαζόντουσαν οι Παλαιοί Πατέρες!
Οι Πατέρες είχαν μεγάλη ελεημοσύνη και η προσευχή τους γινόταν με πολλή πίστι. Είχαν πολλή αγάπη και έρωτα στον Χριστό και τόση ευγνωμοσύνη, που θεωρούσαν πολύ μεγάλο δώρο το χορταράκι που έτρωγαν, και το σπήλαιο που ζούσαν το θεωρούσαν πολύ μεγάλο, μεγάλη ευλογία. Και ο Θεός βλέποντας την μεγάλη χαρά και την μεγάλη προόδο και ευφροσύνη που είχαν, τους αντάμειβε. Πως εργαζόντουσαν οι Παλαιοί Πατέρες! Με τι φόβο Θεού, με τι αυταπάρνηση, με τι σιωπή, με τι δάκρυα, με τι εγκράτεια, με τι, με τι! Πως εργαζόντουσαν οι Πατέρες! Άμα το φανταστή κανείς!
Μια φορά είχε έρθει ένας κόμης με τη σύζυγό του εδώ πέρα και είχαμε διαβάσει δυό Λόγους από τον άγιο Εφραίμ και ενθουσιάστηκαν. «Πολύ ωραίο βιβλίο», είπαν, «τι ζωή κάνανε οι Πατέρες και τι ζωή κάνουμε εμείς! Που υπάρχει το βιβλίο αυτό να το αγοράσουμε, υπάρχουν τέτοιοι Λόγοι;». Μετά πήραμε το βιβλίο του οσίου Εφραίμ και τους το πήγαμε και είπαν: «Αλίμονο, τι ζωή κάνουμε εμείς με όλα τα αγαθά και όλα τα καλά!». Ήταν ευγενέστατοι, είχα μια αρχοντιά, μια λεπτότητα και μπήκαν αμέσως στο νόημα της ζωής. Υπάρχουν ακόμη τέτοιοι άνθρωποι! Και λέω: τώρα, τι οικονομία γίνεται σε μας, τι οικονομία κάνουν οι Πατέρες σε μας, πολύ μεγάλη οικονομία, μοναχοί των εσχάτων χρόνων είμαστε. Οι Πατέρες είχαν πολύ μεγάλη εγκράτεια σε όλα τα πράγματα. Τι εγκράτεια είχαν! Χόρτα και ψωμί, λίγο ψωμάκι και νεράκι, τίποτε άλλο, αλλά πετούσαν σαν τον Καυσοκαλυβίτη, που έτρεχε από εδώ και ‘κει, που έκανε φτερά και πετούσε. Και εμείς τώρα ζούμε με όλες τις ανέσεις μας, με όλα τα καλά μας· τουλάχιστον τον νου να τον έχουμε αφιερωμένο στον Θεό. Δεν μπορούμε να κόψουμε την αμέλεια, τουλάχιστον να έχουμε τον νου μας στον Θεό. Σε θεωρία να βρισκώμαστε, κάθε μέρα να έχουμε τον νου μας ουρανό και την καρδιά μας θρόνο Θεού και το στόμα μας Εκκλησία.
Τώρα, να τους φτάσουμε τουλάχιστον δια της προαιρέσεως· δεν μπορούμε να φτάσουμε τα έργα τους ούτε τους κόπους ούτε τους μόχθους ούτε τα δάκρυα. Που είναι τα δάκρυα; Πλημμύριζαν τον τόπο από τα δάκρυα, από κλαυθμούς και οδυρμούς! Και λέω, τι θείο πυρ είχαν στην καρδιά τους και τι θεϊκό έρωτα είχαν στην καρδιά τους και τι ελεημοσύνη είχε η καρδιά τους! Θεϊκό πυρ είχε η καρδιά τους μέσα και ήταν αφοσιωμένοι στον Θεό. Και πως ο Θεός τους ελάμπρυνε, πως έβλεπαν τα κάλλη του Παραδείσου και πως έβλεπαν τα μυρίπνοα άνθη του Θείου Λόγου, δηλαδή τους παλαιούς αγίους Πατέρας; Τα έβλεπαν και αγωνιζόντουσαν. Όσο έβλεπαν, τόσο αγωνιζόντουσαν. Τώρα εμείς έχουμε θόλωσι. Εμάς θα μας κρίνη ο Θεός με τους τελευταίους και εσχάτους μοναχούς, δεν έχουμε τίποτε, ούτε σωματικές ούτε πνευματικές δυνάμεις έχουμε. Μας πολεμάει η ασθένεια, μας πολεμάνε τα πάθη, μας πολεμάνε όλα και δεν μπορούμε να φτάσουμε στην Θεότητα. Θέωσις! Δεν μπορούμε να την φτάσουμε, τουλάχιστον να έχουμε την προαίρεσι. Δια της προαιρέσεως ο άνθρωπος γίνεται ασκητής, κοινοβιάτης, δια της προαιρέσεως γίνεται Μάρτυρας. Ας έχουμε τουλάχιστον αυτά στο νου μας, να δη ο Θεός ότι κάτι κάνουμε. Όπως λέει και ο Άγιος Νήφων, στους έσχατους καιρούς οι μοναχοί θα συναριθμηθούν με τους μεγάλους Πατέρες, γιατί το παράδειγμα θα λείψη, η πίστις θα λείψη. Θα είναι οι άνθρωποι χλιαροί και θα βλέπης ένα εδώ και ένα εκεί μοναχό, που να έχη πίστι και εργασία πνευματική. Πολλοί κλητοί, ολίγοι εκλεκτοί.
Απόσπασμα από το βιβλίο: Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου 1921-1995, Λόγια Καρδιάς, Έκδοσις Ι.Μ. Παναγίας Οδηγήτριας, Πορταριά Βόλου, Σελ. 185-187