Ο πατήρ Παΐσιος κόπιασε πολύ για την ολοκλήρωση του έργου αυτού, αλλά δεν αμέλησε ούτε στιγμή την πνευματική του εργασία, διότι «πάντα ηγείτο σκύβαλα, ίνα Χριστό κερδήση» (1). Ο Χριστός ήταν ο μόνος θησαυρός του, στον Χριστό είχε προσκολλημένη την καρδιά του. Και γι’ αυτό, ούτε απέκαμε στους πνευματικούς αγώνες ούτε αμελούσε. Αλλά «μάλλον προσέθετε επί την ζέσιν ετέραν ζέσιν, και επί την προθυμίαν πλειοτέραν προθυμίαν, και πόθον ένθεον επί τον πνευματικόν πόθον, οικοδομών και κατασκευάζων εν τη καρδία αυτού αναβάσεις των αρετών» (2).
Άγνωστες θα μείνουν οι πνευματικές βαθμίδες που ανήλθε ο Όσιος Παΐσιος αγωνιζόμενος στην Μονή Στομίου, μακράν του κόσμου αλλά και πολύ κοντά στον κόσμο. Βασική πάντως πνευματική του εργασία παρέμενε η συνεχής παρακολούθηση του εαυτού του. Αυτή τον οδηγούσε στην μετάνοια, η μετάνοια έφερνε ταπείνωση, ή ταπείνωση είλκυε την Χάρη του Θεού. Δύο περιστατικά που αργότερα διηγείτο ο Όσιος για πνευματική ωφέλεια φανερώνουν τον αγώνα που με πολλή επίγνωση έκανε εναντίον των ψυχικών παθών, αξιοποιώντας κάθε ευκαιρία, για να οικοδομή μέσα του τις δύο βασικές βαθμίδες των αρετών, την αγάπη και την ταπείνωση.
Μια Κυριακή είχε κατέβη για να εκκλησιασθή στην Κόνιτσα, και βλέποντας τον Ναό γεμάτο κόσμο, παρακάλεσε: «Θεέ μου, βάλε όλους αυτούς τους ανθρώπους στον Παράδεισο, κι εμένα, αν θέλης, βάλε με σε μια ακρούλα». Όταν πλησίαζε η ώρα της Θείας Κοινωνίας, ο ιερέας, ενώ πάντοτε τον κοινωνούσε μέσα στο Ιερό, στράφηκε προς το μέρος του και φώναξε: «Να βγης έξω, να κοινωνήσης τελευταίος, γιατί είσαι ανάξιος». Ο Πατήρ Παΐσιος βγήκε αμέσως έξω από το Ιερό, πήγε στο αναλόγιο και άρχισε να διαβάζη σιωπηρά την Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως. Έπειτα, καθώς πήγαινε τελευταίος να κοινωνήση, σκέφθηκε: «Ο Θεός φώτισε τον ιερέα και μου αποκάλυψε ποιος είμαι. Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησέ με, το κτήνος». Μόλις κοινώνησε, ένιωσε μέσα του μεγάλη γλυκύτητα και ανέκφραστη αγαλλίαση. Όταν τελείωσε η Θεία Λειτουργία, ο ιερέας έπεσε συντετριμμένος στα πόδια του και του ζητούσε συγχώρηση.
– Πως το έκανα αυτό! έλεγε
– Μη στενοχωριέσαι, Πάτερ, είπε ο Όσιος. Δεν φταις εσύ, εγώ φταίω. Σε χρησιμοποίησε ο Θεός, για να δοκιμάση εμένα.
Αργότερα έγραψε: «Στις δοκιμασίες που επιτρέπει ο Θεός δοκιμάζεται κανείς και διαπιστώνει μόνος του την πνευματική του κατάσταση. Ευτυχώς που επιτρέπει ο Καλός Θεός να δοκιμαστούμε, γιατί αλλιώς θα είχαμε κρυμμένα πάθη και παράλογες απαιτήσεις την ημέρα της Κρίσεως» (3).
Μια μέρα ανέβηκε στο Μοναστήρι κάποια γυναίκα, την οποία ο Πατήρ Παΐσιος είχε συμμαθήτρια στο Δημοτικό σχολείο. Αυτή, ενώ παλαιότερα είχε παραστρατήσει, τώρα πήγαινε συχνά στο Στόμιο και τον συμβουλευόταν. Έδειχνε μάλιστα ότι με τις συμβουλές του είχε διορθωθή, Κάποιο όμως Κονιτσιώτες του έλεγαν: «Πάτερ, αυτή η γυναίκα υποκρίνεται· εδώ φέρνει κεριά και λιβάνια, και κάτω συνεχίζει με τους αξιωματικούς». Εκείνη λοιπόν την ημέρα που η γυναίκα ανέβηκε στο Μοναστήρι, μόλις ο Πατήρ Παΐσιος την είδε να ασπάζεται τις εικόνες μέσα στο Εκκλησάκι, έβαλε τις φωνές: «Φύγε από ‘δω, της είπε, έχεις βρωμίσει όλη την περιοχή!». Η γυναίκα έφυγε κλαίγοντας. Δεν πέρασε πολλή ώρα όμως, και ο Πατήρ Παΐσιος αισθάνθηκε μεγάλο σαρκικό πόλεμο. «Τι είναι αυτό; είπε. Ποτέ μου δεν είχα τέτοιο πειρασμό. Τι συμβαίνει;» Δεν μπορούσε να βρη την αιτία. Έκανε προσευχή, αλλά ο πειρασμός συνεχιζόταν.
Μη ξέροντας λοιπόν τι να κάνη, πήρε ένα μικρό τσεκούρι και χτύπησε το αριστερό του πόδι αρκετές φορές, μήπως και με τον πόνο σταματήση ο πειρασμός. Το παπούτσι του γέμισε αίμα, αλλά ο πόλεμος δεν υποχωρούσε. Τότε βγήκε από το Μοναστήρι και πήρε τον ανήφορο για το βουνό. «Καλύτερα να με φάνε οι αρκούδες», σκέφθηκε. Δεν προχώρησε πολύ, και εξαντλημένος έπεσε κάτω. Εκεί, καθώς με πόνο ψυχής ζητούσε από τον Θεό βοήθεια, ήρθε ξαφνικά στον νου του εκείνη η γυναίκα και τα λόγια που της είχε πει. Αμέσως κατάλαβε ότι η κατάκριση μαζί με την σκληρή του συμπεριφορά ήταν η αιτία του πειρασμού. «Θεέ μου, είπε με συντριβή, εγώ για λίγο έζησα αυτήν την κόλαση και δεν μπορώ να την αντέξω, κι αυτή η ταλαίπωρη που την ζει συνέχεια!…Συγχώρεσέ με που την κατέκρινα». Μόλις είπε αυτά τα λόγια που είχαν μέσα βαθειά μετάνοια και πολλή αγάπη, ο πόλεμος εξαφανίσθηκε, και ο Πατήρ Παΐσιος ένιωσε να λούζεται από μία θεϊκή δροσιά.
Το γεγονός αυτό ο Όσιος το αποκάλυψε εξομολογητικά σε κάποιες περιπτώσεις, όχι για να υποδείξη αυτόν τον τρόπο αντιμετώπισης ενός σαρκικού πειρασμού, τον οποίο εκείνος από μαρτυρικό φρόνημα εφάρμοσε στον εαυτό του, αλλά για να δείξη πως η κατάκριση απομακρύνει την Χάρη του Θεού και αφήνει τον άνθρωπο εκτεθειμένο στα πυρά των πειρασμών.
Σημειώσεις:
1. Φιλλιπ. 3, 8
2. Κατηχήσεις του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Κατήχησις Τη Παρασκευή της β’ εβδομάδος, Περί ομονοίας και αγάπης και περί του υπομένειν ανδρείως τους κόπους της αρετής υπέρ του τυχείν της βασιλείας των ουρανών, εκδ. «Αγιορείτικης Βιβλιοθήκης», εκδ. Σωτήριος Ν. Σχοινάς, Βόλος 1975, σελ. 127
3. Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Επιστολές, σελ. 133-134
Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Άγιος Παϊσιος, ο Αγιορείτης», Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 2015, σελ. 213-216