Ὁ Γέρων Ἀρσένιος Σπηλαιώτης (1886-1983)
Ὁ συνασκητὴς τοῦ π. Ἰωσὴφ τοῦ Ἠσυχαστοῦ.
Μέσα σὲ λίγες σελίδες δὲν εἶναι εὔκολο νὰ σκιαγραφήσεις τὸν βίο καὶ τὴν πολιτείαν ἑνὸς μεγάλου ἀσκητοῦ τοῦ μεγέθους τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Ἀρσενίου. Στὴν καταγωγὴ ἦταν Πόντιος. Σὲ νεαρὰν ἡλικία πυρομένος ἀπὸ θεῖο ζῆλο ἀναχωρεῖ μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὴ Ρωσία μέχρι τὴ Βασιλεύουσα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μὲ πλοῖο καταφθάνει στοὺς Ἁγίους Τόπους, ὅπου ἀόκνως ὑπηρέτησε σχεδὸν μία δεκαετία στὸν Πανάγιον Τάφο καὶ σὲ ἄλλα προσκυνήματα.
Ἐκεῖ κατὰ θείαν οἰκονομία γνωρίστηκε μὲ τὸν γνωστὸ μεγάλον ἀσκητὴ τῆς Αἰγίνης, Ἱερώνυμο ἀπὸ τὸν ὁποῖον διδάχτηκε καὶ τὰ πρῶτα ἀνώτερα μαθήματα τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. Ἀλλὰ ἡ διψασμένη ἐκείνη ψυχή, πυρομένη ἀπὸ τὸν ἔνθεον ἔρωτα λέγοντας μετὰ τοῦ Δαυΐδ: «ἐδίψησε σὲ ἡ ψυχή μου ἐν γῆ ἐρήμω καὶ ἀβάτω καὶ ἀνύδρω», ἄφησε τοὺς θορύβους τοῦ κόσμου καὶ μετέβη στὸν Ἄθωνα, στὸ Ἁγιώνυμο περιβόλι τῆς Θεοτόκου.
Παραδομένος στὸ Πανάγιο Πνεῦμα σὰν σὲ πρῶτο σταθμὸ ἔμεινε λίγα χρόνια στὴν Ἱερὰ Μονὴ Σταυρονικήτα ὅπου καὶ ἔλαβε τὸ ἅγιο σχῆμα μετονομασθεῖς σὲ Ἀρσένιον ἀπὸ Ἀνατόλιος ὅπου ὀνομάσθη μὲ ρασοευχὴ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐκμεταλλευόμενος τὸ ἰδιόρρυθμο σύστημα τῆς μέχρι τότε λειτουργούσης Μονῆς, προέβη σὲ σκληροὺς καὶ ἀνώτερους ἀγῶνες. Ὅμως ἡ δίψα τῆς ἀσκήσεως πολὺ σύντομα τὸν ὤθησε… κατόπιν πληροφορίας ἄνωθεν νὰ ἐγκαταλείψη τὴ μοναστηριακὴ ζωὴ καὶ νὰ μεταβῆ στὴν ἀκρώρειαν τοῦ Ὅρους ἀναζητώντας ἀνώτερους ἀσκητὲς ὅπου μὲ τὴν διδαχὴ καὶ τὸ παράδειγμα τοὺς ὁδηγοῦν εἰς τὴν τελειότητα.
Βλέποντας ὁ Κύριος, τὸν εἰλικρινῆ πόθον του δὲν ἄργησε νὰ τοῦ φανερώση τὸ ποθούμενο. Καὶ τὸ ποθούμενο ἦταν ἕνας ἄλλος νέος, ὁ ὁποῖος ἔψαχνε ἀκριβῶς γιὰ τὸν ἴδιο σκοπὸν καὶ μὲ τὸν ἴδιον πόθο. Οἱ δύο αὐτοὶ νέοι γιὰ πρώτη φορὰ συναντήθηκαν ψηλὰ ἐκεῖ πάνω στὴν ἁγία κορυφὴ τοῦ Ἄθω. Καὶ ὅπως ὁ μαγνήτης ἕλκει καὶ ἑνώνεται μὲ τὸ σίδηρο, κὰτ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ Πανάγιον Πνεῦμα εἵλκυσε τὸν ἕνα πρὸς τὸν ἄλλο. Ἔκτοτε ἑνωμένοι τῷ Πνεύματι παρέμειναν οἱ δύο νέοι ἀχώριστοι κατὰ τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωκαν μεταξύ τους μέχρις ὅτου τοὺς ἐχώρησε ὁ θάνατος.
Ὁ ἄλλος νέος ἦταν ὁ μεγάλος μετέπειτα νηπτικὸς ἀσκητὴς τοῦ 20ου αἰῶνος Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής, ὁ ὁποῖος τότε μὲ τὸ λαϊκό του ὄνομα λεγόταν Φραγκίσκος Κώττης. Οἱ δύο αὐτοὶ νέοι ἔκτοτε ὡσὰν μέλισσες μάζεψαν ὅτι τὸ πιὸ ἐκλεκτὸ εἶχε τότε ἡ ἔρημός του Ἁγίου Ὅρους προκειμένου νὰ τρυγήσουν τοὺς γλυκύτατους καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γνωρίστηκαν πρῶτα μὲ τὸν φημισμένο Γέροντα Δανιὴλ τὸν Κατουνακιώτη, μὲ τὸν Καλλίνικον τὸν Ἡσυχαστή, μὲ τὸν Γεράσιμο, μὲ τὸν Ἰγάτιο καὶ ὅσα ἄλλα εὔοσμα ἄνθη τῆς ἐρήμου.
Γράφει σὲ μία ἐπιστολὴν ὁ ἀείμνηστος Ἰωσήφ:«τὰ σπήλαια ὁλοκλήρου του Ἄθωνα μὲ ἐδέχοντο ἐπισκέπτην, βῆμα πρὸς βῆμα… ἴνα εὕρω πνευματικὸν νὰ μὲ διδάξη οὐράνιον θεωρίαν καὶ πράξιν».
Ἔτσι λοιπὸν ψάχνοντας βρῆκαν καὶ καὶ τὸ ἐκλεκτώτερο ρόδο τῆς ἐρήμου τὸν πάπα-Δανιὴλ τὸν Ἡσυχαστὴν ἐκεῖ ψηλὰ στὴ σπηλιὰ τοῦ Ἁγίου Πέτρου. Ὁ ἀσκητὴς αὐτὸς λειτουργοῦσε κάθε βράδυ μεσάνυχτα καὶ ἡ λειτουργία κρατοῦσε 3-4 ὧρες, διότι ἀπὸ τὴν πολλὴν κατάνυξη καὶ αἴσθηση τοῦ μυστηρίου ἡ λειτουργία γινόταν μὲ πολλὲς διακοπὲς καὶ πάντοτε τὸ ἔδαφος γινόταν λάσπη ἀπὸ τὰ πολλὰ δάκρυα. Ὁ Γέροντας αὐτὸς ἦταν προικισμένος μὲ πολλὰ χαρίσματα μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸ προορατικὸ χάρισμα. Ζοῦσε μὲ συνεχῆ ξηροφαγία καὶ μονοφαγία ὅλο τὸ ἔτος.
Ἂπ΄ αὐτὸν οἱ δύο ἀσκητὲς Ἰωσὴφ καὶ Ἀρσένιος παρέλαβαν τὴν τάξιν τῆς μονοφαγίας καὶ ξηροφαγίας, ἀλλὰ καὶ τὴν τάξιν τῆς παντοτινῆς ἀγρυπνίας. Στὸ διάστημα τῆς ἀγρυπνίας ὁ Γέρων Ἀρσένιος καθὼς ὁ ἴδιος μου ὁμολόγησε ἔβγαζε ἐπὶ πολλὰ χρόνια 3.000 γονυκλισίες κάθε βράδυ καὶ ἡ ὑπόλοιπη ἀγρυπνία γινόταν μὲ ὀρθοστασία. Ὅσο γιὰ ἀνάπαυση γιὰ πολλὰ χρόνια κρεββάτι δὲν φιλοξένησε τοὺς δύο ἀσκητές. Μετὰ τὴν ὁλονύχτια κοπιαστικὴ ἀγρυπνία ἐπρόσφεραν λίγο φόρο στὸ σαρκίον καθήμενοι σὲ σκαμνάκι.
Ὅσο γιὰ φαγητό; Καθημερινὰ μονοφαγία, τὸ δὲ κυριότερο γεῦμα παξιμάδι μάλιστα πολλὲς φορὲς μουχλιασμένο καὶ σκουλικιασμένο. Τὸ Σαββατοκυρίακο, ἂν ἔβρισκαν, ἔτρωγαν καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτὸς κρέατος, ἀλλὰ καὶ πάλιν ἅπαξ (μονοφαγία).
Πέραν αὐτῶν ὁ Γερὸ-Ἀρσένιος ἐπεμελεῖτο καὶ τὶς χειρονακτικὲς ἐργασίες. Ζώντας τὰ πρῶτα χρόνια ἐκεῖ ψηλὰ στὰ βράχια του Ἁγίου Βασιλείου, ἀνεβοκατέβαινε 1-2 ὧρες ἀπότομο ἀνήφορο ἀνεβάζοντας προμήθειες ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἑαυτοὺς τοὺς ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τους ἀσκητές. Κουβαλοῦσε στοὺς ὤμους πέτρες καὶ διάφορα ὑλικὰ γιὰ τὴν συντήρηση καὶ ἐπισκευὴ τῶν λιθόκτιστων καλύβων καὶ πεζουλιῶν.
Ἐπειδὴ τὰ ἔργα αὐτὰ εἶναι ἀνώτερα τῶν ἀνθρωπίνων δυνάμεων, ρωτώντας κάποτε τὸν παππού, μοῦ ὁμολόγησεν, ὅτι μόλις ἔβαζε μπροστὰ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντα τὸ φορτίο ξελάφρωνε καὶ μία ἀνώτερη δύναμη τὸν ἔσπρωχνε, ὥστε μὲ μεγάλη εὐκολία ἀνέβαινε ἐκεῖνο τὸν ἀνήφορο καὶ μάλιστα μέσα στὸ λιοπύρι τοῦ καλοκαιριοῦ, μὲ τὴν εὐχὴ ἀδιάλειπτη στὰ χείλη.Η συνοδεία του Γέροντος Αρσενίου του Ησυχαστού στο παρά τις Καρυές, Ιερό Χιλανδαρινό Κελλίο Αγίου Νικολάου, Μπουραζέρι, κατά την περίοδο 1967-1979.
Ὅσο γιὰ περιβολή; Γιὰ πολλὰ χρόνια οἱ δύο ἀσκητές, χειμώνα καλοκαίρι, ζοῦσαν ρακένδυτοι καὶ ξυπόλητοι σὲ βαθμό, ποὺ πολλοί τους θεωροῦσαν «σαλούς». Δὲν ἤσαν σαλοὶ κατὰ κόσμον, ἀλλὰ διὰ Χριστόν. Γὶ΄ αὐτοὺς ἅρμοζε ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου: «περιῆλθον ἐν μηλωταῖς ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἢν ἄξιος ὁ κόσμος· ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γὴς (Ἑβρ. ἴα΄ 37-38).
Οἱ δύο μεγάλοι αὐτοὶ ἀσκητές, ἀφοῦ ἔζησαν σχεδὸν εἴκοσι χρόνια ἐκεῖ ψηλὰ στὴ σκήτη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, τὸ 1938 ἀποφάσισαν νὰ κατέβουν χαμηλώτερα στὴ Μικρὰ Ἁγία Ἄννα μαζὶ μὲ μία μικρὴ συνοδεία ποὺ ἤδη προσκολλήθηκε κοντά τους. Ἐκεῖ παρέμειναν μέχρι τὸ 1953. Μετὰ τὸ ?53 μετέβησαν ἀκόμα πιὸ χαμηλὰ στὴ Νέα Σκήτη. Ὁ μεγάλος ἀσκητὴς Ἰωσὴφ ἤδη ἀπῆλθε πρὸς τὰ οὐράνια τὸ 1959. Δὲν ἀξιώθηκα νὰ τὸν γνωρίσω. Ἀξιώθηκα ὅμως τὸ 1964 νὰ πρωτογνωρίσω τὸ Γέροντα Ἀρσένιο. Ἡ ἀρετὴ τοῦ ἀειμνήστου Γέροντά μου Πάπα Χαραλάμπους, ὑποτακτικοῦ τότε τοῦ Γέροντος Ἀρσενίου, ἀλλὰ καὶ θείου καὶ ἀναδόχου του κατὰ σάρκα, θεία χάριτι μὲ σαγήνεψαν ὥστε ἔκτοτε νὰ παραμείνω μαζί τους μέχρι τῆς ὁσίας τελευτῆς τους.
Μὲ τὸν Γέροντα Ἀρσένιον ἔζησα δεκαοκτὼ συναπτὰ ἔτη. Ἐγνώρισα τὴν ἀρετή του· τοὺς πλούσιους καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη κ.λ.π., ἀλλὰ πρὸ πάντων τὴν μακαρίαν ἁπλότητα καὶ ἀκακία, τὴν εὐθύτητα, τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴ μεγάλη ταπείνωση, τὸ μεγάλο ἀγωνιστικὸ φρόνημα κ.α.
Ἐπιλήψει μὲ ὁ χρόνος διηγούμενον περὶ τῆς θαυμαστῆς ζωῆς τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἀσκητοῦ. Ὅμως ὁ χῶρος δὲν ἐπιτρέπει.
Ἐν κατακλείδι, παραθέτω σπαράγματα ἀπὸ τὸν πρόλογον τοῦ βιβλίου «Γέρων Ἀρσένιος Σπηλαιώτης», ἀπὸ ἕνα ἄλλο ἐκλεκτὸ μέλος τῆς συνοδείας του, τὸν ἀείμνηστον Γέροντα Ἰωσὴφ Βατοπαιδινόν: «Γιὰ τὸν Γέρο Ἀρσένιον, ἰσχύει τὸ εὐαγγελικὸ ‘’ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ὢ δόλος οὐκ ἔστι’’ Ἦτο ἐκ φύσεως εὐθύς, ἁπλός, ἄκακος, πράος, ὑπήκοος καὶ κὰτ΄ ἐξοχήν, σπάνιος ἀγωνιστὴς καὶ ἀκτήμων.
Ὅταν ἀγρυπνοῦσε, ἀπὸ βραδὺς ξεκινοῦσε μὲ χιλιάδες γονυκλισίες καὶ ὁλονύκτιον ὀρθοστασίαν μέχρι νὰ ξημερώση. Πολλὲς φορὲς ὁ παπποὺς αὐτὸς δὲν ἐννοοῦσε νὰ ξεκολλήση ἀπὸ τὴν εὐχήν. Πλησιάζαμε στὸ παράθυρο. Ἦταν μεταρσιωμένος.
– Γέροντα ἦλθε ἡ ὥρα τῆς δουλειᾶς, καὶ ὁ παπποὺς ἀφοῦ συνερχόταν ἀπαντοῦσε μὲ ἁπλότητα
– Ξημέρωσε κιόλα;»
Μὲ τὸν ἅγιον αὐτὸν παπποὺ ἔζησα τρία χρόνια στὴν Νέα Σκήτη· δώδεκα στὸ Χιλανδαρινὸ κελλὶ «Μπουραζέρι»καὶ τὰ τελευταία τρία χρόνια της ζωῆς του στὴν εὐαγῆ Ἱερὰ Μονὴ Διονυσίου, ὅπου λόγω λειψανδρίας προσκλήθηκε ὁ ἀείμνηστος Γέροντάς μου Πάπα Χαράλαμπος νὰ τὴν στελεχώση ἀναλαμβάνοντας καὶ τὰ σκῆπτρα τῆς ἡγουμενίας. Ἡ Μονὴ αὐτὴ τιμᾶται ἒπ΄ ὀνόματι τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
Σ΄ ὅλα του τὰ χρόνια ὁ Γέρων Ἀρσένιος εἶχε προστάτην τὸν Μέγαν Πρόδρομον. Ἐκεῖ λοιπὸν στὴ Μονὴ πλήρης ἡμερῶν μὲ ὀσιακὸ τέλος ἀφῆκε τὴν τελευταία του ἀναπνοὴ στὶς 2/15 Σεπτεμβρίου τοῦ 1983 στὰ χέρια τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου. Αἰωνία αὐτοῦ ἡ μνήμη.Ο Πανοσιολιώτατος Αρχιμανδρίτης κ. Χαράλαμπος (ηγούμενος τότε) της Ιεράς Μονής Αγίου Διονυσίου δίνει κατά την διάρκεια της κηδείας τον τελευταίο ασπασμό στον μακαριστό Γέροντα Αρσένιο.
Ὁ Πανοσιολιώτατος Ἀρχιμανδρίτης κ. Χαράλαμπος (ἡγούμενος τότε) τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Διονυσίου δίνει κατὰ τὴν διάρκεια τῆς κηδείας τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ στὸν μακαριστὸ Γέροντα Ἀρσένιο.
Ἂς ἔχουμε τὴν εὐχήν του
Ἰωσὴφ Μ.Δ.