Ο Μέγας Αντώνιος δεν έχει ορίσει τυχαίως την σειρά των κανόνων. Όλοι έχουν μία φυσική εξέλιξι, αποτελούν ένα ολόκληρο οικοδόμημα. Η μία έννοια εξελίσσεται με την επόμενη. Μας είχε πει προηγουμένως, εάν δεν θέλωμε να επανέλθωμε στην παλαιά μας ζωή, να μην είμαστε γαστρίμαργοι. Αυτό έχει σημασία, για να προχωρήσωμε στον ανωτέρω κανόνα. Όποιος αρχίζει να χάνη την σχέσι του με την μετάνοια, παθαίνει μία ανισορροπία· καταλήγει πρώτα στα φαγητό, μετά στην αργολογία και τέλος στην προσπάθεια να ελκύση την αγάπη των άλλων, να γίνη το κέντρο της ζωής, να θέλη να είναι κάτι στο περιβάλλον του. Αλλά κανείς δεν τον αναγνωρίζει, διότι ο καθένας είναι στραμμένος στα δικά του προβλήματα, στις δικές του έγνοιες, στη δική του ζωή. Έτσι, αρχίζει και αρρωσταίνει.
Εάν εσύ θέλης την καινή ζωή, άφησε πρώτα την γαστριμαργία και εν συνεχεία προσπάθησε να κουράζεσαι όσο μπορείς περισσότερο. Δικός σου κόπος είναι η εργασία σου, ο κανόνας σου και η λατρεία σου. Αυξάνει ο κόπος, η προσευχή σου, η νηστεία σου, η κοινωνία σου; Σε αγαπούν όλοι οι αδελφοί σου; Αν ναι, τότε ο Θεός θα σου δώση την ησυχία, τις προϋποθέσεις της αναμαρτησίας.
Εμείς οι άνθρωποι είμεθα ανικανοποίητοι από όλα, δεν θα πούμε ποτέ ευχαριστώ στον Θεόν. Και αν ακόμη κατέβουν οι άγγελοι και η Παναγία, για να μας φωτίσουν και να μας βεβαιώσουν και να μας ευλογήσουν, ούτε τότε θα είμαστε ευχαριστημένοι. Όταν θα φύγουν, θα διαμαρτυρηθούμε: Γιατί έφυγε η Παναγία; τι έκανα; Χρειαζόμαστε την ησυχία, την βεβαιότητα του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά μας.
Ησυχία είναι η εσωτερική και εξωτερική ατμόσφαιρα του πνευματικού ανθρώπου, η ειρήνη, ο φωτισμός της καρδιάς, η οποία μετά βεβαιότητος κράζει από τα βάθη, «αββά ο πατήρ» (Γαλ. 4, 6). Μέσα στην καρδιά μας είναι ο ίδιος ο Θεός. Εκεί ομολογεί και αποκαλύπτει την παρουσία Του και την θεότητά Του.
Η ησυχία, η ειρήνη της ψυχής, η δυνατότητα να ζη κανείς τον Θεόν ησύχως, έχει απολεσθή με την αμαρτία. Ο άνθρωπος δεν ευρίσκει πουθενά ησυχία, ούτε στο κελλί του ούτε στην προσευχή του. Προσεύχεται και νοιώθει ότι η προσευχή του δεν ακούγεται από τον Θεόν, οπότε δεν αναπαύεται ούτε στην μοναξιά ούτε στην κοινωνία. Βέβαια, η κοινωνία ποτέ δεν αναπαύει. Μόνο η αίσθησις της ενότητος τους ενός σώματος μπορεί να μας αναπαύση. Έτσι, ο άνθρωπος βασανίζεται συνεχώς και αναφωνεί: «Ταλαίπωρος εγώ» (Ρωμ. 7, 24). Οι κόποι του φαίνονται βαρείς. Αλλά ο άγιος λέγει: «Μη θέλης αμέσως την απόλαυσι, την χαρά· μη θέλης να ανακτήσης αμέσως την αρχέγονη δικαιοσύνη, διότι την κουρέλιασες. Τώρα η πορεία σου, η τρίβος σου, είναι οι οδύνες σου, και κατά το πλήθος των οδυνών σου θα λάβης την ησυχία, την ειρήνη και την χάρι (βλ. Ψαλμ. 93, 19).
Ο άνθρωπος όμως, ενώ φταίει ο ίδιος διότι αμαρτάνει, ενώ στην πραγματικότητα λέγει «απόστα απ’ εμού, Θεέ μου» (Ιώβ, 21, 14), όταν επιστρέφη έχει απαιτήσεις από τον Θεόν· θέλει εν τω άμα την επαναφορά του. Αν το έκανε αυτό ο Θεός, θα χανόταν κάθε ελπίδα σωτηρίας, και ο άνθρωπος θα γινόταν ένα τέρας. Το μόνο που μπορεί να τον κάνη κηρόν τηκόμενον και θυμίαμα ευάρεστον ενώπιον του Θεού είναι οι οδύνες, ο κόπος. Δέξου λοιπόν τον κόπο, αφού εσύ μόνος σου τον έβαλες στην ύπαρξί σου. Μην αποφεύγης τους κόπους, επειδή δεν βρίσκεις ανάπαυσι, ευφροσύνη, ειρήνη. Όταν θα κοπιάζης, όπως λέγει το Ψαλτήρι (Ψαλμ. 6, 7· 68, 4 κ.α.) και οι Πατέρες, ταχέως θα λάβης το Άγιον Πνεύμα, την άνεσι της αγρυπνίας και της ειρήνης, την ανάπαυσι της ησυχίας. Να είσαι βέβαιος, λέγει ο Θεός, ότι θα σου δοθή η ησυχία, μόλις η ψυχή σου θα είναι έτοιμη. Όσο δεν σου την δίνω, τόσο είσαι ανέτοιμος. Εάν σου την δώσω, θα είναι προς απώλειά σου. Εσύ αγωνίζου, διότι τώρα η παράστασίς σου ενώπιον μου είναι οι αδιάλειπτοι κόποι σου. Αυτό είναι το μαρτύριό σου, αυτή είναι η οδός σου. Πρέπει να αγαπήσεις τις οδύνες σου, τους κόπους σου, για να αποδείξης ότι με αγαπάς.
Ο κόπος και η πίστις ότι ιστάμεθα ενώπιον του ορώντος και ελεούντος Θεού μας παρέχουν την άνεσι, την ελευθερία, την ελπίδα, διότι ξέρομε, «ου του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος, αλλά του ελεούντος Θεού» (Ρωμ. 9, 16). Αλλοίμονο αν εξηρτάτο η ησυχία και η ειρήνη από εμάς. Αλλά τι παρήγορο! Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά, λέγει ο Θεός, είναι δική μου. «Μη θελήσει θελήσω τον θάνατον του αμαρτωλού…ως το αποστρέψαι αυτόν εκ της οδού της πονηράς και ζην αυτόν»; (Ιεζ. 18, 23).
Ένας ολόκληρος Θεός ζη μόνο και μόνο για να μας αναπαύση. Διαφορετικά δεν θα μας έφερνε στην ζωή· αφού μας έφερε, γι’ αυτό ζη. Τι ελπίδα! τι άνεσι μας δίνει! Ελάχιστο καθαρό μυαλό και καθαρή καρδιά να είχαμε, θα αναφωνούσαμε: Μα τέτοιος Θεός υπάρχει και δεν μπόρεσα να τον καταλάβω μέχρι σήμερα! «Αυτώ μέλει περί εμού» (Α’ Πετρ. 5,7). Αυτός το έχει αποφασίσει, το έχει υποσχεθή και θα μας το κάνη. Τότε εγώ τι κάνω; Εγώ πάσχω, παλεύω, βογγώ, ταλαιπωρούμαι, αλλά, έχω την επίγνωσι ότι όλο αυτό το πάθος είναι μια θεϊκή πορεία· μαζί μου είναι ο ίδιος ο Θεός, ο ελεών Θεός, και αποκλείεται να μου κάνη κάτι άλλο, από το να με σώση.
Όταν λοιπόν εγώ πράγματι αγαπώ τον Θεόν και πιστεύω σε αυτόν, τότε αγαπώ τον μόχθο. Όταν όμως αγαπώ τον εαυτό μου και θέλω την ανάπαυσί μου και όχι την δόξα του Θεού, τότε μου είναι ταλαιπωρία και μόχθος, διότι δεν ικανοποιεί τον εγωισμό μου, το να γίνω μεγάλος άνθρωπος σε αυτή την ζωή.
Για να βεβαιωθούμε πόση αξία έχει ο κόπος και ο μόχθος, θα αναφέρωμε το βίωμα ενός ανθρώπου, το οποίο έζησε την ώρα της προσευχής.
«Άρχισα να λέω την ευχή με το κομποσχοίνι. Προσπαθούσα να βάλω τον νου μου στην καρδιά, αλλά μου φαινόταν πως η αναπνοή μου σταματούσε. Δεν σταμάτησα. Πήρα μερικές βαθειές εισπνοές και συνέχισα την προσπάθειά μου. Μετά από λίγο δεν χρειάσθηκε καμιά προσπάθεια. Ένοιωσα να βγαίνη η ευχή από την καρδιά με έναν συνεχή ρυθμό».
Η ευχή δεν είναι δική μας επιτυχία, αλλά ζήτησις και εύρεσις· η ζήτησις φέρνει την εύρεσι. Ενώ πήγαινε να βρη την ευχή, αυτή ξεπήδησε, όπως πετάγεται το νερό στο συντριβάνι ανοίγοντας κάποια βάνα.
«Τότε χάρηκα πολύ, γιατί είδα ότι ολόκληρος είμαι τυλιγμένος από μια χαρά και μια ειρήνη και αγαλλίασι».
Ενώ κατέβαλλε κόπους και μόχθους, τώρα, λέγει, «ολόκληρος είμαι τυλιγμένος από μια χαρά, μια ειρήνη και μια αγαλλίασι». Η χαρά, η ειρήνη και η αγαλλίασις είναι σχεδόν ίδιες έννοιες, αλλά ο άνθρωπος προσπαθεί να μεταφράση το βίωμά του με πολλές λέξεις χωρίς να μπορή.
«Ενώ άλλες φορές ούτε ένα τέταρτο δεν μπορούσα να σταθώ ακίνητος στην καρέκλα, τώρα διαπίστωσα ότι είχαν περάσει δύο ολόκληρες και δεν είχα κουνηθή καθόλου από την θέσι μου».
Όταν βγαίνη από μέσα μας η χάρις, έτσι γίνεται. Εμάς όμως πρέπει να μας ενδιαφέρει ο κόπος, όχι τα αποτελέσματα. Ο αδελφός δεν θα πάρη αμοιβή γιατί έτρεξαν από μέσα του γάργαρα νερά της χάριτος, αλλά για τον κόπο του. Όσο περισσότερο κοπιάζουμε, τόσο περισσότερο θα αμειφθούμε, έστω και αν αυτός ή κάποιος άλλος αδελφός μου αμείφθηκε πιο γρήγορα από μένα. Δεν έχει σημασία πότε θα πάρωμε την χάρι, αλλά ποιο θα είναι το αποτέλεσμα, το τελικό βραβείο που θα μας δώση ο Θεός.
Ας αναφέρωμε ένα ακόμη όμορφο βίωμα που δείχνει την αξία του κόπου.
«Η κάθε κατήχησις με γεμίζει με τόση χαρά, που δεν βρίσκω λόγια να ευχαριστήσω τον Θεόν. Θέλω τόσο πολύ να κατορθώσω τα λόγια που ακούω, αλλά φοβάμαι ότι τα πιο πολλά θα τα ξεχάσω».
Οι άνθρωποι στον κόσμο πολύ ταλαιπωρούνται, παίρνοντας αποφάσεις ποιες αμαρτίες θα κόψουν. Ποιος όμως μπορεί να κόψη τις αμαρτίες; Η, λέγουν, σήμερα θα αποκτήσω την υπομονή και την ταπείνωσι. Και κατόπιν εξετάζουν και ξαναεξετάζουν τον εαυτό τους αν τις απέκτησαν.
«Εύχομαι στην πράξι η καρδιά να μιλήση πιο έντονα από τον νου. Πράγματι, η τελειότης δεν είναι κάτι θαμπό, κάτι αβέβαιο, απλησίαστο και ανέφικτο».
Όλοι, όταν μιλούν για την τελειότητα και την πνευματική ζωή, νομίζουν ότι κάτι έχουν και αυτοί. Αλλά η τελειότης δεν είναι κάτι θαμπό, απλησίαστο. Στον κόσμο αφήνεις την αμαρτία, τελικώς όμως ζης μέσα στην αμαρτία, στις μέριμνες, στα αγκάθια, που λέγει η παραβολή (Ματθ. 13, 7) και μόλις πας να βάλης το χέρι σου στην τελειότητα, αμέσως το παίρνεις, γιατί δεν μπορείς, δεν αντέχεις τα αγκάθια. Σου φαίνεται απλησίαστη, ανέφικτη η τελειότης· είναι όμως κάτι που εφαρμόζεται στην καθημερινή μας ζωή. Όπως εφαρμόζει το καπάκι στην κατσαρόλα, έτσι ακριβώς εφαρμόζεται και η τελειότης στην μοναχική ζωή.
«Αυτό μου δίνει πολλή χαρά, διότι ο πόθος για την τελειότητα δεν είναι μια φιλοδοξία».
Ο πόθος για την τελειότητα είναι φιλοδοξία για τους ανθρώπους που αποφεύγουν τον κόπο και ασχολούνται με το τι θα δώση ο Θεός σε αυτούς και στους άλλους· μάλιστα παραπονούνται στον Θεόν, γιατί να δώση στους άλλους και όχι σε αυτούς. Ο φιλόδοξος κοιτάζει τα αποτελέσματα, ο ταπεινός τον κόπο.
Ο πόθος για την τελειότητα δεν είναι μία φιλοδοξία ούτε ελπίς μελλοντική. Δεν είναι ένας απηγορευμένος τόπος, δεν είναι κάτι που θέλεις να το πιάσης αλλά δεν μπορείς. Γίνεται απτό βίωμα. Αλλά ενώ είναι απτό βίωμα, εν τούτοις δεν χάνει την ιερότητα και το θεϊκό του σχήμα. Η τελειότης, η πνευματική ζωή είναι ο ίδιος ο Θεός.
Όλα όσα λέγει ο Μέγας Αντώνιος είναι τεκμηριωμένα ψυχολογικά και αγιογραφικά. Ο άγιος μιλάει απλά. Εσύ λέγει, μην αποφεύγης τους κόπους, και το τέρμα τους θα είναι ακριβώς την ώρα που πρέπει· ο Θεός θα σου σταματήση τα φάρμακα, τότε που πρέπει.
Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή που διερχόμεθα είναι περίοδος φαιδρών αγώνων, αποδεκάτωσις του χρόνου, υπόμνησις της ουρανίου βιοτής. Είναι επίσης προσέγγισις του Θεού, αρκεί να αρχίσωμε με την νηστεία και να προχωρήσωμε με την ταπείνωση και με τον κόπο. Τότε η ανάστασις θα έρθη μόνη της. Χωρίς να καταλάβωμε, θα συναναστηθούμε με τον Κύριον. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή ας χωρίση την παλαιά ζωή μας από αυτήν που μπορεί να αρχίση τώρα εν τη καινότητι και εν τω φωτί του Θεού.
Απόσπασμα από το βιβλίο: Νηπτική Ζωή και Ασκητικοί Κανόνες, Ερμηνεία στους Οσίους Πατέρες Αντώνιο Αυγουστίνο και Μακάριο, Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, Εκδόσεις «ΙΝΔΙΚΤΟΣ», 2011