Home ΑΡΧΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΝΗΠΤΙΚΟΙ Πατήρ Χαράλαμπος Διονυσιάτης: Περί Νοεράς Προσευχής

Πατήρ Χαράλαμπος Διονυσιάτης: Περί Νοεράς Προσευχής

794
Γέροντας Χαράλαμπος Διονυσιάτης
Γέροντας Χαράλαμπος Διονυσιάτης

– Γέροντα έχω μελετήσει βιβλία των νηπτικών πατέρων περί νοεράς προσευχής. Προσπάθησα να εφαρμόσω αυτά που γράφουν. Μπορώ να πω ότι ωφελήθηκα αλλά δεν βλέπω αποτελέσματα, σαν αυτά που αναφέρουν οι άγιοι πατέρες.

– Πόσον καιρόν προσπαθείς να προσεύχεσαι;

– Σχεδόν δύο χρόνια.

– Δύο χρόνια· κάμποσος καιρός. Έχεις κανένα οδηγόν, να σε συμβουλεύει, πώς να προσεύχεσαι;

– Και μόνο γι’ αυτό το ζήτημα άγιε Γέροντα, αναγκάστηκα ν’ αλλάξω δύο πνευματικούς. Δυστυχώς, όχι μόνο δεν ήξεραν να οδηγήσουν, αλλά συγχρόνως με αποθάρρυναν. Τους έλεγα: «Διψώ να μάθω την νοεράν και αδιάλειπτον ευχήν». Μου απαντούσαν: «Δεν είναι αυτά για μας, παιδάκι μου. Αυτά, μόνον οι άγιοι τα κατόρθωσαν. Όσοι επιχείρησαν να τους μιμηθούν, επλανήθησαν. Ξέρεις το «Πιστεύω»; Ξέρεις το «Πάτερ ημών»; Φθάνει. Το πολύ άντε διάβασε και από το ρολόι-σύνοψη της εκκλησίας και κάτι άλλο, πριν κοιμηθής…». Κάτι τέτοια άκουσα. Τελικά βρήκα έναν πνευματικόν ο οποίος μου είπε: «Εδιάβασα κι εγώ παιδάκι μου, πολλά για την νοεράν προσευχήν· προσπάθησα· κάτι βρήκα. Όμως για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω αυτό το χάρισμα, να οδηγώ τους άλλους. Ε, όχι όμως και να σου απαγορέψω να προσεύχεσαι. Αυτό είναι η μεγαλύτερη πλάνη. Έχει όμως τουλάχιστο στο Άγ. Όρος ειδικούς, που μπορείς να πας να σε καθοδηγήσουν, αν ενδιαφέρεσαι να προοδέψης, στο ευλογημένο έργο της αδιάλειπτης προσευχής». Είναι η πρώτη φορά που αξιώθηκα να ανέβω στο Αγ. Όρος. Μου σύστησεν ένας μοναχός, να έλθω κοντά σας. Σας παρακαλώ να με βοηθήσετε.

– Απ’ όσα ακούω, παιδί μου, είμαι δυστυχώς κι εγώ απογοητευμένος από μερικούς πνευματικούς. Θεός σχωρέσει (αντιστοιχεί με το μπράβο-να είσαι ευλογημένος) τον τελευταίον σου πνευματικόν. Δεν ξέρει· δεν κόβει και τον άλλον. Μωρέ πολύ σωστάν είπεν. Πλανεμένος είναι, όχι αυτός που λέει ευχήν (Κύριε Ιησού Χριστέ…), αλλά αυτός που δεν λέει· και ακόμα χειρότερα, αν εμποδίζει και τους άλλους να λένε.

Δεν λέω· ομολογώ εγνώρισα πολλούς, που ξεκίνησαν να λένε ευχήν και πλανήθηκαν. Όμως γιατί πλανήθηκαν; Γιατί δεν είχαν οδηγόν. Όποιος νομίζει ότι δεν χρειάζεται οδηγόν, είναι πλανεμένος. Έχει εγωϊσμόν. Εγωϊστής και νοερά προσευχή, είναι πράγματα αντίθετα.

Τέτοιους πλανεμένους έχουμε ακόμα και στο Αγ. Όρος. Έρχονται μερικοί κοντά μου. Αντί να εξομολογηθούν και να συμβουλευτούν, ο σκοπός τους είναι να μου αποδείξουν ότι είναι θεοφόροι. Μου λέει τις προάλλες ένας: «Εγώ πνευματικέ, απόκτησα την νοεράν προσευχήν». «Μωρέ, του λέω, χαράς ευαγγέλιο. Και ποιον πνευματικόν συμβουλεύεσαι»; Άρχισε να αντιδρά και να θυμώνη. «Εγώ, λέει, πνευματικόν; Είμαι εγώ σε θέσιν να κάμω μάθημα σ’ εσάς τους πνευματικούς. Εγώ μιλώ με τον ίδιον τον Χριστόν, με την Παναγία. Βλέπω φώτα, αγίους κλπ». Μόλις τον είπα ότι όλα αυτά είναι σατανικά, εθύμωσε έφυγεν αγανακτισμένος.

Ε· να παιδί μου, αυτοί είναι πλανεμένοι. Ξέρω πάλιν άλλους· στην αρχή ρωτούσαν για να μάθουν την ευχήν, αλλά από το θέλημά τους δεν βγαίνουν. Θεληματάρης και ευχή, μέρα με την νύχτα. Θέλημα, σημαίνει εγωϊσμός. Αποτέλεσμα: που να βρουν ευχήν! Τα βρήκαν μπαστούνια. Απογοητεύτηκαν, σταμάτησαν την ευχή, και το φοβερό, έγιναν μεγαλύτεροι πολέμιοι της νοεράς προσευχής. Μόλις έβλεπαν κανένα καλογέρι να τραβά κομποσχοίνι εδαιμονίζονταν, του τραβούσαν από το χέρι το κομποσχοίνι και του αγρίευαν σαν σκυλιά, φωνάζοντάς τον, είναι πλανεμένος. Ήλθαν τα ίδια τα καλογέρια και μου το λέγανε. Κατάλαβες τώρα πως ο σατανάς το γυρνά καπάκι; Ο πλανεμένος βρίζη αυτόν που προσεύχεται, για πλανεμένον.

– Ώστε πράγματι πάτερ, είναι δύσκολο απ’ ότι λέτε, να μάθουμε την νοεράν προσευχήν!

– Στην ακολουθίαν της καλογερικής γράφει «τα καλά κόποις και πόνοις κατορθούνται». Ξέρεις τι θα πη ν’ αποκτήσης την νοεράν προσευχήν; Σημαίνει να αποκτήσης τον ίδιον τον Θεόν, μέσα σου. Τον ζεις· τον αισθάνεσαι· ανοίγουν τα μάτια της ψυχής σου. Βλέπεις μ’ αυτά τα μάτια μέσα σου τον Χριστόν. Αισθάνεσαι μέσα σου, την ευδαιμονία της βασιλείας Του. Το καταλαβαίνεις;

– Πάτερ το πιστεύω. Εγώ όμως δεν είμαι άξιος για τέτοια πράγματα. Προσπάθησα· εζόρισα το μυαλό μου με εισπνοή και εκπνοή, όπως γράφουν οι πατέρες, αλλά δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Ο νους μου αλλού ταξίδευε. Έφθασα σε σημείο να απογοητευτώ κι εγώ ότι δεν είναι για μας πράγματι αυτή η προσευχή.

– Βρε, ευλογημένε, δεν σου είπα, ότι μόνο με τα βιβλία προκοπή δεν γίνεται; Ότι χρειάζεται και οδηγός; Εσύ μονομιάς θέλεις να φθάσης το τέλειον. Αμέσως θέλεις να μάθης με εισπνοή και εκπνοή! Ώσπου να φθάσης εκεί θέλεις ακόμα ψωμιά…Θα σου δείξω, όμως, πώς να βάλης αρχήν. Αλλά θα ξεκινήσουμε από το άλφα.

Το πρώτο μάθημα είναι να λέμε την ευχή προφορικά με το στόμα, και μάλιστα όσο μπορούμε, καθαρά και γρήγορα. Όμως πρόσεξε. Σαν εμείς λέμε την ευχή, έρχεται ο σατανάς και σφυροκοπά στο μυαλό, ένα σωρό λογισμούς και φαντασίες. Όταν λέει ο αρχάριος με τον νουν ευχήν, το σφυροκόπημα του πειρασμού πνίγει την ευχήν. Αν όμως λες με το στόμα γρήγορα-γρήγορα, δεν προλαβαίνει εύκολα ο σατανάς να φέρη μετεωρισμούς με διάφορους λογισμούς. Αλλά, όσο κι αν φεύγει ο νους από το νόημα, έχουμε το αυτί. Το αυτί ακούει τι λέει το στόμα, θέλει δεν θέλει. Ο νους μας έχει την δύναμι την ίδια στιγμή, να παρακολουθά δύο πράγματα. Μιλάμε οι δυό μας. Την ίδια στιγμή, ακούς κάτω και το μοτόρι που περνά, ή τους άλλους δίπλα να μιλούν κλπ. Μόλις θα ξεκινήσης να λες την ευχήν, στο αυτί σου θα βουΐζουν φωνές, αυτοκίνητα, και προ πάντων όλες οι φαντασίες που πέρασαν με τ’ αυτιά και με τα μάτια μέσα σου στην καθημερινή σου ζωή. Τώρα μάλιστα, όπως κατάντησε ο κόσμος, μέσα στην πόλι που ζει ο άνθρωπος, μολύνεται μέσα του και με τις πέντε αισθήσεις.

Εσύ ποθείς ν’ αποκτήσεις την νοεράν προσευχήν. Ξέρεις τι θα πη καθαρή προσευχή; Ξέρεις τι θα πη να κολλήση ο νους στην καρδιά; Να ξεπατώσης από μέσα όλη την σκουριά και να προσηλωθής, να κολλήσης μόνο στο νόημα της ευχής;

Έτσι εύκολα βγαίνουν όλες οι σκουριές; Εμείς γιατί εφύγαμεν από τον κόσμον; Με την χάριν του Χριστού, στεκόμασταν κι εκεί στα πόδια μας. Όμως, για να καθαρίση ο νους θέλει ησυχία. Όχι με το ένα κουταλάκι να βγάζης και με το άλλο να βάζης. Αγωνίζεσαι την νύχτα να διώξης, την άλλην ημέραν ξανά γυρνάς πίσω στα ίδια. Αν την ημέρα πέρασες μέσα σε θέατρα, σε χορούς και τραγούδια, τότε αν μπορείς το βράδυ διώξε τα για να πης καθαρά, έστω και μιάν ευχή. Ούτε όρεξι για προσευχή θα έχης.

Λοιπόν, αρχίζουμε το πρώτο μάθημα. Θα σου δώσω αυτό το τρακοσάρι κομποσχοίνι και το βράδυ θα κάμης αγρυπνία μαζί μας. Θα βγάλης εννιά κομποσχοίνια, λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» και τρία το «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον με». Μόλις βγάλης δώδεκα, τότε πάλιν ξανά λέγε από την αρχήν. Μιάν ώρα πριν να πάμε στη λειτουργία, θα περάσης να μου πης και τα…κατορθώματά σου.

– Μα, γέροντα, συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ να βγάλω δώδεκα τρακοσάρια. Πως θα βγάλω και παραπάνω;

– Ποιος σου είπε ότι δεν μπορείς; Προς το παρόν ξέχασε τα δικά σου. Θα κάνης όπως σου πω εγώ και μετά τα λέμε. Εσύ τώρα δεν είσαι για εισπνοές και εκπνοές. Θα λες με το στόμα γρήγορα-γρήγορα την ευχή. Εν τω μεταξύ, θα βιάζης και τον νου σου, να κατανοής αυτά που λες. Για να το πετύχης είναι δύσκολο. Πολύ βοηθά στην προσήλωσι, να προσεύχεσαι με φόβον Θεού. Όχι τυπικά και μηχανικά. Μιλούμε με τον Θεό· όχι αστεία πράγματα. Πιστεύουμε ότι είναι παρών και μας ακούει. Αν ανοίξουν με την ευχήν τα μάτια της ψυχής θα τον βλέπης κιόλας.

Γέροντας Χαράλαμπος Διονυσιάτης μαζί με τον μακαριστό Γέροντα Ιωσήφ τον ησυχαστή και τον παραδερφό του Γέροντα Εφραίμ Φιλοθεΐτη
Γέροντας Χαράλαμπος Διονυσιάτης μαζί με τον μακαριστό Γέροντα Ιωσήφ τον ησυχαστή και τον παραδερφό του Γέροντα Εφραίμ Φιλοθεΐτη

Προχθές ήλθεν ένας γύφτος για πανταχούσα (ελεημοσύνη). Αυτός μιας ζωή, έτσι γυρνά και μαζεύει. Δεν μπορώ και να τον διώξω. Σε παρακαλά τόσον ταπεινά, μέχρι που πέφτει στα πόδια σου. Από την μια, καταλαβαίνεις ότι είναι απατεώνας, από την άλλη δεν μπορείς και να μην ελεήσης. Ε· αν αυτός για τα υλικά παρακαλά τόσον ταπεινά, πόσον εμείς πιο πολύ για τα πνευματικά! Ο άνθρωπος τον συνάνθρωπό του τον λυπάται και τον ελεεί, πόσο μάλλον ο Πανάγαθος Θεός λυπάται και ακούει αυτούς που τον παρακαλούν! Αυτό μου φαίνεται εννοεί ο Χριστός εκεί που λέγει στο Ευαγγέλιο, ότι οι υιοί του κόσμου τούτου, είναι σοφώτεροι από τους υιούς της βασιλείας του Θεού.

Όσο μπορείς, παιδί μου, με φόβο Θεού νοερώς να πέφτης και συ, σαν τον γύφτο, στα πόδια του Χριστού μας. Ακόμα να ξέρης και τούτο. Ήλθες από τον κόσμον. Κουβαλάς ακόμα και τον κόσμον μαζί σου. Όσες εικόνες του κόσμου έχεις μέσα σου, όλες, σαν ταινία θα σου τις γυρίζη ο πειρασμός στο μυαλό σου. Εσύ την ευχήν. Επιμονή, υπομονή και βία. Όσο μπορείς διώχνε οποιαδήποτε φαντασία καλή, κακή. Μόνο τα πέντε αυτά λόγια της ευχής, να βιαστής όσο μπορείς να κατανοής. Σήμερα αυτό είναι το πρώτο μάθημα. Για να δούμε αν το κατάλαβες!

– Θα προσπαθήσω πάτερ απόψε, όπως μου είπατε. Δηλαδή, θα λέω με το στόμα συνέχεια την ευχή και μετά, να περάσω να σας δω.

– Ναι, παιδί μου· ο Θεός σχωρέσει σε. Έτσι να κάμης.

Ο νέος λοιπόν αυτός, αφού ξεκουράστηκε το απόγευμα σ’ ένα κελλάκι, φρεσκάτος και με πολλή λαχτάρα βάζει αρχήν. Ξεκινά αγρυπνία με το τρακοσάρι. Παρ’ όλους τους ενδοιασμούς του, ότι δεν είναι εύκολο να βγουν δώδεκα κομποσχοίνια, εν τούτοις σαν μοτοράκι η γλώσσα, επαναλάμβανε συνεχώς την μονολόγιστην ευχήν του Ιησού. Καθώς ομολογεί ο ίδιος, η γλώσσα έτρεχε χωρίς δυσκολία. Το πιο δύσκολο ήταν, πως να κρατηθή ο νους στο νόημα των λεγομένων. Εκεί γινόταν πραγματικά γινόταν αιματηρή μάχη. Όμως στον προκείμενον αυτόν αγώνα, δεν άργησεν ο Κύριος να δείξη ήδη την πρώτην φανερήν συναντίληψήν, αλλά και αίσθησιν της παρουσίας του.

Αφού κύλισαν ήδη τα πρώτα κομποσχοίνια, σιγά-σιγά μια αισθητή γλυκύτητα, αναβλύζει από τον λάρυγγα και κολλά στην γλώσσαν και στα χείλη. Η γλυκύτητα αυτή, ωμοιάζε σαν μια γλυκύτατη καραμέλλα, με την διαφορά ότι η καραμέλλα σε πέντε-δέκα λεπτά λυώνει. Αυτή δεν εννοούσε να λυώση, αλλά μάλλον δυνάμωνε η γλυκύτητα σε βαθμό, ώστε με πολλήν ευχαρίστησιν, ασταμάτητα να επαναλαμβάνονται τα θεία λόγια της ευχής.

Δεν πέρασε μια ώρα· να σου τα δώδεκα κομποσχοίνια έτοιμα. Αρχίζει δεύτερη, Τρίτη μέχρι και τέταρτη δωδεκάδα. Προς τα τέλη της τέταρτης δωδεκάδας, αναπάντεχα η ψυχή σκίρτησε σε δάκρυα δοξολογίας και ευχαριστίας. Ήδη πλησίασε η ώρα για τον απολογισμόν. Η χαρά του Γέροντα απερίγραπτη, για την επιτυχίαν της εφαρμογής του πρώτου μαθήματος.

– Θάρρος, παιδί μου, θα προχωρήσουμε.

Ο νέος αυτός κάθισε λίγες μέρες. Κατόπιν επέστεψε στον κόσμο. Συνέχισε με αλληλογραφίαν την επικοινωνίαν του με τον Γέροντα μέχρις ότου η θεία Πρόνοια, τον εκάλεσε στο αγγελικόν τάγμα των μοναχών.

Απόσπασμα από το βιβλίο: Παπά – Χαράλαμπος Διονυσιάτης, Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκολος της νοεράς προσευχής, Ιωσήφ Μ.Δ.