Home ΑΡΧΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΝΗΠΤΙΚΟΙ Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης: Θεραπεία Δερματοπάθειας

Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης: Θεραπεία Δερματοπάθειας

620
Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης
Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης

«…Άλλοτε πάλι μικρό παιδί έπαθα τέτοια σοβαρή δερματοπάθεια στα πέλματα των ποδιών μου, που ανοίξανε μεγάλες πληγές, βαθιές σχισμές και τρέχανε υγρά και είχα φοβερούς πόνους. Η κατάσταση αυτή παρόλες τις πρακτικές θεραπείες με διάφορες κεραλοιφές – αλοιφές που τις φτιάχνανε από κερί και λάδι – κράτησε πού καιρό και μάλλον χειροτέρευε συνεχώς. Έτσι δεν μπορούσα να βαδίσω, ούτε φυσικά παπούτσια να φορέσω. Αλλά μέσα στο σπίτι περπατούσα με πόνους, με τις αλοιφές στα πόδια και κομματάκια χαρτιά κολλημένα πάνω τους. Έτσι η ζωή μου είχε γίνει ένα μαρτύριο. Όπως ήμουν αδύνατος με την πάθηση των ποδιών μου, η μητέρα μου από τη στενοχώρια της μια ημέρα μου είπε:

– Παιδί μου, σε σιχάθηκα με τα πόδια αυτά. Θα γίνεις εσύ ποτέ άνθρωπος;

«Τα λόγια αυτά με στενοχώρησαν», έλεγε ο Γέροντας, «με πλήγωσαν. Όχι ότι η μητέρα μου πραγματικά με σιχάθηκε – ήταν ποτέ δυνατόν αυτό; – αλλά από την υπερβολική της λύπη για την κατάσταση μου μου είπε αυτά τα λόγια. Εκείνη την εποχή έφεραν στην Εύβοια την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Ξενιάς και ο κόσμος τη μετέφερε από χωριό σε χωριό, για να την προσκυνήσουν οι πιστοί. Ακούσαμε στο χωριό μας ότι η Παναγία βρίσκεται σ’ ένα διπλανό χωριό δυό ώρες μακριά με τα πόδια. Αρκετοί χωριανοί και παιδιά αποφάσισαν να πάνε για να προσκυνήσουν τη χάρη Της. Είπα και εγώ στη μητέρα μου να μου επιτρέψει να πάω να προσκυνήσω την Παναγία.

– Που θα πας, παιδί μου, με τα πόδια που έχεις τόσο δρόμο; μου απάντησε εκείνη. Δε θα μπορέσεις ν’ ακολουθήσεις τους άλλους και θα κινδυνέψεις μόνος σου μικρό παιδί. Θα σε φάνε οι αλεπούδες στο δρόμο.

Αυτό το είπε για να φοβηθώ. Εκείνη τη στιγμή πέρασε ο Ιερέας έξω από το σπίτι, ο οποίος είχε έρθει στο χωριό μας για να μας λειτουργήσει. Άκουσε τη συζήτηση και λέει στη μητέρα μου:

– Ασ’ το, Θεοδώρα, το παιδί να πάει, αφού το θέλει τόσο, και μην το εμποδίζεις.

Τότε του λέει η μητέρα μου:

– Πανιερώτατε –έτσι προσφωνούσαν οι μικρασιάτες τους Ιερείς- το παιδί έχει πρόβλημα στα πόδια του, γι’ αυτό το εμποδίζω. Αλλά αφού το λέτε εσείς να πάει, ας πάει.

Ντράπηκε η μητέρα μου να φέρει αντίρρηση στον Ιερέα και μου έδωσε την άδεια σαν ταπεινή και υπάκουη ψυχή που ήταν. Η παρέα με τους χωριανούς είχε ήδη ξεκινήσει. Καταλαβαίνει κανείς ότι μετά από λίγα μέτρα ξυπόλητος, έφυγαν τα χαρτιά από τις πατούσες και οι αλοιφές έγιναν αιτία να κολλήσουν διάφορα πετραδάκια, μικρά ξυλαράκια και αγκάθια, ώστε σε λίγο γέμισαν οι πληγές, και οι πόνοι που μου προξενούσαν ήταν αφόρητοι. Κάθε βήμα σωστό μαρτύριο. Όμως ήταν τόσος ο πόθος μου για την Παναγία και η πίστη μου στη Χάρη Της, ώστε συνέχιζα την πορεία μαρτυρικά. Κάποια στιγμή συναντήσαμε τη θαυματουργική εικόνα στο δρόμο για το χωριό που προοριζόταν. Έτρεχα κουτσαίνοντας με φοβερούς πόνους και προσκυνούσα την Παναγία μας και Την παρακαλούσα να με θεραπεύσει, να με σώσει από το μαρτύριο των ποδιών μου. Της μιλούσα όπως το παιδί στη μητέρα του, με πόνο, και θυμάμαι ότι Της έλεγα:

– Παναγία μου, η μητέρα μου μου είπε ότι με σιχάθηκε από τα πόδια μου. Εσύ όμως δεν με σιχαίνεσαι. Σε παρακαλώ κάνε με καλά, για να μπορώ να περπατάω όπως και τα άλλα τα παιδιά. Αυτά Της έλεγα κλαίγοντας στο δρόμο κι όλο χάιδευα την αγία εικόνα Της κι έτριβα τις πληγιασμένες μου πατούσες, τις γεμάτες χώματα, που είχαν γίνει λάσπη από τα υγρά που έτρεχαν απ’ τις πληγές. Έτσι φτάσαμε στο χωριό, όπου πρόχειρα τοποθέτησαν την εικόνα της Παναγίας πάνω σε μια καρέκλα μέσα στην εκκλησία και ο κόσμος άρχισε να Την προσκυνά με πολλή ευλάβεια. Ο ήλιος κόντευε να βασιλεύσει και οι χωριανοί μου, αφού προσκύνησαν, ξεκίνησαν για την επιστροφή, γιατί είχαν δυό ώρες δρόμο μέχρι το χωριό μας και η νύχτα πλησίαζε. Εγώ παρέμεινα για λίγο μέσα στην εκκλησία μπροστά την εικόνα της Παναγίας και αφού είδα ότι δεν ήταν κανένας άλλος γύρω μου Της είπα ικετευτικά:

– Παναγία μου, τώρα που είμαστε μόνοι μας, κάνε με καλά, κάνε καλά τα πόδια μου και εγώ δε θα φανώ αχάριστος, αλλά θα δουλέψω, όταν μεγαλώσω και μόλις μπορέσω θ’ ανταποδώσω στη χάρη Σου. Συγχρόνως έκλαιγα και χάιδευα την αγία εικόνα και μετά τα πρησμένα μου πόδια. Αφού Την παρακάλεσα πολλές φορές, βγήκα έξω από την εκκλησία, όπου διαπίστωσα ότι τα πόδια μου δε με πονούσαν πια. Βάδιζα ελεύθερα. Πήγα πιο πέρα, έφτυσα λίγο σάλιο στο χέρι μου και καθάρισα τη μία πατούσα, μετά την άλλη και τι να δω! Μεγάλη η χάρη Σου Κυρία Θεοτόκε! Ούτε πληγές, ούτε σχισμές, αλλά μόνο κάτι άσπρες ουλές σαν γραμμές στα σημεία, όπου πριν από λίγο υπήρχαν οι βαθιές εκείνες σχισμές. Σαν να πέρασαν χρόνια και έμειναν τα ενθύμια μόνο της αρρώστιας μου. Γύρισα αμέσως πίσω με δάκρυα χαράς, προσκύνησα κι ευχαρίστησα την Παναγία μας, επανέλαβα το τάξιμό μου και γύρισα τρέχοντας στο χωριό μας σαν πουλάκι, από τον ίδιο δρόμο που πριν λίγο ερχόμουν μαρτυρικά».

Απόσπασμα από το βιβλίο: Ένας άγιος Γέροντας ο μακαριστός π. Ιάκωβος, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Δαβίδ Γέροντος, Έκδοση των Πατέρων της Ι. Μονής Οσίου Δαβίδ Γέροντος, Λίμνη Ευβοίας, 1996