
«Προσκυνῶ τό Πάθος, ἀνυμνῶ τήν Ταφήν, μεγαλύνω σου τό κράτος Φιλάνθρωπε,
δι’ ὧν λέλυμαι παθῶν φθοροποιῶν»
Ἀγαπητοί µου Πατέρες καί Ἀδελφοί,
Εἶναι πολύ δύσκολο στήν ἀνθρώπινη λογική νά κατανοήσει τό Μέγα Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονοµίας. Πῶς εἶναι δυνατόν ὁ Ἀχώρητος Θεός νά σαρκώνεται, νά περιορίζεται σέ χῶρο, νά συνοµιλεῖ µέ τούς ἀνθρώπους, νά συλλαµβάνεται, νά κακοποιεῖται, νά προπηλακίζεται καί στό τέλος νά καταδικάζεται σέ ἀτιµωτικό θάνατο πάνω στό Σταυρό; Ὁ Παντοδύναµος Θεός πάσχει, πεθαίνει κατά σάρκα, καί ἐνταφιάζεται. Ἐπειδή δέν µπορεῖ νά τό χωρέσει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς αὐτό, ἐπινοοῦνται πολύ συχνά διάφορα ἐπιπόλαια σενάρια, καί προσφέρονται ἐξηγήσεις, προϊόντα ἑνός ἄθεου ὀρθολογισµοῦ, οἱ θιασῶτες τοῦ ὁποίου, νιώθουν καλύτερα χωρίς Θεό, ὥστε νά µήν ἐλέγχεται τό πυκνό σκοτάδι, στό ὁποῖο ζοῦν καί κινοῦνται, ἀπεργαζόµενοι σχέδια ὄχι πάντα ὑπέρ τῶν συνανθρώπων τους.
Αὐτό πού δέν µποροῦν νά κατανοήσουν οἱ ψυχροί ὀρθολογιστές, τό ἔχει ἐγκολπωθεῖ ὁ εὐσεβής λαός. Τό ἔχει κάνει µέρος τῆς ὕπαρξής του καί ἐπεξεργάζεται τό Μυστήριο µέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὡς µέλος τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ. Μέσα σ’ αὐτή τήν πρόγευση τῆς ἐπανόδου στήν Ἐδέµ, µελετοῦµε προσευχητικά τό Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονοµίας καί µέ τή βοήθεια τῶν ἱερῶν Γραφῶν, γνωρίζουµε ὅτι ἀνακοινώθηκε ἤδη ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας τοῦ κόσµου µέ τό Πρωτευαγγέλιο καί ἔγινε πράξη µέ τή σάρκωση τοῦ Κυρίου καί τή φιλάνθρωπη διέλευσή Του ἀπό τή γῆ. Ἀπό τή στιγµή ἐκείνη ἀρχίζει καί τό θεϊκό σχέδιο τῆς σωτηρίας µας.
Ἀπό τότε ὁ Θεός ἑτοιµάζει τούς λαούς, γιά νά δεχτοῦν τή σωτηρία πού θά τούς πρόσφερε µέ τόν Υἱό Του, νά γίνει µιά καινούρια ἀνθρωπότητα µέ γενάρχη τόν «νέο Ἀδάµ», τόν Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτό διδάσκει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «καθώς ἐν τῷ Ἀδάµ πεθαίνουν ὅλοι, ἔτσι καί ἐν τῷ Χριστῷ θά λάβουν ζωή» (Α΄ Κορ. 15,22). Αὐτό εἶναι τό νόηµα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου: ἡ ζωή. Ὁ θάνατος, πού ἔγινε συνέπεια τῆς παρακοῆς τῶν Πρωτοπλάστων, κατατροπώνεται µέ τήν ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει στόν Χριστό καί ὑπακούει σέ Αὐτόν, ξαναβρίσκει τήν κοινωνία µέ τήν πηγή τῆς ζωῆς καί ἀποδιώχνει ἀπό πάνω του τή νέκρωση τοῦ θανάτου. Ἀποτυγχάνει τό ἔργο τοῦ διαβόλου, πού ἦταν νά παρασύρει τόν ἄνθρωπο στήν ἁµαρτία καί στόν θάνατο. Ἡ ἐξουσία του ἐκµηδενίστηκε. Ὅσο καί ἄν ἐπιµένει νά µάχεται ἀκόµα, οὐσιαστικά εἶναι καταδικασµένος.
Ὁ ἄνθρωπος δέν µπορεῖ νά πάψει νά εἶναι πλάσµα τοῦ Θεοῦ, εἴτε τό ἀναγνωρίζει καί Τόν ὑπακούει εἴτε ὑπερηφανεύεται καί Τόν περιφρονεῖ. Δέν µπορεῖ νά σβήσει τή θεϊκή του καταγωγή καί διατηρεῖται στήν καρδιά του ἡ νοσταλγία τῆς ὑπέροχης σχέσης του µέ τόν Θεό. Ὑπάρχει βαθιά χαραγµένη µέσα του ἡ µνήµη τῆς Παραδείσιας χαρᾶς.
Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ «διῆλθεν εὐεργετῶν» (Πρξ. 10,38), ἀλλά ἡ ἀγνώµων ἀνθρωπότητα Τοῦ πρόσφερε «ἀντί τοῦ µάννα, χολή». Ἐκεῖνος πού δίδασκε, θεράπευε, θαυµατουργοῦσε καί εὐεργετοῦσε, ἀνεβαίνει στό Σταυρό ὡς κακοῦργος, µέ τίς ἀποφάσεις τῶν ἀρχῶν καί τίς ἰαχές τοῦ πλήθους, πού µεταστρέφεται ἀπό τά «ὡσαννά» στά «Ἆρον, ἆρον» (Ἰω. 12, 13 & 19, 15). Ὁ Κύριος πεθαίνει στόν Σταυρό καί τό γεγονός ἱστορεῖται λιτά ἀπό τά Εὐαγγέλια, χωρίς ὡραιοποίηση. Οἱ Μαθητές σκορπίζονται καί ἕνας ἄνθρωπος τῆς ἐξουσίας, «εὐσχήµων βουλευτής», ὁ Ἰωσήφ ἀπό τήν Ἀριµαθαία, διακινδυνεύει τή θέση του καί ζητᾷ ἀπό τόν Πιλᾶτο τήν ἄδεια νά ἐνταφιάσει τό Ἄχραντο Σῶµα. Ἡ ἄδεια δίδεται καί, µέ τόν Νικόδηµο καί τίς Μυροφόρες, σπεύδει στόν Γολγοθᾶ, τυλίγει τό Σῶµα µέ λευκό σεντόνι καί τό ἐνταφιάζει, ἀναµένοντας τό ἐξαίσιο γεγονός πού θά ἀκολουθήσει καί θά σηµάνει τήν ἀλλαγή τοῦ κόσµου.
Ἀδελφοί µου ἀγαπητοί,
Σ’ αὐτούς τούς δύσκολους καιρούς πού βιώνουµε, ἄς στοχαστοῦµε µέ ψυχραιµία, χωρίς φόβο καί πάθος, πιστεύοντας ὅτι «µείζων ὁ ἐν ἡµῖν ἤ ὁ ἐν τῷ κόσµῳ» (Α΄ Ἰω. 4, 4). Ὑπάρχουν σήµερα δυνάµεις πού θέλουν νά βγάλουν τόν Χριστό ἀπό τή ζωή µας, πού ἐργάζονται τεχνηέντως ὥστε νά φύγει ὁ Σταυρός, οἱ ἱερές εἰκόνες καί τά λοιπά σύµβολά µας ἀπό παντοῦ. Δυνάµεις πού µεθοδεύουν νά θέσουν στό περιθώριο τήν Ἐκκλησία µας. Ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξαν σέ κάθε ἐποχή, ὅµως «πύλαι ᾆδου οὐ κατισχύσουσιν Αὐτῆς» (Μτθ. 16, 18). Καµιά δύναµη δέ θά νικήσει τήν Ἁγία µας Ἐκκλησία. Ἐµεῖς, ἐµπνεόµενοι ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, Ἐκείνου πού συγχωροῦσε τούς σταυρωτές Του, ἄς προσευχηθοῦµε καί γι’ αὐτούς καί ἄς στραφοῦµε πρός τόν Ἐσταυρωµένο καί πάσχοντα Κύριο, δεόµενοι µέ τόν ἱερό ὑµνωδό: «Προσκυνοῦµε τό Πάθος, ἀνυµνοῦµε τήν Ταφήν, µεγαλύνουµε τό κράτος Σου, Φιλάνθρωπε, µέ τά ὁποῖα µᾶς ἀπάλλαξες ἀπό τά φθοροποιά πάθη καί µᾶς ἔδωσες τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας».
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΑΔΕΛΦΟΙ ΜΟΥ!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Νικαίας Ἀ λ έ ξ ι ο ς