α) Στὴν ὑμνολογία τῆς Κυριακῆς τῆς Τυροφάγου κυριαρχεῖ ὁ «ἀδαμιαῖος θρῆνος», ἀφοῦ «τῇ αὐτῇ ἡμέρα ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ Πρωτοπλάστου Ἀδάμ».
Ὁ Ἀδάμ, ὁ πατέρας τῆς οἰκουμένης, γνώριζε στὸν Παράδεισο τὴ γλυκύτητα τῆς θείας ἀγάπης. Ἔτσι μετὰ τὴν ἔξωσή του ἀπὸ αὐτὸν γιὰ τὸ ἁμάρτημά του, ἐγκαταλελειμμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θλιβόταν πικρὰ καὶ ὀδυρόταν μὲ βαθεῖς στεναγμούς, ἀναφέρει ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης.
β) Σύμφωνα μὲ τὴ βιβλικοπατερικὴ παράδοση ὁ Ἀδὰμ πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση μετεῖχε στὴ θεία δόξα. Ἦταν προικισμένος μὲ τὸ διορατικὸ καὶ προφητικὸ χάρισμα. Θεωροῦσε ὁλόκληρη τὴ δημιουργία προφητικά. Ὀνομάτιζε τὰ ὄντα σύμφωνα μὲ τὶς ἰδιότητές τους. Μετεῖχε τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων, τὰ ὁποῖα ἀπώλεσε μὲ τὴν παρακοή. Ἔτσι βρέθηκε γυμνὸς καὶ γνώρισε τὴν ἀσχημοσύνη του. Κυριεύτηκε ἀπὸ τὸν κολαστικὸ φόβο καὶ τὸ φρόνημά του ἔγινε γεῶδες καὶ πονηρό.
γ) Ὁ Θεὸς πρὶν ἀπὸ τὴν παρακοὴ εἶχε προειδοποιήσει γιὰ τὰ ἐπερχόμενα δεινά. Ἡ προειδοποίηση μοιάζει μὲ εἶδος ἀπειλῆς, διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ συνεχίζει λέγοντας ὅτι οἱ προπάτορες εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ ἀποφύγουν τὴν πτώση μὲ τρεῖς τρόπους. Ἢ ἀγαπώντας τὸν Θεὸ ἢ γνωρίζοντάς Τον ἢ φοβούμενοι τὴν παντοδυναμία του. Ἡ ἀποδοχὴ τῆς νεκροποιοῦ συμβολῆς τοῦ διαβόλου, ἡ ἄγνοια καὶ ἡ λήθη τοῦ Δημιουργοῦ καὶ τέλος ἡ ἀπώλεια τοῦ θείου φόβου ὁδήγησαν στὴν παρακοή.
δ) Οἱ ἐπιπτώσεις τῆς παράβασης τοῦ Ἀδὰμ ἦταν καταλυτικὲς γιὰ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Οἱ ἄνθρωποι διακόπτοντας τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ἀνατρέφονται ἐμπαθῶς καὶ ἐθίζονται στὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας. Σκοτίζεται ὁ νοῦς καὶ καλλιεργοῦνται τὰ πάθη. Κίνητρο τῆς τήρησης τῶν θείων ἐντολῶν δὲν εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ὁ φόβος τῆς τιμωρίας.
ε) Πολλοὶ καταλογίζουν εὐθύνες στὸν Ἀδάμ, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, διότι ἀθέτησε τὴ θεία ἐντολὴ καὶ εἰσήγαγε στὸν κόσμο τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Ὅμως ὁ Ἀδὰμ δὲν μπορεῖ νὰ κατακριθεῖ τόσο, γιατί δὲν εἶχε δοκιμάσει τὴν ἐμπειρία τῆς θανάσιμης ἰδιότητας τῆς παρακοῆς. Μεγαλύτερη εὐθύνη φέρει καθένας ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, πού, ἐνῶ γνωρίζει τὶς συνέπειες τῆς παράβασης τῶν θείων ἐντολῶν, ἐπιλέγει τὴν ἴδια ὁδὸ μὲ αὐτόν!
στ) Ἐνῶ λοιπὸν οἱ χριστιανοὶ γνωρίζουν ὅτι «τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6, 23), ἐπιλέγουν τὴν ὁδὸ τοῦ Ἀδάμ. Αὐτὸ φαίνεται τόσο στὴν προσωπικὴ ὅσο καὶ στὴν κοινωνικὴ ζωή. Γιὰ ὅλα τὰ δεινὰ φταῖνε οἱ «ἄλλοι» καὶ καταγγέλλονται ὡς διεφθαρμένοι, ἅρπαγες, πουλημένοι καὶ ἄδικοι. Ἡ εὐθύνη μεταβιβάζεται στοὺς ἀπρόσωπους θεσμοὺς καὶ τέλος στὸν Θεό. Δὲν ὑπάρχει ἴχνος αὐτεπίγνωσης σὲ ἕναν λαὸ ποὺ διαχρονικὰ κολακεύεται ἀπὸ ἀνερμάτιστες πνευματικὰ ἡγεσίες ὅτι ὁ καθένας στὸ μέτρο τῶν δυνατοτήτων του φέρει εὐθύνη τόσο γιὰ τὴν παρακμὴ ὅσο καὶ γιὰ τὴν πρόοδο τῆς κοινωνίας. Φτάσαμε στὸ τραγικὸ σημεῖο νὰ ἐξορίζουμε ἀπὸ τὴ ζωή μας τὸ πρόσωπο τῆς Ἐσταυρωμένης Ἀγάπης, νὰ μένουμε ἀπορφανισμένοι καὶ νὰ διαμαρτυρόμαστε ὅτι ἄλλοι μᾶς σκότωσαν τὸν πατέρα.
ζ) Ὅλα αὐτὰ γράφονται μὲ πόνο ἀλλὰ καὶ μία νότα ἐλπίδας, ποὺ προκύπτει μέσα ἀπὸ τὰ λειτουργικὰ κείμενα καὶ τὸ συναξάρι τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς. Διότι τὸ θρῆνο τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ ἦλθε νὰ μετατρέψει σὲ ἀνεκλάλητη χαρὰ ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος σήκωσε στοὺς ὤμους του τὸ βάρος τῆς ἀλλοτριωμένης ἀνθρωπότητας, δείχνοντας τὸ δρόμο τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀνάστασης. Ἀντὶ νὰ ἐλεεινολογοῦμε γιὰ τὴν πολύμορφη κρίση καὶ νὰ θρηνοῦμε ὡς «νυκτικόρακες ἐν οἰκοπέδω» (βλ. Ψαλμ. 102, 6), ἂς ἀναλάβει ὁ καθένας τὴ δική του εὐθύνη μετανοώντας ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους του. Τότε μπορεῖ νὰ μὴ μετατραπεῖ ἡ κοινωνία σὲ Παράδεισο, σίγουρα ὅμως θὰ ἀποτραπεῖ νὰ γίνει κόλαση.