Ως ιερέας ο Γέροντας Εφραίμ δέχτηκε την πρόσκληση του γερο-Ιωσήφ να τον λειτουργήσει στον Άγιο Βασίλειο. Μετά τη λειτουργία του ζήτησε να πει το λογισμό του. Κανόνισαν για κάποιο βράδυ. Ανέβηκε στον Άγιο Βασίλειο, κάθησε σ’ ένα πεζουλάκι έξω από το μικρό αρχονταρίκι, και έχοντας απλωμένη στα πόδια του τη μυσταγωγία της άγριας νυχτερινής φύσης προσευχόταν ως τα μεσάνυχτα περιμένοντας να τελειώσει ο γερο-Ιωσήφ την προσευχή του. «Πέντε ολόκληρες ώρες», έλεγε κατόπιν ο Γέροντας, «δεν σταμάτησαν καθόλου τα δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια μου».
Τις ίδιες στιγμές ο γερο-Ιωσήφ αναλογιζόταν βαλλόμενος από λογισμούς απογοητεύσεως: «Τί θέλω ν’ ασχοληθώ με τον παπα-Εφραίμ; Κι αυτός θα είναι σαν τους άλλους!» Τελικά έστειλε τον πατέρα Αθανάσιο, τον αδελφό του, και τον κάλεσε.
Ο Γέροντας του εξομολογήθηκε τρεις περιπτώσεις υψηλής πνευματικής καταστάσεως που είχε βιώσει. Όταν τελείωσε, είπε ο γερο-Ιωσήφ αποφαντικά: «Εσύ έψαχνες έμενα κι εγώ εσένα!» Μια ιστορία βαθιάς πνευματικής σχέσεως άρχιζε. Εφεξής ο Γέροντας ονόμαζε τον γερο-Ιωσήφ γέροντά του. Και ομολογούσε: «Δεν αγάπησα και δεν φοβήθηκα τόσο πολύ κανέναν άνθρωπο στον κόσμο».
Άρχισε να ανεβαίνει τακτικά στον Άγιο Βασίλειο, για να λειτουργεί στον γέροντα. Κάθε Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο και Κυριακή γύρω στα μεσάνυχτα γάντζωνε στη ζώνη του ένα μικρό λαδοφάναρο, και με το μπαστούνι στο δεξί και το κομποσχοίνι στο αριστερό χέρι ανηφόριζε για μισή ώρα ως τον Άη Βασίλη.
Άφησε πλέον τις προσευχές που μόνος του είχε επιλέξει για να βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση και ασχολήθηκε με τη μονολόγιστη ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Με την ευχή αυτήν έκανε και τις ακολουθίες του, όπως του δίδαξε ο δάσκαλος. (Έτσι τον προσφωνούσαν όλοι από σεβασμό και εκτίμηση). Ο παπα-Νικηφόρος δεν είχε καμίαν αντίρρηση, και εκουσίως τον έστελνε στον δάσκαλο.
Το πρόγραμμα του γερο-Ιωσήφ ήταν περίπου το εξής: Έτρωγαν μεσημεριανό και κοιμόντουσαν τρεις ώρες ως τη δύση του ηλίου. Τότε, μετά έναν καφέ για βοήθημα, άρχιζαν την αγρυπνία τους με το κομποσχοίνι που κρατούσε ως τα μεσάνυχτα. Τα μεσάνυχτα άρχιζαν τη Θ. Λειτουργία στον μικρό ναό. Τι χαριτωμένες λειτουργίες αλήθεια εκείνες! Πως τις θυμόταν ο Γέροντας και συγκινιόταν! Μετά τη Λειτουργία ξεκουράζονταν όσο να ξημερώσει, για να πιάσουν εργόχειρο και να βγάλουν τα προς το ζην.Αυτό το τυπικό το κρατούσε ο γερο-Ιωσήφ ως κόρην οφθαλμού. Δεν ανεχόταν με τίποτε την αλλοίωσή του, γιατί συνεπαγόταν αλλοίωση στην προσευχή. Έκλεινε μάλιστα μετά το μεσημεριανό φαγητό την εξώπορτα και δεν δεχόταν κανέναν επισκέπτη. Έπρεπε να ξεκουραστεί, για να είναι έτοιμος για τη νυκτερινή αγρυπνία. Σε κάποιον καθυστερημένο φώναξε: «Και άγγελος να είσαι, αυτήν την ώρα δεν σε δέχομαι».
Έλεγε ο Γέροντας: «Δύο μήνες κάθισα κοντά στον γερο-Ιωσήφ και βρήκα τη χάρη. Έμενα βράδυ προσευχόμουν όρθιος στο κελλί μου. Για μια στιγμή σαν να άνοιξε ο απέναντι τοίχος, και είδα να με πλησιάζουν τρεις μορφές. Η ψυχή μου άνοιξε τα χέρια της και αγκάλιασε τη μεσαία. Τι αισθάνθηκα δεν λέγεται. Η πνευματική μου αίσθηση με πληροφορούσε ότι ήταν ο Χριστός συνοδευόμενος από δύο αγγέλους. Μόλις συνήλθα, πήρα το φαναράκι μου και μεσάνυχτα ξεκίνησα για τον Άγιο Βασίλειο. Καθ’ οδόν περικύκλωσαν την ψυχή μου οι δαίμονες. Φόβος και τρόμος με κατέλαβε. Έφθασα επιτέλους, αγωνιών και ασθμαίνων, στον Άγιο Βασίλειο. Είπα στον πατερ-Αθανάσιο: Ειδοποίησε τον γέροντα ότι θέλω επειγόντως να τον συναντήσω!” Με δέχθηκε αμέσως. Κάθισα. “Τί έχεις;” μου λέει. “Περίμενε, γέροντα, λίγο να συνέλθω και θα σου πω”. Του διηγήθηκα τι μου συνέβη. Ο γέροντας σηκώθηκε, με αγκάλιασε και καταχαρούμενος μου είπε: “Αυτό, παιδί μου, είναι το πρώτο σκαλί. Αυτή είναι η χάρις. Από ‘δω και πέρα άλλη πνευματική αμφίεση, άλλοι ορίζοντες, άλλη τροφή πνευματική, άλλη προσευχή σε περιμένουν. Αυτό πολλοί μοναχοί το περιμένουν χρόνια και λίγοι το γεύονται. Κι εσένα τόσο γρήγορα σου το ‘δωσε ο Θεός!”»
Άλλοτε πάλι που ανέβηκε στον Άγιο Βασίλειο, για να επισκεφθεί τον γερο-Ιωσήφ, τον βρήκε σε κατάσταση χαριτωμένης προσευχής. Εκείνος αγκάλιασε το κεφάλι του, το ακούμπησε πάνω στο στήθος του και συνέχισε να προσεύχεται. (Έτσι συνήθιζε να προσεύχεται για τα παιδιά του). Βρισκόταν σαν σε έκσταση.
– Γέροντα, τα κουλούρια μόνος σου θα τα φας; ψιθύρισε ο παπα-Εφραίμ, επιθυμώντας να γευθεί όσα γευόταν η ψυχή του γερο-Ιωσήφ. Αλλά αισθάνθηκε σαν προτροπή να σιωπήσει την ελαφρά πίεση του αγκώνα του γέροντα.
Μετά από λίγο ο γερο-Ιωσήφ συνήλθε, διέκοψε την προσευχή, αναστέναξε γλυκά και είπε: «Παιδί μου, δεν έχεις απλώς καθαρότητα ψυχής, αγνεία έχεις». Αυτό είδε στην προσευχή του.