Χρειαζόταν, πράγματι, μεγάλη αυταπάρνηση, για να μπορέσει να ζήσει σ’ αυτόν τον παντελώς στερημένο και απαράκλητο τόπο. Εκείνος όμως δεν ανησυχούσε. Έκανε υπακοή στην εντολή του Θεού: “Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού”. Και πίστευε ακράδαντα στην υπόσχεσή Του: “Και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν”.
Το Ασκητήριο δεν είχε ούτε καν νερό. Όταν θα ανέβαινε, για να εγκατασταθεί εκεί, ένας από τους συντηρητές τον ρώτησε:
– Πάτερ Παϊσιε, δεν θα πάρεις μαζί σου νερό; Εκεί που πας, που θα βρίσκεις;
– Θα μαζεύω, απάντησε, από τις δροσοσταλίδες της νύχτας.
Με χαρά όμως παρατήρησε ότι από έναν βράχο, που ήταν είκοσι μέτρα πιο πέρα, έσταζε λίγο νερό. Άνοιξε στον βράχο μια ρωγμή, και από εκεί οι σταγόνες του νερού έπεφταν σε ένα μικρό κοίλωμα που σκάλισε λίγο πιο κάτω. Το νερό αυτό σιγά-σιγά αυξήθηκε, και μαζεύονταν δυόμισι με τρία κιλά το εικοσιτετράωρο μέσα σε μια μικρή στέρνα που έφτιαξε ο ίδιος εκεί. Κάθε μέρα πήγαινε να πάρει νερό με το κονσερβοκούτι λέγοντας τους χαιρετισμούς της Παναγίας. Ένιωθε μεγάλη χαρά και ευγνωμοσύνη γι’ αυτό το λίγο νερό. Βούρκωναν τα μάτια του και δοξολογούσε τον Θεό, επειδή είχε νερό.
Αυτό το κονσερβοκούτι ο Όσιος το χρησιμοποιούσε για ποτήρι, για πιάτο και για μπρίκι. Είχε ακόμη ένα κουτάλι, έναν αναπτήρα, ένα ξυπνητήρι, ένα κομμάτι σπάγκο και ένα ψαλίδι. Για κρεββάτι είχε ένα πεζούλι που ήταν κτισμένο μέσα στο κελλί. Εκεί έστρωσε μια ψάθα από φοινικόφυλλα, και στην άκρη είχε ένα δέρμα ζώου που το χρησιμοποιούσε, για να μην κρυώνει τη νύχτα. Στο κελλί υπήρχε επίσης και ένα σκαμνάκι και ένα ξύλινο τραπέζι, όπου τοποθέτησε μία νεκροκεφαλή, για να θυμάται τον θάνατο. Εικόνες δεν είχε, αλλά ζωγράφισε στον τοίχο έναν Σταυρό. Όταν ο π. Δαμιανός τον ρώτησε για ποιον λόγο δεν βάζει καμμιά εικόνα, απάντησε: “Ο Σταυρός αρκεί”.
Ο Άγιος Παΐσιος, ο Αγιορείτης, Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 2015, σελ. 228-229