Λοιπόν, είπαμεν ότι είμεθα η πνοή του Θεού. Επειδή λοιπόν έχομεν την συγγένειαν μετά του Θεού, και ο Θεός είναι πανταχού παρών, είμεθα πάντοτε κοντά εις τον Θεόν. Είμεθα τέκνα Του. Και βλέποντες το αξίωμα όπου μας χάρισε, να είμεθα η πνοή Του, πρέπει να προσέχωμεν να μην τον λυπήσωμεν. «Προωρώμην τον Κύριόν μου εκ δεξιών μου, ίνα μή σαλευθώ».
Και επειδή εμολύναμεν τον νούν μας και την καρδίαν μας και το σώμα μας με λόγον ή έργον ή κατά διάνοιαν, τώρα δεν έχομεν παρρησίαν. Δεν έχομεν ένδυμα γάμου. Δι’ αυτό πρέπει να καθαρισθώμεν με εξομολόγησιν, με δάκρυα και πόνον ψυχής· και το πάντων ανώτερον, προσευχήν, όπου καθαρίζει και τελειοποιεί τον άνθρωπον.
Το ένδυμα όπου ψάλλομεν την Μεγάλην Παρασκευήν ή Μ. Πέμπτην, «Τον νυμφώνά Σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον, και ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ», η Χάρις του Θεού είναι, όπου επιτυγχάνεται μόνον διά της εμπόνου καθαράς προσευχής.
Η ταπείνωσις δεν είναι λόγια απλά όπου λέγομεν. Είμαι αμαρτωλός…και λοιπά. Η ταπείνωσις είναι η αλήθεια. Να μάθη κανείς ότι είναι μηδέν. Το μηδέν είναι εκείνο όπου, προτού δημιουργήση το παν ο Θεός, ήτο μηδέν
Πρώτον ο άνθρωπος προσευχόμενος με την απλότητα όπου κατ’ αρχάς έχει, με χύσιν πολλών δακρύων, τα οποία όλα αυτά είναι Χάρις Θεού, η οποία ονομάζεται Χάρις καθαρτική, και η οποία ως άγκιστρον σαγηνεύει τον άνθρωπον και τον οδηγεί εις μετάνοιαν. Καθότι ο καλός μας εν πάσι και επί πάσι Θεός, Εκείνος μας βρίσκει. Εκείνος μας βλέπει. Εκείνος μας προσκαλεί. Εκείνος πρώτον γνωρίζεται εις ημάς. Κατόπιν ημείς τον γνωρίζομεν, αφού μας μυρώση με το θείον Του έλεος. Δι’ αυτό και η μετάνοια, και το πένθος, και τα δάκρυα, και όλα όπου γίνονται εις τον μετανοούντα, είναι όλα της θείας Χάριτος. Είναι αυτή η Χάρις η καθαρτική, όπου καθαρίζει τον άνθρωπον. Δεν είναι καλόν όπου γίνεται, μή ον εκ Θεού· μήτε κακόν, μή ον εκ του διαβόλου.
Λοιπόν, μη βάλης κατά νουν σου ποτέ ότι έκαμες κάτι καλόν χωρίς τον Θεόν. Διότι, μόλις θα το σκεφθής, αμέσως θα υποχωρήση η χάρις, και θα το χάσης, δια να μάθης την ασθενή σου κατάστασιν, να μάθης το “γνώθι σαυτόν”.
Δια να μάθη κανείς την ασθένειαν της φύσεως πρέπει να συναντήση πολλούς πνευματικούς πειρασμούς και μεγάλους. Και τότε δια πολλών δοκιμασιών ταπεινώνεται και μανθάνει την όντως ταπείνωσιν. Αλλά απαιτείται καιρός.
Η ταπείνωσις δεν είναι λόγια απλά όπου λέγομεν. Είμαι αμαρτωλός…και λοιπά. Η ταπείνωσις είναι η αλήθεια. Να μάθη κανείς ότι είναι μηδέν. Το μηδέν είναι εκείνο όπου, προτού δημιουργήση το παν ο Θεός, ήτο μηδέν.
Λοιπόν, αυτό το μηδέν είμεθα. Η ρίζα σου, η ύπαρξις σου αρχίζει από μηδέν, και η μητέρα σου είναι ο πηλός, ο δε Δημιουργός σου είναι ο Θεός. Τι έχεις, όπερ ουκ έλαβες; Ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;
Μέγα δώρον Θεού το να γνωρίση ο άνθρωπος την αλήθειαν. Και αυτή η αλήθεια είπεν ο Κύριος ελευθερώνει ημάς εκ’ της αμαρτίας.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας», Επιστολή 63, Έκδοσις Ιεράς Μονής Φιλοθέου, Αγίον Όρος, 1979