Home ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΘΡΑ Πως ο Άδης αναγνώρισε τα τραύματα του Χριστού, αφού ο Χριστός δεν...

Πως ο Άδης αναγνώρισε τα τραύματα του Χριστού, αφού ο Χριστός δεν είχε σώμα, αλλά μόνο ψυχή;

1139

Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου ΚορυδαλλούΜελετώντας την κάθοδο του Χριστού στον Άδη, πρέπει να απαντηθούν δύο ενδιαφέροντα ερωτήματα. Το πρώτον, πως ο Άδης αναγνώρισε τα τραύματα του Χριστού, αφού ο Χριστός δεν είχε σώμα, αλλά μόνο ψυχή, και δεύτερον, αν σώθηκαν όλοι όσοι βρίσκονταν στην Άδη αιχμάλωτοι του θανάτου.

Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα δεν είναι σχολαστική, αλλά θεολογική, κυρίως δε και προ πάντος ανθρωπολογική. Σχετίζεται με το ότι ο Χριστός προσέλαβε ψυχή και σώμα και ήταν ολοκληρωμένος και τέλειος άνθρωπος.

Το ερώτημα αυτό τίθεται γιατί σε ένα τροπάριο του Κανόνος του Μ. Σαββάτου λέγεται ότι ο Άδης επικράνθη βλέποντας άνθρωπο θνητό που είχε θεωθή και ήταν γεμάτος από τις πληγές του Σταυρού. «Ὁ Ἅδης, Λόγε, συναντήσας σοι, ἐπικράνθη, βροτὸν ὁρῶν τεθεωμένον, κατάστικτον τοῖς μώλωψι καὶ πανσθενουργόν, τῷ φρικτῷ τῆς μορφῆς δὲ διαπεφώνηκεν». Δηλαδή, ο Χριστός καίτοι ήταν γεμάτος από πληγές, ταυτόχρονα ήταν παντοδύναμος.

Είναι γνωστόν ότι στον Άδη κατέβηκε η ψυχή του Χριστού μαζί με την θεότητα, αφού το σώμα μαζί με την θεότητα παρέμεινε στον τάφο. Οπότε, οι πληγές που είχε ο Χριστός ήταν ή πληγές  της ψυχής ή πληγές της θεότητος. Το δεύτερο αποκλείεται, οπότε πρέπει να ομολογηθή ότι ήταν πληγές της ψυχής. Αλλά, πως είναι δυνατόν οι πληγές του σώματος, που έγιναν πάνω στο Σταυρό να θεωρηθούν και πληγές της ψυχής;

Έχουμε αναφέρει σε προηγούμενη ανάλυση ότι κατά την διάρκεια του Πάθους, όταν έπασχε το σώμα, δεν συνέπασχε η θεότητα, αλλά παρέμεινε απαθής. Όμως, μαζί με το σώμα συνέπασχε και η ψυχή του Χριστού. Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης εξηγεί ότι άλλες ενέργειες της ψυχής ενεργούν χωρίς την συνέργεια του σώματος, όπως ο νους, η διάνοια και η δόξα, που ενεργούν και όταν ηρεμή το σώμα, και άλλες ενέργειες της ψυχής, όπως η φαντασία και η αίσθηση δεν μπορούν να ενεργούν χωρίς το σώμα. Έτσι, όταν μαστιγωνόταν το σώμα του Χριστού, τότε οι τύποι και οι αμυδρές φαντασίες των μαστίγων και των παθών χαράσσονταν και στην ψυχή του Χριστού. Επομένως, τα σημάδια του σώματος διαβιβάστηκαν και στην ψυχή, και αυτά είδε ο Άδης.

Στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να πούμε ότι με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη δεν σώθηκαν όλοι όσοι ευρίσκονταν εκεί, αλλά μόνον οι δίκαιοι, όσοι είχαν φθάσει, κατά διαφόρους βαθμούς, στην θεώση. Ο άγιος Επιφάνιος θα πη ότι δεν σώθηκαν όλοι όσοι ευρίσκονταν εκεί, αλλά μόνον οι πιστεύσαντες. Και αυτό πρέπει να ερμηνευθή από την άποψη ότι αναγνώρισαν τον Χριστό όσοι είχαν κοινωνία με τον άσαρκο Λόγο, όσο ζούσαν στην ζωή.

Ξέρουμε από πολλές διδασκαλίες της Αγία Γραφής και της πατερικής Παραδόσεως ότι ο φωτισμός και η θεώση υπήρχαν και στην Παλαιά Διαθήκη για όσους αξιώθηκαν να δουν τον άσαρκο Λόγο και είχαν φθάσει στην θέωση, με την διαφορά ότι δεν είχε ακόμη καταργηθή ο θάνατος, γι’ αυτό πήγαιναν στον Άδη. Ο Χριστός με την κάθοδό Του σε αυτόν κατήργησε το κράτος του θανάτου και όσοι είχαν κοινωνία μαζί Του πίστευσαν ότι Αυτός είναι δυνατός και κραταιός, ο σωτήρ των ανθρώπων, και έτσι ελευθερώθηκαν.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Οι Δεσποτικές Εορτές» – Εισοδικό στο Δωδεκάορτο και την Ορθόδοξη Χριστολογία – Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου Βλάχου, Έκδοση Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου, 2008, σελ. 269-271