Οι άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες βρίσκονταν στο στάδιο της αθλήσεως. Το πρωί, μετά την ολονύκτια ορθοστασία τους μέσα στη λίμνη και την αλύγιστη καρτερικότητά τους στην αβάσταχτη παγωνιά, τους τραβούσαν στην ακρολιμνιά για να τους συντρίψουν τα πόδια με ρόπαλα.
Η μητέρα ενός απ΄ αυτούς έμενε εκεί δίπλα τους, όσο βασανίζονταν, παρατηρώντας το γιο της. Αυτός ήταν, βλέπετε, πιο νέος απ΄ όλους στην ηλικία, και η μητέρα του φοβόταν μήπως τα νιάτα και η αγάπη στη ζωή τον κάνουν κάποια στιγμή να δειλιάσει και να φανεί έτσι ανάξιος της στρατιωτικής ιδιότητος και τιμής. Στεκόταν λοιπόν και τον παρακολουθούσε προσεκτικά, με τη στάση και το βλέμμα της, και του έδινε θάρρος, τεντώνοντας προς το μέρος του τα χέρια της και λέγοντας:
– Παιδί μου γλυκύτατο! Του ουράνιου Πατέρα πια παιδί! Κάνε λίγη ακόμα υπομονή, και θα γίνεις τέλειος! Μη φοβηθείς τα βασανιστήρια. Γιατί, δες, σου παραστέκεται βοηθός ο Χριστός. Καμιά πίκρα, καμιά ταλαιπωρία δεν θα σε βρει πια. Όλα αυτά πέρασαν. Τά ΄χεις όλα νικήσει με τη γενναιότητά σου. Από δω και πέρα χαρά, ηδονή, άνεση, ευφροσύνη… Αυτά θα γευθείς, βασιλεύοντας μαζί με το Χριστό και πρεσβεύοντας σ΄ Εκείνον και για μένα, πού σε γέννησα.
Μετά τη συντριβή λοιπόν των ποδιών τους, οι άγιοι παρέδωσαν τις ψυχές τους στο Θεό. Και οι στρατιώτες έφεραν αμάξια και έβαλαν σ΄ αυτά τα ιερά σώματα, για να τα μεταφέρουν στην όχθη του γειτονικού ποταμού. Επειδή όμως παρατήρησαν πώς ο νέος εκείνος, που λεγόταν Μελίτων, ανάσαινε ακόμα, τον άφησαν έτσι, με την ελπίδα ότι θα ζήσει.
Σαν είδε η μητέρα του ότι αυτός μονάχα έμεινε πίσω, της ήρθε βαρύ, σαν θάνατος δικός της και του παιδιού της. Παράβλεψε λοιπόν τη γυναικεία αδυναμία και λησμόνησε τη μητρική ευσπλαχνία. Σήκωσε το γιο της στους ώμους κι ακολουθούσε γενναιόψυχα τα αμάξια, πιστεύοντας πώς τότε μόνο θα ζούσε, όταν θα τον έβλεπε να είναι τελειωμένος και νεκρός.
Την ώρα λοιπόν που τον κουβαλούσε, αυτός ξεψύχησε. Τότε πια η μητέρα του απαλλάχθηκε από τις φροντίδες. Σκιρτώντας δυνατά απ΄ τη μεγάλη της χαρά για το τέλος του γιου της, μεταφέρει τον πολυαγαπημένο της νεκρό μέχρι τον τόπο, όπου ήταν τα σώματα των αγίων, τον βάζει πάνω σ΄ αυτά και τον συναριθμεί μαζί τους, για να μη χωριστεί από τα σώματά τους ούτε το σώμα εκείνου, πού την ψυχή του βιαζόταν να συναριθμήσει με τις ψυχές τους.
Ανάβουν τότε μεγάλη φωτιά οι υπηρέτες του εχθρού (διαβόλου) και κατακαίνε τα σώματα των αγίων. Ύστερα τα πέταξαν στο ποτάμι, επειδή φθονούσαν τα λείψανα των χριστιανών. Εκείνα όμως, από θεία βέβαια οικονομία, συγκρατήθηκαν σε κάποια όχθη και διασώθηκαν. Και τα ξαναπήραν χριστιανικά χέρια, χαρίζοντάς μας πλούτο ασύλληπτο.