Ένας στρατιώτης ρώτησε τον αββά Μιώς, αν άραγε ο Θεός δέχεται τη μετάνοια του αμαρτωλού. Και ο αββάς, αφού τον δίδαξε με πολλούς λόγους, είπε:
– Πες μου, αγαπητέ. Αν σχιστεί το χιτώνιό σου, το πετάς;
– Όχι, απάντησε εκείνος. Το ράβω και το χρησιμοποιώ πάλι.
– Αν λοιπόν εσύ λυπάσαι το ρούχο σου, του είπε τότε ο γέροντας, δεν θα λυπηθεί ο Θεός το δικό του πλάσμα;
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
– Έκανα αμαρτία μεγάλη, και θέλω να μείνω σε μετάνοια τρία χρόνια.
– Πολύ είναι, του λέει ο γέροντας.
Ρώτησαν τότε κάποιοι, πού βρίσκονταν εκεί:
– Φτάνουν σαράντα μέρες;
– Πολύ είναι, είπε πάλι ο αββάς. Εγώ νομίζω πώς, αν ένας άνθρωπος μετανοήσει μ΄ όλη του την καρδιά και δεν συνεχίσει ν΄ αμαρτάνει πια, ακόμα και σε τρεις μέρες τον δέχεται ο Θεός.
Κάποιος άλλος ρώτησε πάλι τον αββά Ποιμένα:
– Αν ένας άνθρωπος αμαρτήσει και μετανοήσει, τον συγχωρεί ο Θεός;
Και ο γέροντας του αποκρίθηκε:
– Ο Θεός έδωσε εντολή στους ανθρώπους αυτό να κάνουν. Δεν θα το κάνει λοιπόν, πολύ περισσότερο, ο Ίδιος;
Γιατί πρόσταξε τον Πέτρο να συγχωρεί «έως εβδομηκοντάκις επτά» (Ματθ. 18:22) όσους αμάρτησαν και μετανόησαν.
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη:
– Τι να κάνω, αββά, πού έπεσα;
Του λέει ο γέροντας:
– Να σηκωθείς.
– Σηκώθηκα και ξανάπεσα.
– Να σηκωθείς πάλι και πάλι.
– Μέχρι πότε;
Μέχρι πού να σε βρει ο θάνατος είτε στο καλό είτε στην πτώση. Γιατί σ΄ όποια κατάσταση βρεθεί τότε ο άνθρωπος, σ΄ αυτή και φεύγει.
Σ΄ έναν αδελφό, πού έπεσε σε αμαρτία, φανερώθηκε ο σατανάς και του λέει:
– Δεν είσαι χριστιανός!
Μα ο αδερφός του αποκρίθηκε:
– Ό,τι και να΄ μαι, τώρα σ’ αφήνω και φεύγω!
– Σου το λέω, θα πάς στην κόλαση! Επέμεινε ο σατανάς.
– Δεν είσαι συ ο κριτής μου ούτε ο Θεός μου! του λέει ο αδελφός.
Έτσι, καθώς δεν κατόρθωνε τίποτα ο σατανάς, σηκώθηκε κι έφυγε. Ο αδελφός, πάλι, μετανόησε ειλικρινά ενώπιον του Θεού και έγινε αγωνιστής.
Άλλος αδελφός ρώτησε τον ίδιο γέροντα:
– Πάτερ, τι εννοεί ο προφήτης λέγοντας, «ούκ έστι σωτηρία αυτώ έν τώ Θεώ αυτού;» (Ψαλμ. 3:3).
– Εννοεί τους λογισμούς της απελπισίας, είπε ο γέροντας, πού υποβάλλουν οι δαίμονες σ΄ όποιον αμάρτησε.
Του λένε, δηλαδή, ότι ο Θεός δεν πρόκειται πια να τον σώσει, και έτσι προσπαθούν να τον γκρεμίσουν στα βάραθρα της απογνώσεως. Τέτοιους λογισμούς όμως πρέπει να τους διώχνει ο άνθρωπος με τα λόγια:
«Κύριος καταφυγή μου, ότι αυτός εκσπάσει έκ παγίδος τους πόδας μου» (πρβλ. Έξοδ. 17:15. Ψαλμ. 24:15).