Home ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΘΡΑ Λίγο πριν το τέλος… (Διήγημα)

Λίγο πριν το τέλος… (Διήγημα)

501

Του π. Γεωργίου Οικονόμου

Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου ΚορυδαλλούΟ Θανάσης, ο Χρήστος και ο Σπύρος είχαν λίγα κοινά στη ζωή τους. Άλλες αφετηρίες και βιώματα, άλλες παραστάσεις, διαφορετικές επιλογές.

Είχαν, όμως, πολλά κοινά, πριν το τέλος της, και σίγουρα κοινό και οι τρεις το ίδιο το τέλος… Κάποια ευλογημένη συγκυρία, ωστόσο, θέλησε να συναντηθούν και να μοιραστούν ένα κοινό στάδιο του βίου, δύσκολο και επίπονο.

Ύστερα από τη διάγνωση νεοπλάσματος ή ca, όπως άκουγαν τους γιατρούς να το ονομάζουν, έλαβαν ενημερωτικά σημειώματα και παραπεμπτικά, για να απευθυνθούν στους καθ΄ ύλην ειδικούς ογκολόγους ιατρούς του Θεαγενείου Νοσοκομείου στη Θεσσαλονίκη.

Αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι μαζί με το νοσηλευτικό και σύνολο το προσωπικό δίνουν καθημερινά μάχη με την «επάρατη», όπως πολλοί την ονομάζουν, νόσο, τον καρκίνο. Και αγωνίζονται, άνισα τις περισσότερες φορές, να νικήσουν αυτό το θηρίο ή τουλάχιστον να το κατευνάσουν.

Με χίλιους δυο τρόπους, διαγνωστικά, χειρουργικά, με ακτινοβολίες ή χημειοθεραπείες, με παραδοσιακές ή νεότερες ή ακόμα και πειραματικές μεθόδους.

Αλλά και ανακουφιστικά, με τα εξειδικευμένα ιατρεία πόνου, ώστε τουλάχιστον οι άνθρωποι να μην υποφέρουν, ιδιαίτερα στα τελευταία στάδια.

Εκεί, λοιπόν, και συγκεκριμένα σε ένα από τα τρία Χημειοθεραπευτικά – Ογκολογικά Τμήματα του Παθολογικού Τομέα, συναντήθηκαν και οι τρεις στην πρώτη τους εισαγωγή και νοσηλεύτηκαν στο ίδιο δωμάτιο.

Είναι τότε, τις πρώτες φορές, που ακόμα η ελπίδα ταξιδεύει, σαν το καραβάκι εκείνο με τ’ όνομα «Ελπίδα», που υπήρχε άλλοτε στην είσοδο του Θεαγενείου κι αρμένιζε στα πέλαγα του πόνου γυρεύοντας εύδιο λιμάνι.

Είναι τότε, που υπάρχει ακόμα η πίστη και η προσδοκία της θεραπείας ή – γιατί όχι; – του θαύματος. Τότε, που παρηγορητικά και πολλές φορές άστοχα και περίσσια λόγια όλοι λένε, για να δώσουν δύναμη και κουράγιο.

Μα οι εικόνες, που αντικρύζεις εκεί, στους διαδρόμους, τις σκάλες, τα ασανσέρ, τα δωμάτια, τα ιατρεία, σύντομα σβήνουν την ελπίδα αυτή.

Άνθρωποι αδύναμοι, υποβασταζόμενοι, τεταπεινωμένοι, άφωνοι θαρρείς, που κυκλοφορούν στους διαδρόμους σα να δείχνουν τη συνέχεια της πορείας, τι πρόκειται ν’ ακολουθήσει. Και πάλι δεν το πιστεύεις για τον εαυτό σου ή τον άνθρωπό σου ότι θα συμβεί το ίδιο.

Έχεις την πίστη ότι θα τα καταφέρετε και θα βγείτε νικητές. Τόσες ιστορίες άκουσες για ανθρώπους, που νίκησαν τον καρκίνο και τα κατάφεραν.

Και, κάπως έτσι, ο Θανάσης, ο Χρήστος και ο Σπύρος συναντήθηκαν και γνωρίστηκαν εκεί. Ο Θανάσης και ο Χρήστος έρχονταν από χωριά της επαρχίας, ενώ ο Σπύρος από τη Θεσσαλονίκη.

Στην πρώτη μεγάλη αγωνία και μέριμνα της φιλοξενίας και της άγνωστης πόλης, εισάκουσε ο Θεός τους αλαλήτους στεναγμούς των οικογενειών κι είδε τα δάκρυά τους, που νότισαν τη γη κι ανέβηκαν στον ουρανό, και πληροφορήθηκαν για το «Σπίτι των Αγγέλων», έναν ενοριακό ξενώνα φιλοξενίας στον Εύοσμο.

Όχι μόνο χωρίς καμία γραφειοκρατία αλλά με την αγάπη εκείνη, για την οποία μίλησε ο Χριστός προς τον πλησίον και τον ελάχιστο αδελφό, τους υποδέχτηκαν με χαρά αληθινή. Και βρήκαν στέγη για το σώμα και την ψυχή.

Αποκούμπι για έναν ύπνο, μα και παραμυθία πνευματική από αυτήν, που έχει ανάγκη ο άνθρωπος στις δοκιμασίες. Ένα κρεβάτι, ένα πιάτο φαΐ αλλά και μία αγκαλιά.

Ο Σπύρος, που ήταν ιδεολογικά άθεος μα άνθρωπος καλός, με αγάπη και αυτός στον πλησίον, σαν εκείνους τους προ Χριστού χριστιανούς της αρχαίας Ελλάδας, πραγματικά εντυπωσιάστηκε με όλα αυτά. Και ενώ έμενε από παιδί στον Εύοσμο δεν είχε ακούσει ποτέ του για το ιερό αυτό έργο. Τώρα, όμως, ένοιωθε κρυφή περηφάνεια για την ενορία και τον τόπο του.

Κι ήρθε το πρώτο βράδυ. Ήταν ακόμα στάδιο διαγνωστικό και δεν είχαν ανάγκη συνοδών. Είχαν, όμως, ανάγκη βαθειά να μιλήσουν. Τα βλέφαρα βαραίνανε μα ο Μορφέας δεν τους έκανε το χατήρι να τους επισκεφτεί.

Και σχεδόν ξημέρωσε ανταλλάσσοντας δύναμη και κουράγιο, φόβους και αγωνίες και ιστορίες αλλωνών. Είπαν και τις δικές τους ιστορίες, σαν εκείνους τους πρώτους χριστιανούς, που ξομολογιόνταν δημόσια.

Δεν έκρυψαν τίποτα, τόσο, που, αν υπήρχε ιερέας εκεί, θα μπορούσε να διαβάσει σε όλους τη συχωρετική ευχή στο τέλος.

Μια γλυκειά αλλοίωση ήρθε στις καρδιές τους. Ακόμα και ο Σπύρος ένοιωσε ανάγκη πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή του να προσευχηθεί. Δεν ήξερε τι λόγια να πει, γι’ αυτό μονάχα απόμεινε για πολύ ώρα σε ιερή θεωρία της εικόνας του Χριστού, που υπήρχε στο δωμάτιο.

Ναι, μία εικόνα από αυτές, που ορισμένοι ψευτοπροοδευτικοί θέλουν να αποκαθηλώσουν από τα νοσοκομεία, χωρίς να σκέφτονται ότι μαζί θα αποκαθηλώσουν και την πνευματική παραμυθία, τη συντροφιά των Αγίων, του Χριστού και της Παναγίας στους ασθενείς και τους συνοδούς τους.
Αναζητώντας αυτήν ακριβώς την παραμυθία σηκώθηκαν κι οι τρεις, αφού ενημέρωσαν την εφημερεύουσα νοσοκόμα, και κατέβηκαν στον «Άγιο Παντελεήμονα».

Εκείνο το βλογημένο εκκλησάκι του Νοσοκομείου, εκεί που απόθεσαν χιλιάδες άνθρωποι το δάκρυ, την προσευχή, τη μετάνοια, τα τάματα, τις παρακλήσεις, την οδύνη, τα παράπονα, τα αναρίθμητα «γιατί», μα και την ευχαριστία, τη δοξολογία, την ευγνωμοσύνη. Άναψαν το κεράκι τους κι είπαν ο καθένας με το δικό του τρόπο την προσευχή του στο Θεό.

Ο καιρός περνούσε και η εξέλιξη της ασθένειας δεν ήταν καλή για κανέναν από τους τρεις. Ήταν και οι τρεις περιπτώσεις πολυμεταστατικών νόσων και οι ιατρικές παρεμβάσεις, που μπορούσαν να γίνουν ήταν εξαιρετικά περιορισμένες.

Ωστόσο, δόθηκε η ευκαιρία να συναντηθούν αρκετές φορές ακόμα, τόσο στο Νοσοκομείο όσο και εκτός. Με τον καιρό και οι τρεις «βλέποντας» το τέλος φρόντισαν να ετοιμαστούν κατάλληλα.

Ακόμα και ο Σπύρος, ο οποίος ήταν σφόδρα αρνητικός σ’ όλη τη ζωή του σε οποιαδήποτε αναφορά για Θεό και, ενώ στην αρχή ήταν αποφασισμένος – συνεπής προς το μηδενισμό της ιδεολογίας του – να φροντίσει για την αποτέφρωσή του, τώρα ήταν άλλος άνθρωπος. Και μία μέρα, που ήλθε ο πνευματικός του Θανάση στο Νοσοκομείο να τον επισκεφθεί, ο Σπύρος ζήτησε να εξομολογηθεί!

Έμειναν μόνοι με τον ιερέα και για πολύ ώρα έκλαιγε σα μωρό. Κι είδε στα μάτια του ο ιερέας τον ίδιο εκείνο ακριβώς, αδαμιαίο θρήνο, σαν τον προπάτορα της οικουμένης, που κάθησε ύστερα από την εξορία του Παραδείσου απέναντι από αυτόν και έκλαιε πικρώς.

Κι έκλαιγε κι ο ιερέας μαζί, αλλά με δάκρυα χαράς και ευχαριστίας προς το Θεό, που αναζήτησε και βρήκε και αυτό το απολωλός πρόβατο.

Κι ύστερα από την εξομολόγηση, δέχτηκε το πολυτίμητο δώρο, εφόδιο ζωής αιωνίου, τον Άρτο της Ζωής. Κοινώνησε τον Χριστό. Τόση αγάπη, ευγνωμοσύνη και χαρά πλημμύρισε η καρδιά του, που δεν άντεξε. Και εκείνη την ίδια ώρα την παρέδωσε στα χέρια της θείας αγάπης.
Καρδιοαναπνευστική ανακοπή, γράψαν οι γιατροί. Ενώ ο ιερέας ψέλλισε˙ αυτό το πλάσμα του Θεού εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν.

Ο Θανάσης και ο Χρήστος παρέστησαν προσευχόμενοι στην εξόδιο ακολουθία και την ταφή ευχαριστώντας το Θεό για το θαύμα Του.

Γιατί η μεταστροφή του φίλου τους ήταν στα αλήθεια θαύμα της θείας Αγάπης. Και ενώ γνώριζαν καλά ότι σύντομα θα ακολουθήσει και η δική τους σειρά δεν αγωνιούσαν παρά ζητούσαν από Θεό να τους δώσει δύναμη για το χωρισμό από τους οικείους τους και να τους συχωρέσει τ’ αμαρτήματα.
Προσδοκούσαν με βέβαιη πίστη ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Λίγο πριν το τέλος και, όταν ήταν στο στάδιο των «καταληκτικών ασθενών» δεν έγινε πια ξανά εισαγωγή στο Νοσοκομείο και έτσι τους δόθηκε η ευκαιρία να χαρούν τις τελευταίες μέρες τους σ’ αυτόν τον κόσμο στο σπίτι τους.

Με αξιοπρέπεια. Στην οικογένειά τους. Δίπλα στις συζύγους και τα παιδιά τους. Να δεχτούν την αγάπη και την τρυφερότητα και να πουν κουβέντες, που δεν είχαν βρει ποτέ τον χρόνο να πουν. Να ετοιμαστούν με εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία.

Ο Θανάσης, που ήταν και ιεροψάλτης, εξομολογήθηκε και κοινώνησε τρεις ημέρες, πριν την κοίμησή του, και από κείνη την ημέρα μέχρις λίγες ώρες πριν το τέλος έψαλλε με δάκρυα κατανύξεως αναστάσιμους ύμνους και ψαλμούς.

Ενώ ο Χρήστος, την τελευταία νύχτα στήλωσε στον ουρανό τα μάτια και έλεγε όσο έβγαινε ακόμα η φωνή του με τρόπο ιερό και θείο φόβο˙ «Σαβαώθ, Σαβαώθ, Σαβαώθ» και με τον τρόπο αυτό παρέθεσε το πνεύμα του στα χέρια του Κυρίου διά των Αγγέλων, που έστειλε να παραλάβουν την ψυχή του.

Των αδελφών μας αυτών, που μας δίδαξαν ότι το τέλος δεν είναι τέλος μα αρχή, δεν είναι γυρισμός στο μηδέν αλλά απαρχή ζωής αιωνίου, και όλων των απ’ αιώνος κεκοιμημένων επ’ ελπίδι αναστάσεως, ας είναι αιωνία η μνήμη κι η ανάπαυση.

Πηγή: Ρομφαία