Ή δική μου ανάπαυση γεννιέται από την ανάπαυση του άλλου
– Αν, Γέροντα, κάποιος δεν έχη γευθή την χαρά της θυσίας, πώς μπορεί να φθάση στην θυσία;
– Αν έρθη στην θέση τού άλλου. Όταν ήμουν στον στρατό, συχνά το πολυβολείο ήταν γεμάτο νερό· στον ασύρματο οι μπαταρίες ήθελαν αλλαγή – και ήταν πολύ δύσκολο, γιατί ήταν φορτωμένη ή γραμμή. Βρεχόμουν μέχρι την μέση· ή χλαίνη έσταζε. Προτιμούσα όμως να κάνω μόνος μου την δουλειά, για να μην ταλαιπωρηθούν οι άλλοι, και χαιρόμουν πού το έκανα. Ό διοικητής μου έλεγε: «Είμαι αναπαυμένος και ήσυχος, όταν κάνης εσύ την δουλειά, άλλα σε λυπάμαι. Πες σε κάποιον άλλον να πάη». «Όχι, χαίρομαι, κύριε διοικητά», του έλεγα. Στην διλοχία ήταν ακόμη ένας ασυρματιστής, αλλά δέν τον άφηνα στις επιχειρήσεις να κουβαλήση ούτε την μπαταρία ούτε τον ασύρματο, αν και ήταν βαριά, για να μη βρεθή σε κίνδυνο. Με παρακαλούσε εκείνος: «Γιατί δέν μού τα δίνεις;». «Εσύ έχεις γυναίκα και παιδιά, τού έλεγα. “Αν σκοτώσουν εσένα, θα δώσω λόγο στον Θεό». Έτσι ό Θεός μας φύλαξε και τους δύο· δέν άφησε να σκοτωθή ούτε εκείνος ούτε εγώ.
Προτιμότερο είναι για έναν ευαίσθητο άνθρωπο να σκοτωθή ό ίδιος μια φορά απο αγάπη, για να προστατέψη τον πλησίον του, παρά να άμελήση ή να δειλιάση, και ύστερα να σφάζεται συνέχεια από την συνείδηση του σ’ όλη του την ζωή. Μια φορά, στον ανταρτοπόλεμο, τότε με τις επιχειρήσεις, οι αντάρτες μας είχαν αποκλείσει έξω από ένα χωριό και οι στρατιώτες θα έρριχναν κλήρο, ποιος θα πάη στο χωριό για εφόδια. «Θα πάω εγώ», είπα. Αν πήγαινε κάποιος άπειρος ή απρόσεκτος, μπορεί και να σκοτωνόταν και θα με έτυπτε μετά η συνείδηση. «Καλύτερα, σκέφτηκα, να σκοτωθώ εγώ, παρά να σκοτωθή ο άλλος και να με σκοτώνη η συνείδησή μου σε όλη μου την ζωή. Πως θ’ αντέξω μετά; Θα μου λέη η συνείδησή μου: “Μπορούσες να τον γλιτώσης· γιατί δεν τον γλίτωσες;”». Νήστευα κιόλας και ήμουν νηστικός…., τέλος πάντων. Οπότε μου λέει ο διοικητής: «Και εγώ προτιμώ να πας εσύ που πιάνεις πουλιά στον αέρα, αλλά να τρως, για να έχης αντοχή». Πήρα το όπλο και ξεκίνησα. Οι αντάρτες με πέρασαν για δικό τους και με άφησαν να περάσω. Πήγα στο χωριό, ανέβηκα σε ένα διώροφο σπίτι. Μια γριά που ήταν εκεί μου έδωσε εφόδια και γύρισα πίσω στην διλοχία.
Την μεγαλύτερη χαρά την ένιωθα τον χειμώνα, εκεί μέσα στα χιόνια. Θυμάμαι, ξύπνησα ένα βράδυ· οι άλλοι κοιμόνταν. Το χιόνι είχε σκεπάσει τις σκηνές. Πάω, πιάνω τον ασύρματο και βγάζω το χιόνι από τις τρύπες του ασυρμάτου· βλέπω δούλευε. Τρέχω στον διοικητή και του το λέω. Εκείνο το βράδυ είκοσι έξι κρυοπαγημένους έβγαλα μέσα από το χιόνι με τον κασμά.
Εγώ δεν έκανα τίποτε για τον Χριστό. Αν το 100% από όσα έκανα στον στρατό το έκανα για τον Χριστό, τώρα θα έκανα θαύματα! Γι’ αυτό μετά στην καλογερική έλεγα: «Στον στρατό, για την πατρίδα ταλαιπωρήθηκα τόσο, για τον Χριστό τι κάνω;». Δηλαδή μπροστά στην ταλαιπωρία που πέρασα στον στρατό, στην καλογερική αισθανόμουν σαν να ήμουν βασιλόπουλο – άσχετα αν είχα ή δεν είχα παξιμάδι. Γιατί στις επιχειρήσεις ξέρεις τι νηστεία κάναμε; Τρώγαμε σπυρωτό χιόνι. Οι άλλοι έτρεχαν, έβρισκαν κάτι να φάνε. Εγώ με τον ασύρματο δεν μπορούσα να μετακινηθώ. Μια φορά δεκατρείς μέρες ήμασταν νηστικοί. Μόνο μια κουραμάνα και μισή ρέγγα μας είχαν μοιράσει. Νερό έπινα από τις πατημασιές των ζώων. Και δεν και καθαρό βρόχινο αλλά λασπωμένο. Είχα πιει μια….πορτοκαλάδα μια φορά! Είχα σκάσει για νερό. Είδα μια πατημασιά ζώου γεμάτη κίτρινο νερό, ήπια-ήπια….Οπότε μετά στην καλογερική, ακόμη και ζούδια να είχε το νερό, μου φαινόταν μεγάλη ευλογία. Έμοιαζε τουλάχιστον με νερό.
Μια φορά, ένα απόγευμα, είχε κοπή η έρπουσα γραμμή. Ήταν Δεκέμβρης μήνας του 1948. Το χιόνι πολύ. Στις 4 η ώρα το απόγευμα έρχεται διαταγή να πάμε στο χωριό δύο ώρες μακρια, να φτιάξουμε την γραμμή και να γυρίσουμε πίσω. Εν τω μεταξύ δεν είχε ακόμη ούτε δυο ώρες μέρα. Οι στρατιώτες ήταν σκοτωμένοι στην κούραση και δεν είχαν κουράγιο να ξεκινήσουν. Και που να βρης την γραμμή με τόσο χιόνι!
– Δεν ξέρατε, Γέροντα, τον δρόμο και που ήταν ή γραμμή;
– Ε, περίπου τον δρόμο τον ήξερα, αλλά θα μας έπιανε και η νύχτα. Τέλος πάντων, μου έδωσαν μια ομάδα και ξεκινήσαμε. Στην αρχή ανοίξαμε μέσα στο στρατόπεδο με το φτυάρι τον δρόμο από το χιόνι, και έτσι προχωρήσαμε λίγο, για να αναπαύσουμε τον διοικητή. Μετά λέω: «Προχωράμε, γιατί πρέπει και να γυρίσουμε».
Καλύτερα, σκέφτηκα, να σκοτωθώ εγώ, παρά να σκοτωθή ο άλλος και να με σκοτώνη η συνείδησή μου σε όλη μου την ζωή. Πως θ’ αντέξω μετά; Θα μου λέη η συνείδησή μου: Μπορούσες να τον γλιτώσης· γιατί δεν τον γλίτωσες;
Πήγαινα μπροστά, γιατί οι άλλοι ήταν όλο αντίδραση. «Ή Ελλάδα ποτέ δέν πεθαίνει, άλλα πεθαίνουμε εμείς», μου έλεγαν. Συνέχεια αυτό! Προχωρούσα, βούλιαζα μέσα στο χιόνι, με τραβούσαν επάνω· ξαναβούλιαζα, με ξανατραβούσαν. Είχα και ένα ξίφος και το κάρφωνα κάτω, για να κάνω γείωση. Συνέχεια έπρεπε να ελέγχω. Έμπαινα μπροστά. «Προχωρήστε, τους έλεγα· από δω δέν περνούν ζώα, για να κόψουν την γραμμή. Μόνο σε κανένα λάκκο πού ή γραμμή είναι εναέριος, εκεί να ελέγξουμε». Τελικά φθάσαμε σε ένα χωριό πού είχε πεζούλια και, καθώς το χιόνι είχε στοιβαχθή από τον αέρα, δέν ξεχώριζες τίποτε. Όταν φθάσαμε στα πεζούλια, πέφτω μέσα στο χιόνι. Τρόμαξαν να με βγάλουν οι άλλοι. Ύστερα σιγά-σιγά από το ένα πεζούλι στο άλλο κατεβήκαμε όλοι – μην τα ρωτάς πώς! – αργά το βράδυ στο χωριό. Βρήκα σε κάτι λάκκους σε ένα-δυό μέρη την γραμμή κρεμασμένη, την συνδέσαμε και μπορέσαμε να επικοινωνήσουμε με τον διοικητή. «Να γυρίστε πίσω», μας λέει ο διοικητής. «Αλλά πώς να γυρίσουμε; Εκτός που ήταν νύχτα, πώς να ανέβουμε τα πεζούλια; Κουτρουβάλα τα είχαμε κατέβη! Που να βρης δρόμο; «Μα έτσι στον ανήφορο, πώς να γυρίσουμε; τού λέω. Στον κατήφορο τέλος πάντων, κατεβήκαμε! Να γυρίσουμε αύριο το πρωί από την άλλη μεριά τού χωριού κάνοντας τον γύρο». «Τίποτε, λέει ό διοικητής, απόψε». Ευτυχώς άκουσε ένας υπασπιστής τον διοικητή και τον παρακάλεσε να μας αφήση να μείνουμε την νύχτα στο χωριό, και έτσι μείναμε. Σε ένα σπίτι μας έδωσαν δυό-τρεις τσέργες και, επειδή είχα πουντιάσει – όπως έμπαινα μπροστά και άνοιγα τα χιόνια, είχα γίνει τελείως μούσκεμα -, οι άλλοι με λυπήθηκαν, γιατί κατά κάποιο τρόπο την πλήρωσα εγώ πού τραβούσα μπροστά, και με έβαλαν στην μέση, για να ζεσταθώ. Τότε είχαμε φάει μόνον ένα κομμάτι κουραμάνα. Μεγαλύτερη χαρά δέν θυμάμαι να έχω νιώσει στην ζωή μου. Αναγκάσθηκα να σας πω αυτά τα παραδείγματα, για να καταλάβετε τί θα πη θυσία. Δέν σάς τα είπα όλα αυτά, για να με χειροκροτήσετε, άλλα για να καταλάβετε από πού βγαίνει ή πραγματική χαρά. Έπειτα στο γραφείο Διαβιβάσεων ό ένας μού έλεγε ψέματα: «Έρχεται ό πατέρας μου και πρέπει να πάω να τον δω. Σέ παρακαλώ, κάθησε λίγο στην θέση μου». Ό άλλος: «Ήρθε ή αδελφή μου» -και δέν ήταν ούτε καν αδελφή του. Κάποιος άλλος κάτι άλλο, και εγώ καθόμουν συνέχεια στην υπηρεσία για τον ένα και για τον άλλον και θυσιαζόμουν. Ύστερα σκούπιζα, καθάριζα, γιατί εκεί στην διμοιρία Διαβιβάσεων απαγορευόταν να μπαίνουν άλλοι. Ούτε αξιωματικός από άλλη υπηρεσία δέν μπορούσε να πάη μέσα, γιατί ήταν και καιρός πολέμου. Καθαρίστρια να πάρουμε, δέν μπορούσαμε. Έπαιρνα λοιπόν την σκούπα και καθάριζα όλους τους χώρους. Εκεί έμαθα να σκουπίζω. «Εδώ είναι μια υπηρεσία, έλεγα, είναι, κατά κάποιο τρόπο, ιερός χώρος· δέν κάνει να είναι ακατάστατα». Ούτε υποχρέωση είχα να σκουπίσω ούτε ήξερα από σκούπισμα. Μήπως είχα πιάσει ποτέ σκούπα στο σπίτι μου; Και να ήθελα να πιάσω σκούπα, θα με σκότωνε στο ξύλο με την σκούπα η αδελφή μου. «Καθαρίστρια» με έλεγαν οι άλλοι, «αιώνιο θύμα» με έλεγαν. Δεν τα λάμβανα υπ’ όψιν μου. Και ούτε για να ακούσω το «ευχαριστώ» το έκανα. Άλλα το έκανα από μέσα μου, γιατί το ένιωθα ώς ανάγκη και το χαιρόμουν.
– Δέν σας περνούσε, Γέροντα, καθόλου αριστερός λογισμός; Δεν λέγατε λ.χ.: «Ό άλλος γυρίζει· δέν πάει να δη την αδελφή του»;
– Όχι, δέν μου περνούσε λογισμός. Από την στιγμή πού μου έλεγε ό άλλος «σέ παρακαλώ, μπορείς να καθήσης λίγο», τελείωσε. Άλλος μου ζητούσε χρήματα και μου έλεγε δήθεν ότι τα ήθελε για τα παιδιά του, και αυτός όχι μόνο δέν έστελνε στα παιδιά του, άλλα ζητούσε και από την γυναίκα του χρήματα, να ξοδεύη για τον εαυτό του. Κατάλαβες; Ούτε τα έκανα, για να μου πουν «μπράβο»· το αισθανόμουν ώς ανάγκη. Επειδή δέν έβγαινα έξω, το είχαν εκμεταλλευτή οι άλλοι και μου άφηναν όλη την δουλειά. Έβγαζα όλη την δουλειά τής διμοιρίας. Ένα σωρό σήματα διαβιβάσεων να βροντάνε συνέχεια οι θυρίδες. Είχα γίνει ερείπιο. Ένα διάστημα είχα συνέχεια τριάντα εννιάμισι πυρετό και δέν έλεγα σέ κανέναν τίποτε. Έπειτα έπεσα πτώμα από την υπερκόπωση. Λιποθύμησα και με πέταξαν σέ ένα φορείο. «Άντε Βενέδικτε, άκουσα να λένε, θα σε πάμε με το φορείο για γενική επισκευή εκεί πού φτιάχνουν τα χαλασμένα αυτοκίνητα!» και με πήγαν σέ ένα νοσοκομείο. Και εκεί εγκαταλελειμμένος – ποιος να μου δώση σημασία; όλοι κοιτούσαν τους τραυματισμένους -, άλλα ένιωθα χαρά, την χαρά αυτή πού βγαίνει από την θυσία. Γιατί από την ανάπαυση τού άλλου γεννιέται ή ανάπαυση ή δική μου.
Απόσπασμα από το βιβλίο: Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι Β΄ Πνευματική αφύπνιση, Ιερόν Ησυχαστήριον Μοναζουσών «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 1999