Το ιερό Ευαγγέλιο μας δίνει την εικόνα του υλιστή περιγράφοντας τον άφρονα πλούσιο. Αυτός, παραδομένος ολόκληρος στην ύλη, απευθύνεται στον εαυτό του λέγοντάς του: «Έχεις μαζέψει από πολλά χρόνια, πολλά αγαθά. Αναπαύσου λοιπόν, φάε, πιες, ευχαριστήσου» (Λκ. ιβ΄, 19). Νάτην λοιπόν η εικόνα του υλικού ανθρώπου, η εικόνα του υλιστή. Όλη του την ευδαιμονία την έκτισε πάνω σε υλικά αγαθά που φθείρονται, μεταβάλλονται συνεχώς και αλλοιώνονται. Αναζήτησε την ευχαρίστηση στον κορεσμό των ποικίλων παθών και επιθυμιών του σώματος και της ψυχής. Ολόκληρος παραδομένος στην ύλη, λησμονεί την πνευματική του φύση και ξεχνάει το Θεό που τον έπλασε, τον θείο Δημιουργό του σύμπαντος. Πουθενά δεν Τον ανακαλύπτει, πουθενά δεν βλέπει την παρουσία Του, πουθενά δεν βρίσκει το κάλλος της εικόνας του Θεού. Η αρμονία του σύμπαντος που εικονίζει τη σοφία και την παντοδυναμία του Θεού, αδυνατεί να αναστήσει το κατρακυλισμένο στην ύλη πνεύμα του. Αδυνατεί να ανορθώσει το φρόνημά του, αδυνατεί να εξυψώσει τον εσκοτισμένο και δυσκίνητο νου του, για να κατανοήσει τη σοφία και την παντοδυναμία του θείου Δημιουργού. Το εκπληκτικό κάλλος του κόσμου, αυτό που προκαλεί τον θαυμασμό του πνευματικού ανθρώπου, αυτό που τον ανυψώνει προς τον αριστοτέχνη Δημιουργό, ο οποίος έχει καλλιτεχνήσει αυτήν την θαυμάσια εικόνα της δημιουργίας, ενώ διεγείρει στην καρδιά αυτού που έχει νου φωτισμένο συναισθήματα αγάπης και λατρείας και τα χείλη του κινούνται για να υμνήσουν τον θείο καλλιτέχνη, στην καρδιά του υλιστή δεν ξυπνάει κανένα ιερό συναίσθημα. Με κανέναν τρόπο η χάρη του Θεού που διαχέεται στην εικόνα της δημιουργίας και εικονίζει την αγαθότητα του καλλιτέχνη, δεν ανυψώνει τον νου του στον θείο Δημιουργό, αφού ο υλιστής ευχαριστιέται μονάχα με την υλική μορφή της εικόνας της δημιουργίας. Η πνευματική δημιουργία είναι γι’ αυτόν κάτι ξένο και ακατανόητο, διότι του λείπει η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Η ανύψωση του νου του πάνω από τα γήινα είναι αδύνατη, αφού ο ίδιος είναι προσκολλημένος στη γη.
Ο υλιστής, χωρίς φροντίδα για τον υπόλοιπο κόσμο, περιόρισε τις σκέψεις του γύρω από τον εαυτό του και μόνο του μέλημα είναι η περιποίηση του εγώ του. Κάθε φροντίδα του περιστρέφεται γύρω από τον ηδονικό βίο και τη λατρεία του εαυτού του. Αναζητά τη βοήθεια όλων, με σκοπό την εξυπηρέτησή του. Για τον υλιστή δεν υπάρχει κανείς άλλος εκτός από τον εαυτό του. Το δικό του εγώ έχει κατακλύσει τα πάντα. Γι’ αυτόν, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να ζει ανεξάρτητος. Ότι μπορεί να υπάρξει, οφείλει να εξαρτάται από την θέλησή του. Ο υλιστής νομίζει πως είναι η μόνη προνομιούχος φύση, η μοναδική ελεύθερη ύπαρξη στον κόσμο και δικαιούται να απολαμβάνει τα πάντα. Κάθε άλλη ύπαρξη οφείλει να υποτάσσεται σ’ αυτόν και είναι υποχρεωμένη να δουλεύει γι’ αυτόν.
Ο υλιστής, χωρίς φροντίδα για τον υπόλοιπο κόσμο, περιόρισε τις σκέψεις του γύρω από τον εαυτό του και μόνο του μέλημα είναι η περιποίηση του εγώ του. Κάθε φροντίδα του περιστρέφεται γύρω από τον ηδονικό βίο και τη λατρεία του εαυτού του
Ο υλιστής σαν τύραννος, αξιώνει να πραγματοποιούνται όλες οι παράλογες απαιτήσεις του και όλοι να τρέχουν να ικανοποιήσουν τις παρορμήσεις και επιθυμίες του. Κάθε άρνηση υποταγής και υπηρεσίας, θεωρείται έγκλημα μη αφιέρωσης σ’ αυτόν και θανάσιμη αμαρτία. Το αίμα όσων αρνούνται την υποταγή και εναντιώνονται σ’ αυτόν μπορεί να χυθεί εμπρός του έτσι ώστε να τιμωρηθούν οι ανυπάκουοι. Τίποτα δεν τον συγκινεί, τίποτα δεν του προκαλεί τύψεις συνείδησης, θεωρεί τις πράξεις του δίκαιες και καλά καμωμένες. Τα ευγενικά συναισθήματα έχουν εξαφανισθεί από την καρδιά του, αφού αυτή έχει γεμίσει από άγρια πάθη. Η αγάπη και η φιλία παραμένουν σ’ αυτόν μόνον όσο υπηρετούν τη φιληδονία του. Η θρησκεία θεωρείται απ’ αυτόν σαν παραλογία, η δε αρετή ανοησία· η ελπίδα της μέλλουσας ζωής φαντασιοπληξία και προϊόν αρρωστημένης φαντασίας. Οι θείες εντολές του νόμου, οι οποίες διδάσκουν τον σεβασμό προς τον Θεό και την ηθική, θεωρούνται λόγια ανόητα και αερολογίες. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι γι’ αυτόν δεισιδαιμονίες, γεμάτες πλάνη και φαντασιοπληξία ενός διαταραγμένου νου. Όλη η σοφία του κόσμου αυτού, έστησε τάχα την έδρα της στο κεφάλι του. Όλη δε η ορθή γνώση πιστεύει ότι πηγάζει από τον δαιμόνιο νου του. Καθετί που βγαίνει από τη διάνοιά του αξιολογείται ως σοφία και ότι αντιτάσσεται σ’ αυτή απορρίπτεται ως ανοησία.
Αυτή είναι, σε μικρογραφία, εικόνα του υλιστή, ο οποίος θησαυρίζει για τον εαυτό του και όχι με τον πλούτο τον προερχόμενο από τον Θεό. Πόσο αληθινά δυστυχισμένοι είναι αυτοί οι άνθρωποι. Πόσο μακριά βρίσκονται από την αλήθεια! Πόσο πλανώνται! Πόσο ανόητοι και τυφλοί γίνονται! Ενώ διαχέεται άπλετο το φως της αλήθειας και φωτίζει τα πέρατα, αυτός μένει στο σκοτάδι του ψεύδους και της πλάνης. Πόσο έχει βαρύνει και καλύψει τους οφθαλμούς του η λατρεμένη του ύλη! Πόσο το σκοτάδι που εξέρχεται απ’ αυτή τον έχει σκοτίσει! Σκοτοδίνη κατέλαβε το μυαλό του! Βαρύ πέπλο από σκοτάδι έχει απλωθεί πάνω απ’ το κεφάλι του, αυτός όμως δεν το αντιλαμβάνεται, θεωρεί ότι δεν σφάλλει ποτέ αν και αμαρτάνει πάντα. Κατά τη στιγμή δε που έλεγε στον εαυτό του ότι θα είναι αιώνιος, ξαφνικά ακούει φοβερή φωνή, φωνή αποδοκιμασίας, φωνή που τον ελέγχει για την αφροσύνη του. Αυτός που θεωρεί τον εαυτό του σοφό, καταγγέλλεται από τον Θεό ως άφρων. «Άφρον!»…Τι φοβερή φωνή! «Άφρον, τούτη τη νύχτα την ψυχή σου ζητούν από σένα!» (Λκ. ιβ΄ 20). Τι φοβερή απαίτηση! Ο κριτής, του οποίου αρνιόταν την ύπαρξη, τον καλεί μέσα στη νύχτα να εμφανιστεί μπροστά Του και να απολογηθεί για τις πράξεις του. Πόσο αργά αντιλήφθηκε την ανοησία του. Πέρασε τη ζωή του άθεος και έφυγε για να παρουσιαστεί ενώπιον του Θεού, να ελεγχθεί και να κατακριθεί. Ταλαίπωρος άνθρωπος!
Απόσπασμα από το βιβλίο: « Το γνώθι σαυτόν – κείμενα αυτογνωσίας» – Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Εκδόσεις Άθως, Σεπτέμβριος 2014, σελ 69-73