Home ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΘΡΑ Διηγήσεις του Αγίου Πορφυρίου

Διηγήσεις του Αγίου Πορφυρίου

1369
Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης
Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης

Μόνος έψαλε κατανυκτικά

«Όταν λείπανε οι Γέροντές μου αγαπούσα να πηγαίνω μόνος μου, στο εκκλησάκι μας εκεί στην ασκητική καλύβα που είχαμε και έψαλα. Είχα δύο αγίους Γέροντες πολύ καλούς, ο Γέροντάς μου ήταν μεγάλης αξίας άνθρωπος και λείπανε και εγώ που του έκανα υπακοή, αλλά δεν κατόρθωσα να αποκτήσω και εγώ την χάρη που είχε, αλλά να σου πω όταν λείπανε οι Γέροντες, με αφήνανε στο σπίτι γιατί εγώ ήμουν μικρούλης δεν με βγάζανε έξω, δεν πήγαινα σε πανηγύρεις, σε εορτές δεν πήγαινα, και ενθυμούμαι που έψαλα όλο κατανυκτικά τροπάρια και εύρισκα τροπάρια στην Παρακλητική του Σαββάτου ή ορισμένες ημέρες που είχε κατανυκτικά τροπάρια, κυρίως έλεγα την παράκληση του Χριστού (τον κανόνα του Ιησού). Έπειτα θυμάμαι που έλεγα με κατάνυξη και αγάπη το όνομα του Ιησού, αλλά το έλεγα πάρα πολύ γλυκά και κατανυκτικά, έτσι με πόνο την λέξη Ιησού μου, Ιησού, αλλά αυτό το Ιησού δεν μπορώ να το προφέρω τώρα. Πολύ μ’ άρεσε, αλλά (τώρα) δεν μπορώ να πω την λέξη, (τότε) το έλεγα έτσι με μια γλυκύτητα, με ένα είδος λυγμού, έτσι κατανύξεως, συγκινήσεως, αγάπης, ευλάβειας στον Χριστό».

Διαμονή σε μέρος ερημικό

«Θέλω να φτειάξω ένα τροχόσπιτο και να πάω σε ένα μέρος ερημικό που έχω βρει στην Βόρειο Εύβοια που (βλέπει) το Αιγαίον Πέλαγος και απέναντι είναι το Άγιον Όρος. Θα βάλω μέσα σόμπα με φωταέριο, αλλά θα έχη χωνί για να βγαίνη έξω η καύση του φωταερίου. Είναι πολύ ερημιά και χωματόδρομος και δεν έρχονται αυτοκίνητα. Θα πηγαίνω εκεί τρεις ημέρες και τέσσερις θα (μένω) εδώ. Μαζί μου παίρνω και δύο ανάπηρους, μα τι να σου πω! ούτε τους φτάνουμε στην αγιωσύνη, διαρκώς θέλουνε να μου λένε και να μου διαβάζουνε από το Γεροντικό, από ‘δω, από ‘κει διάφορα πα, πα, πα!! Ο ένας όλος ψάλλει. Παίρνουμε μία κοπέλλα από εδώ, πότε την Πηνελόπη, πότε την Κατερίνα για να μας μαγειρεύη και περισσότερο για να κάθεται εκεί με το πιεσόμετρο και να κοιτάη μήπως πάθω πίεση, μήπως οι σφυγμοί μου ανέβουν. Το ότι βγαίνω έξω εγώ είναι (ιατρικώς) παράνομο, όμως βγαίνω έτσι με πίστη. Άμα είναι να μου συμβή, ε! μπορεί στον δρόμο να πεθάνω. Δεν λέω, σε τέτοια χάλια που πας; δεν το λέω καθόλου. Εσύ μπορεί να πης, μωρέ, τι κουτός άνθρωπος, γέρος, άρρωστος, υπέργηρος, τι είναι αυτά που κάνει! να σηκωθή τώρα να πάη στην ερημιά. Και όμως αυτό με ξεκουράζει, αν και το ταξίδι γρου, γρου, γρου, μου τρίβει όλες τις αρθρώσεις.

Είναι πολύ ερημιά και χωματόδρομος και δεν έρχονται αυτοκίνητα. Θα πηγαίνω εκεί τρεις ημέρες και τέσσερις θα (μένω) εδώ. Μαζί μου παίρνω και δύο ανάπηρους, μα τι να σου πω! ούτε τους φτάνουμε στην αγιωσύνη, διαρκώς θέλουνε να μου λένε και να μου διαβάζουνε από το Γεροντικό, από ‘δω, από ‘κει διάφορα πα, πα, πα!!

Εκεί πέρα γνώρισα και έναν τσομπάνο και με αγαπάει, του πήρα και ένα ραδιόφωνο ηλιακό, να του πάω. Είναι ένα ραδιόφωνο που δεν του αλλάζεις στήλη, το βγάζεις μία ώρα στον ήλιο και κρατάει δύο εβδομάδες, είναι στερεοφωνικό, έχει πολύ ωραία φωνή. Και τώρα θα του το πάω για να πηγαίνη ότι ώρα θέλω για ψάρια. Πιο κάτω έχει έναν ψαρότοπο και μου φέρνει ψάρια. Και τα χειρότερα ψάρια να μου φέρη μου αρέσουν. Κάτι χάνοι και κάτι άλλα παλιόψαρα που είναι εδώ στον κόσμο δεν τα τρώνε, αλλά εκεί πέρα είναι γλύκισμα. Έχω τρία χρόνια που πηγαίνω, εκεί είναι και ένα εξωκκλήσι και το επιτελείο μου κοιμάται έξω και εγώ κοιμάμαι μέσα στο εξωκκλήσι. Έχω βρει ένα τροχόσπιτο, είναι 21/2 μέτρα μήκος, 2,20 φάρδος και 1,60 ύψος, είναι χαμηλό. Και ξέρεις τι ωραία είναι εκεί! είναι πάρα πολύ ωραία. Εδώ δεν ξέρω πότε θα φάω, πότε θα κοιμηθώ. Εκεί πέρα δεν έχουμε ούτε τηλέφωνο, είναι πάρα πολύ ωραία. Και κάθε Κυριακή έρχεται ένα αυτοκίνητο και μας πάει σε ένα χωριό όχι κοντινό, πιο μακριά, να μην μας μάθουνε και πάμε και μεταλαμβάνουμε. Και έχω πιάσει φιλία με έναν τσομπάνο, που στην αρχή τον αποστρεφόμουνα για να μην έρχεται και μας ενοχλεί. Είναι με την γυναίκα του που είναι 75 χρονών και βοσκάει γίδια, σαν να είναι 20 χρονών. Είναι πάρα πολύ υγιεινό το κλίμα εκεί.

»Εγώ από μικρός είχα δύο Γέροντες και είχα δεθή από μικρός στην υπακοή και δεν είχα διαβάσει, δεν ήξερα και να διαβάζω, αλλά σιγά-σιγά έμαθα και διάβαζα μόνο τα βιβλία της Εκκλησίας, Μηναία, Παρακλητική, αλλά Πατέρες δεν είχα δει (διαβάσει). Βασίλειο, Γρηγόριο, Χρυσόστομο καθόλου δεν είχα διαβάσει. Και έτσι τώρα τόσον καημό που έχω, παράγγειλα στην Θεσσαλονίκη όλα τα βιβλία των Πατέρων και μου τα στείλανε, μου φτειάξανα και μια βιβλιοθήκη και τα έχω δίπλα μου, αλλά ποιος να διαβάση. Εδώ από τις πέντε η ώρα έρχεται κόσμος βέβαια όλη την ημέρα. Ενώ εκεί (έχω συγκεκριμένη) ώρα να φάω, να κοιμηθώ, πότε θα πιω νερό (έχω) ανάπαυση, ησυχία, χωρίς επισκέψεις. Και άμα με πιάση καμμιά φορά και η φλυαρία έχω και τα παιδιά που μου λένε “Γέροντα, δεν πρέπει να μιλάης” και έτσι με βάζουνε στην θέση μου, παρ’ όλο που ότι να πούμε θα είναι καλό και ωραίο».

Απόσπασμα από το βιβλίο: «Όσιος Πορφύριος, (Μαρτυρίες-Διηγήσεις-Νουθεσίες)», Ενωμένη Ρωμηοσύνη, Ορθόδοξο Βίωμα, Θεσσαλονίκη 2017, σελ. 208-211