Ο άνθρωπος από αδυναμία ή άγνοια, νομίζει ότι πρέπει να λέγη τις σκέψεις του, τις ιδέες του, τις γνώμες του, σε οποιοδήποτε. Έρχεται, επί παραδείγματι ένας δόκιμος στο μοναστήρι, βλέπει έναν αδελφό, άγγελος λέγει είναι, και αρχίζει να του αποκαλύπτη τις σκέψεις του. Επαναλαμβάνει το ίδιο σε έναν δεύτερο και σε έναν τρίτο. Στο τέλος διαπιστώνει ότι όλοι γνωρίζουν το τι είπε. Πέφτει από τα σύννεφα, νοιώθει προδομένος. Ποιος φταίει; Οι αδελφοί μεν, οι οποίοι μετέδωσαν όσα άκουσαν, ζουν την δική τους δυσωδία και την απουσία του Θεού από την ψυχή τους, δείχνουν ότι είναι αθυρόστομοι -διότι εκ του στόματος του ανθρώπου γνωρίζεις τον άνθρωπο- (1), ο δόκιμος όμως είναι άξιος της τύχης του. Δεν λέμε λοιπόν τα διανοήματά μας, το παράπονό μας, την δυσκολία μας, τον πειρασμό μας, τον πόθο μας, την λαχτάρα μας, δεν ανοίγομε την καρδιά μας στον οποιοδήποτε που φοράει ράσο, μοναχό ή ιερέα, αλλά σε κάποιον που μας σέβεται, που είναι ευγενής, ανώτερος άνθρωπος, στον Γέροντά μας που έχει την ευθύνη για μας απέναντι του Θεού, που μας αγαπά πραγματικά, δεν στρέφει τον διάλογο μας σε κοσμικά θέματα, ούτε μας βλάπτει με το φρόνημά του.
Το θέμα αυτό είναι σοβαρό και χρειάζεται πολλή προσοχή. Εάν δεν το προσέξωμε, θα υποστούμε ταλαιπωρίες, θα ανεμοδαρθούμε· θα γίνωμε σαν τις ανεμοδαρμένες στέγες. Πέταξε την υγεία σου, σκόρπισε τον χρόνο σου, τα εκατομμύριά σου, όχι όμως την καρδιά σου, διότι δεν θα την σεβαστούν. Είναι δύσκολο ανάμεσα στους πεντακόσιους ανθρώπους να βρης δυό τρία πρόσωπα κατάλληλα να σώσουν την ψυχή σου. Πολύ περισσότερο δεν λέμε τον πόνο μας, το πρόβλημά μας, την δυσκολία μας, ακόμη και τα διανοήματά μας, όταν θέλωμε αν βοηθήσουμε κάποιον. Τα διανοήματά μας είναι ο θησαυρός της καρδιάς μας.
Κουβεντιάζουν, λόγου χάριν, δυό για τον κήπο, και ο πρώτος προτείνει να γίνη στο μέρος που δεν φυσάει ο άνεμος. Το ακούω εγώ και λέγω: Δεν φυσάει άνεμος, αλλά δεν πάει και ήλιος· πως θα αναπτυχθούν τα φυτά; Μα δεν με ρώτησε, για να πω τη γνώμη μου. Πρέπει να με ρωτήση, να με παρακαλέση. Εάν κάνουν λάθος; Ας κάνουν λάθος. Εσύ να μην κάνης λάθος. Ο Θεός σε έταξε να φρουρήσης την δική σου ψυχή. Το πολύ πολύ να αναφέρης το θέμα στον Γέροντα.
Εάν δω ότι δεν συνεχίζεις να με ακούς, ότι τώρα σκέπτεσαι κάπως διαφορετικά, πρέπει να αποχωρήσω με τον ευγενέστερο δυνατό τρόπο, σαν να μην κατάλαβα τίποτε. Την παραμικρή αλλοίωσι να δω στο βλέμμα σου, στον τρόπο σου, στην στάσι σου, πρέπει να φύγω· όχι όμως με το παράπονο ότι δεν με ακούς, αλλά με την χαρά ότι μπορώ να επανέλθω στην σιωπή μου, στην φυσική θέσι και πράξι του πιστού ανθρώπου
Ή με παρακαλάς να σου πω να βάλης μία εικόνα, ένα κάδρο, μία φωτογραφία. Σου λέγω που να βάλης την εικόνα, και θέλω να συνεχίσω για τα υπόλοιπα. Όχι, δεν είναι σωστό. Πρέπει να δω αν θέλης να προχωρήσω. Εάν δω ότι δεν συνεχίζεις να με ακούς, ότι τώρα σκέπτεσαι κάπως διαφορετικά, πρέπει να αποχωρήσω με τον ευγενέστερο δυνατό τρόπο, σαν να μην κατάλαβα τίποτε. Την παραμικρή αλλοίωσι να δω στο βλέμμα σου, στον τρόπο σου, στην στάσι σου, πρέπει να φύγω· όχι όμως με το παράπονο ότι δεν με ακούς, αλλά με την χαρά ότι μπορώ να επανέλθω στην σιωπή μου, στην φυσική θέσι και πράξι του πιστού ανθρώπου. Η σιωπή εκφράζει τον άνθρωπο του Θεού, διότι στην σιωπή υπάρχει ο Θεός και η προσευχή. Ο λόγος, η συζήτησις, είναι έξοδος από την πραγματική θέσι. Να ξαναπάω λοιπόν πάλι στο κελλί μου, χωρίς να πω σε κάποιον τι συνέβη.
Να είμεθα αξιοπρεπείς και ποτέ να μην αποκαλυπτωμε την γνώμη μας για τους άλλους. Να σεβώμεθα σαν άσυλο τον άλλον. Όπως τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ καλύπτουν τα μάτια τους για να μην βλέπουν την δόξα του Θεού, έτσι και εμείς να καλύπτωμε τον εαυτό μας και τα μάτια των άλλων για να μη βλέπουν τις κηλίδες στις εικόνες του Θεού. Οι εικόνες του Θεού να μένουν πάντα σεβαστές.
Στο θέμα αυτό πρέπει να προσθέσωμε και κάτι σημαντικό. Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν αποθέματα θησαυρών στην καρδιά τους. Όταν όμως ανοίγουν το στόμα τους, μαζί με τα λόγια τους φεύγει και ο θησαυρός της καρδιάς τους· βγαίνει το υποσυνείδητο όχι απλώς της προσωπικής ζωής, αλλά και της ανθρωπίνης φύσεως.
Κάποιος από μικρό παιδάκι έχει ζήσει ζωή καθαρή, ποτέ του δεν διανοήθηκε πονηρία, αμαρτία. Ανοίγει μία συζήτησι και ξαφνικά διαπιστώνει ότι ερεύγονται από μέσα του κατώτερα ορμέμφυτα, λογισμοί δαιμονιώδεις, συλλήψεις αδιανόητες, για τα οποία εκπλήσσεται και ο ίδιος. Τι συμβαίνει; Ανοίγοντας το στόμα του βγήκαν τα κατακάθια της μολυσμένης ανθρωπίνης φύσεως, όχι απλώς της προσωπικότητός του. Διότι δεν έχομε μόνον το πρόσωπό μας και την βούλησί μας· φέρομε μέσα μας και τα δεινά της πεπτωκυίας ανθρωπίνης φύσεως. Γι’ αυτό τηρούμε τους εαυτούς μας εν τη σιωπή. Είναι σπάνιο πράγμα να βοηθήση κανείς, όταν ανοίγη την καρδιά του.
[1]. Ματθ. 12, 37· Λουκ. 19, 22· Απόφθεγμα Μενάνδρου
Απόσπασμα από το βιβλίο: Νηπτική Ζωή και Ασκητικοί Κανόνες, Ερμηνεία στους Οσίους Πατέρες Αντώνιο Αυγουστίνο και Μακάριο, Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, Εκδόσεις «ΙΝΔΙΚΤΟΣ», 2011, σελ. 99-102