Λοιπόν, δια το Σχήμα που γράφεις, αυτό το έδειξεν ο Άγγελος εις τον θείον Παχώμιον.
Κατά πρώτον εις τας αρχάς των Χριστιανών όσαι εξέλεγον παρθενίαν -όπως τώρα εσείς- εδοκιμάζοντο τρία έτη και κατόπιν ετοίμαζον στέφανον από άνθη ευώδη. Και τες διάβαζε, λέγει, ο Αρχιερεύς ευχάς, όπως τώρα του Σχήματος, ως νύμφες Χριστού. Και όταν απέθνησκον τα έβαναν μαζί εις τον τάφον.
Λοιπόν, αφήνω εκείνο.
Τώρα το Σχήμα είναι μυστήριον όπως του γάμου τα στέφανα. Εσύ φορείς Σχήμα αντί των στεφάνων. Όπου νυμφεύεσαι τον Χριστόν, υποσχόμενη παρθενίαν εφ’ όρου ζωής. Εις τους θνητούς γάμους φορούν στέφανα, υποσχόμενοι σωφροσύνην ο ένας τον άλλον έως τέλους ζωής. Ημπορούν αυτοί να δώσουν τα στέφανα να στεφανωθή άλλος γάμος κατόπιν; Όχι. Αλλά, αφού αποθάνουν τα ρίχνουν στον τάφον.
Λοιπόν, εσύ πως δίδεις το στέφανόν σου και στεφανώνεται άλλος ή το δίδεις εις άλλον; Πως δίδεις το Σχήμα σου δια να γίνη άλλη Μοναχή; Αυτή δεν είναι η αλήθεια. Αλλά, επειδή δεν ηξεύρατε, έχετε δίκαιον. Άλλο να μην ξαναγίνη.
Τώρα εδώθεν αρχίζομεν έτερον θέμα.
Μου γράφεις και λέγεις ότι πολύ με ζαλίζεις με τας ερωτήσεις. Και λέγω σοι ότι, αφ’ ότου εισήλθες εις την αγίαν ταύτην και μακαρίαν Μονήν, μακαρία έχεις να γίνης, εάν θα κάμνης υπομονήν μέχρι τέλους και τελείαν υπακοήν. Όθεν σύντριψον σου το φρόνημα, τον εγωϊσμόν, την υπερηφάνειαν υπό τον ζυγόν του Χριστου, και είμαι πάντα πλησίον σου.
Αφότου αφιερώθης εις την Μονήν παρακολουθώ την πορείαν σου. Συμμετέχω στας θλίψεις και την χαράν των αδελφών σου. Αφού δι’ άλλους τόσους και τόσους φροντίζω και δεν παύω να εύχωμαι και να γράφω, δι’ εσάς τας γνησίας μου αδελφάς δεν θα φροντίζω; Αφού μάλιστα με έταξεν ο Γέροντας με ευλογίαν εις το διακόνημα αυτό;
Αρκεί εις εμένα να έχετε πίστιν και αγάπην ως πνευματικόν αδελφόν σας, να ωφελήσθε πνευματικώς. Το πρόσωπόν μου δεν θα ιδήτε ποτέ. Δεν θα σας βλάψω εν τοις λόγοις μου. Θα φροντίσω με όλην μου την ψυχήν να σας ωφελήσω. Ότι δεν δύνασθε να το κάμετε θα κατέβω χαμηλότερα. Όσον φθάνετε, εκεί θα σταθώ· να με φθάνετε.
Δι’ αυτό προσοχή, να μην γινώμεθα ημείς αίτιοι του κακού εις άλλον. Και αν δεν δυνάμεθα να τον επιστρέψωμεν, αλλά τον εαυτόν μας ημπορούμεν να φυλάγωμεν, να μην πλανηθούμεν
Μόνο και σεις να με εύχεσθε. Διότι πολλοί μου γυρεύουν βοήθειαν. Και όσους βοηθώ τον πειρασμόν τους βαστάζω. Ας έχη δόξαν ο Κύριος περί πάντων.
Σεις, αν ακούσετε λόγια ψυχρά εναντίον μου, μην πιστεύσετε· αλλά με αγάπην αδελφικήν να με αρωτάτε: Έτσι μας είπαν, έτσι ακούσαμεν. Και εγώ εν πάση ειλικρινεία, με φόβον Θεού, θα σας ειπώ μετά Θεόν την αλήθειαν. Ψεύμα δεν θα σας ‘πω καμμίαν φοράν.
Παρακαλώ πολύ να προσέξετε μην τύχη και πεισθήτε εις το φρόνημα του πατρός όπου γράφετε. Διότι γινώσκω καλώς ότι δεν είναι κατά Θεόν. Και μην ειπήτε ότι σας λέγω εις την μητέραν και αδελφήν του, να μη λυπηθούν.
Εγώ είδα μίαν φοράν προ ετών ότι ήσαν δύο δρόμοι όπου εχάραξαν οι Πατέρες· ο κοινοβιάτικος και ο ασκητικός. Και είδα τον αδελφόν αυτόν και δεν επήγε μήτε στον ένα μήτε στον άλλον, αλλά λέγει· Εγώ θα πάω εδώ! Και πήρε ένα κατήφορον μεσ’ στο ρουμάνι όπου κατέβαινε εις την θάλασσαν. Και ήτον ένας πλησίον του και μου λέγει· Τον βλέπεις αυτόν; τον δρόμον που πήρε στο φούντο θα πάη!
Αμέσως βλέπω πάλιν ότι ήμουν εις τον Άγιον Βασίλειον, επάνω στην Σκήτην. Και ήμην στην κορυφήν. Και βλέπω μία φωτιά τρομερή όπου έκαιε όλην την Σκήτην. Και λέγω στενοχωρούμενος· ποιος έβαλε αυτήν την φωτιάν και θα κάψη όλην την Σκήτην; Και κάποιος με λέγει· ο τάδε την έβαλε, θέλων να στηρίξη το φρόνημά του!
Δι’ αυτό σας λέγω ότι δεν είναι κατά Θεόν, αλλά παγίδα δεξιά του εχθρού.
Εγώ δεν σας ζητώ τίποτε υλικόν, δεν έχω την υλικήν σας ανάγκην, να ειπήτε ότι σας αγαπώ δια το συμφέρον. Αλλά δια την ψυχήν σας τα λέγω και αυτήν ειλικρινώς αγαπώ. Αλλ’ εγώ όλους τους αγαπώ. Με όλους είμαι ευνοϊκός. Εις τόσον όπου, τόσα φρονήματα είναι, και ο καθείς που θα ομιλήσωμεν νομίζει ότι είμαι μαζί του. Δεν απελπίζω κανένα, ας γνωρίζω ότι πλανάται. Εφ’ όσον ηξεύρω ότι και αν ομιλήσω δεν θα ακούση, διατί να τον συγχύσω και να λυπηθώ και εγώ;
Παρακαλώ μη λέτε αυτά είς κανένα, μην τα ακούση και, ούτε και αυτός θα ωφεληθή, αλλά θα αμαρτήση χειρότερα. Διότι θα πουν οι περί αυτόν ότι φθάσει η γλώσσα τους. Και τότε ποιος θα έχη την αμαρτίαν, όταν γινόμεθα αφορμή να καταλαλούν και να κατακρίνουν εις βάρος μας; Εγώ δι’ εμένα δεν με πειράζει ότι και αν ειπούν, όσον να επαινούν! Αλλά δι’ αυτούς είναι πολύ το κακόν, όπου την συνείδησίν τους βαρύνουν.
Δι’ αυτό προσοχή, να μην γινώμεθα ημείς αίτιοι του κακού εις άλλον. Και αν δεν δυνάμεθα να τον επιστρέψωμεν, αλλά τον εαυτόν μας ημπορούμεν να φυλάγωμεν, να μην πλανηθούμεν.
Αρκούσι, λοιπόν, τα πνευματικά. Παρακαλώ εύχεσθε με αγάπην τους αδελφούς να μετανοήσουν. Και υπάρχει ελπίς μίαν ημέραν να γίνουν καλά. Και υγιείς την ψυχήν να έμβουν εις τον Παράδεισον, δια να σκάσουν οι δαίμονες όπου τους πάντας παντοιοτρόπως πειράζουν.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας», Επιστολή 29, Έκδοσις Ιεράς Μονής Φιλοθέου, Αγίον Όρος, 1979