Home ΑΡΧΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΝΗΠΤΙΚΟΙ Η αγάπη είναι πάνω απ’ όλα – Άγιος Πορφύριος

Η αγάπη είναι πάνω απ’ όλα – Άγιος Πορφύριος

1416
Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης
Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης

Η αγάπη προς τον Χριστό δεν έχει όρια, το ίδιο και η αγάπη προς τον πλησίον. Να εκτείνεται παντού, στα πέρατα της γης. Παντού, σε όλους τους ανθρώπους. Εγώ ήθελα να πάω να ζήσω μαζί με τους χίπηδες στα Μάταλα χωρίς, βέβαια, αμαρτίες, για να τους δείξω την αγάπη του Χριστού, πόσο είναι μεγάλη και πως μπορεί να τους αλλάξει, να τους μεταμορφώσει. Η αγάπη είναι πάνω απ’ όλα. Θα σας το πω μ’ ένα παράδειγμα.

Ήταν ένας ασκητής κι είχε δύο υποτακτικούς. Προσπαθούσε πολύ να τους ωφελήσει και να τους κάνει καλούς. Είχε, όμως, την ανησυχία αν όντως προχωρούν στην πνευματική ζωή, αν προοδεύουν κι αν είναι έτοιμοι για τη Βασιλεία του Θεού. Περίμενε ένα σημάδι γι’ αυτό από τον Θεό, αλλά δεν έπαιρνε καμιά απάντηση. Κάποια ημέρα θα γινόταν αγρυπνία στην εκκλησία μιας άλλης σκήτης, που απείχε πολλές ώρες απ’ τη δική τους. Έπρεπε να γίνει πορεία μες στην έρημο. Έστειλε τους υποτακτικούς του απ’ το πρωί, ώστε να φθάσουν νωρίς, για να τακτοποιήσουν την εκκλησία, κι ο Γέροντας θα πήγαινε τ’ απόγευμα. Οι υποτακτικοί είχαν προχωρήσει αρκετά, όταν ξαφνικά άκουσαν βογγητά. Ήταν ένας άνθρωπος βαριά τραυματισμένος και ζητούσε βοήθεια:

– Πάρτε με, σας παρακαλώ, τους έλεγε, γιατί εδώ είναι ερημιά, κανείς δεν περνάει, ποιος θα μπορέσει να με βοηθήσει; Εσείς είστε δύο. Σηκώστε με και οδηγήστε με στο πρώτο χωριό.
– Δεν μπορούμε! του είπαν. Βιαζόμαστε να πάμε για την αγρυπνία, έχομε πάρει εντολή να ετοιμάσομε.
– Πάρτε με, σας παρακαλώ! Αν μ’ αφήσετε, θα πεθάνω, θα με φάνε τα θηρία.
– Δεν μπορούμε! Τι να κάνομε, πρέπει να πάμε στο καθήκον μας.

Κι έφυγαν. Τ’ απόγευμα ξεκίνησε ο Γέροντας για την αγρυπνία. Πέρασε απ’ τον ίδιο δρόμο. Έφθασε και στο μέρος που ήταν ο τραυματισμένος. Τον βλέπει, τον πλησιάζει και του λέει:

– Τι έπαθες, άνθρωπε του Θεού; Τι έχεις; Από πότε είσαι εδώ; Δεν σε είδε κανείς;
– Πέρασαν το πρωί δύο μοναχοί και τους παρακάλεσα να με βοηθήσουν, αλλά βιαζόντουσαν να πάνε στην αγρυπνία
– Θα σε πάρω εγώ. Μην ανησυχείς! του λέει.
– Δεν μπορείς εσύ, είσαι γέροντας, δεν μπορείς να με σηκώσεις, αδύνατον!
– Όχι, θα σε πάρω εγώ! Δεν μπορώ να σ’ αφήσω!
– Μα δεν μπορείς να με σηκώσεις.
– Θα σκύψω, και συ πιάσου από πάνω μου και λίγο λίγο θα σε πάω σε κανένα κοντινό χωριό. Λίγο σήμερα, λίγο αύριο, θα σε φθάσω.

Και τον πήρε με μεγάλη δυσκολία κι άρχισε να βαδίζει με το βάρος εκείνος μες στην άμμο πάρα πολύ δύσκολα. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι και σκεπτόταν: «Έστω και σε τρεις μέρες θα φθάσω». Καθώς όμως προχωρούσε, άρχισε να νιώθει το φορτίο του πιο ελαφρό, πιο ελαφρό και σε κάποια στιγμή αισθάνθηκε σαν να μην κρατάει τίποτα. Τότε γυρίζει πίσω να δει τι συμβαίνει και βλέπει με έκπληξη πάνω του έναν άγγελο. Ο άγγελος του είπε:

– Μ’ έστειλε ο Θεός να σε πληροφορήσω ότι οι δύο υποτακτικοί σου δεν είναι άξιοι της Βασιλείας του Θεού, γιατί δεν έχουν αγάπη [1]

Σημειώσεις:

  1. Βλ. Ευεργετινού, τομ. Δ’, Υπόθεσιν ιγ’, Αθήναι 1988, σ. 281-286

Απόσπασμα από το βιβλίο «Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου Βίος και Λόγοι», Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2008, σελ. 398 – 400