Κάποιος γέροντας διηγούνταν ότι κάποτε μαζεύτηκαν οι πατέρες για ωφέλιμη συζήτηση, σηκώθηκε ένας από αυτούς, πήρε το μαξιλαράκι που ήταν πάνω στο κάθισμα του, το έβαλε στους ώμους του και κρατώντας το με το δύο χέρια στάθηκε στη μέση, στραμμένος ανατολικά και προσευχήθηκε: «Θεέ μου, ελέησέ με». Και απάντησε ο ίδιος στον εαυτό του: «Αν θέλεις να σε ελεήσω, άφησε αυτό που κουβαλάς και θα σε ελεήσω». Και πάλι είπε: «Θεέ μου, ελέησέ με», και απάντησε στον εαυτό του: «Σου είπα, άφησε αυτό που κουβαλάς και θα σε ελεήσω». Αφού το έκανε αυτό πολλές φορές, κάθισε, και οι πατέρες ρώτησαν: «Πες μας, τι σημαίνει αυτό που έκανες;» Και αυτός αποκρίθηκε: «Το μαξιλαράκι που κουβαλούσα στους ώμους μου είναι το θέλημά μου. Παρακαλούσα λοιπόν τον Θεό να με ελεήσει ενώ το έχω, και μου απάντησε: “Άφησε αυτό που κουβαλάς, και θα σε ελεήσω”.
«Και εμείς λοιπόν», συνέχισε ο γέροντας, «αν θέλουμε να μας ελεήσει ο Θεός, ας αφήσουμε τα θελήματά μας και θα βρούμε έλεος».
Ευεργετινός – Υπόθεση 43 (ΜΓ’): Μη ζητάς το δικό σου θέλημα αλλά του Θεού, Περιβόλλι της Παναγίας, 2001