Δεν ανέχετο ποτέ σχόλια και κουτσομπολιά για άλλους από τις κυρίες που εργάζοντο στο Ίδρυμα. «Αφήστε τον κόσμο να κάνη την δουλειά του», έλεγε επιτακτικά και έκοβε από την αρχή κάθε σχόλιο· η άλλοτε έλεγε: «Άντε, θα έχετε και καμμία δουλειά να κάνετε».
Διηγείτο η Ευθαλία για να δείξη πως η προσφορά μας οφείλει να είναι ανιδιοτελής και διακριτική, το εξής: «Κάποτε ένας Κονιτσιώτης αγόρασε παπούτσια σε ένα φτωχό ξυπόλητο παιδί. Κάθε φορά που το συναντούσε του έλεγε: «Πρόσεχε πως περπατάς μην χαλάσης τα παπούτσια». Άλλοτε: «Μην τα χτυπήσης, μην τα λερώσης» κ.λ.π. ώσπου μία μέρα σε μία παρατήρηση το παιδί αγανάκτησε, τα έβγαλε από τα πόδια του λέγοντας του: «Πάρτα, για να προχωρώ ελεύθερα, όπως θέλω».
Μια γιαγιά που την περιποιείτο η Ευθαλία με πολλή αγάπη και φροντίδα, της φιλούσε τα χέρια. «Σ’ έχω μάννα», της έλεγε, και ας ήταν μεγαλύτερη από την Ευθαλία. Η ίδια προέπλενε με τα χέρια της τα λερωμένα ρούχα των γιαγιάδων, για να τα πλύνουν στην συνέχεια οι κυρίες το πρωΐ.
Υπήρχε παλαιότερα η νοοτροπία ότι, αν κάποιος ήταν κατάκοιτος, είχε πολλές αμαρτίες. Η Ευθαλία, για να μη νιώθουν άσχημα οι κατάκοιτες με τον τρόπο της έκρυβε την κατάσταση κάθε κατάκοιτης γιαγιάς στους επισκέπτες. Ποτέ δεν είχε πει ότι έχουμε κατάκοιτες γιαγιάδες. Τις κατάκοιτες τις περιποιούντο η Ευθαλία και η Κλειώ.
Το πνεύμα της θυσίας το μετέδιδε και στο υπόλοιπο προσωπικό, που κατάφερνε να το διατηρή ενωμένο και αγαπημένο. Ήταν έντονη η παρουσία της βοήθειας του Θεού στο έργο του γηροκομείου την περίοδο που τα μέσα και τα άτομα του προσωπικού ήταν λίγα. Η παρουσία της Ευθαλίας ενέπνεε όλες τις κυρίες. Όπως έλεγε η Κλειώ «ήμασταν όλες μία ψυχή, μία καρδιά!». Έδειχνε κατανόηση στους συνεργάτες της και προσπαθούσε να βρίσκη τρόπους να τους ξεκουράση· π.χ. έλεγε στην Κλειώ, την υποδιευθύντρια του γηροκομείου: «Να πας, παιδί μου, στην αδερφή σου να την δης και να την χορτάσης, γιατί τώρα είμαι στο πόδι εγώ…άμα θα γεράσω δεν θα μπορείς να πας…πήγαινε τώρα στην αδερφή σου». Επίσης όσες φορές ήθελε η Κλειώ να πάη στα Γιάννενα, δεν της έφερνε αντίρρηση και καθόταν αυτή στην θέση της».
Όλοι εδιδάσκοντο και εμπνέοντο από τα λόγια και κυρίως από το παράδειγμα της Ευθαλίας. Εννοείται πως η Ευθαλία πρόσφερε τις υπηρεσίες της χωρίς καμμία υλική αμοιβή. Συνεχώς, σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο εργαζόταν και φρόντιζε για όλα. Από τις πρώτες γυναίκες που συνεργάσθηκαν μαζί της ήταν η κ. Πολυξένη Ζδράβου, τίμια, εργατική και μεγάλης εμπιστοσύνης άνθρωπος. Στην συνέχεια αυξήθηκαν οι δουλειές και χρειάσθηκε να προσλάβουν την κ. Σταθούλα Κίτσιου και την κ. Σοφία. Όλες πολύ καλές και αφοσιωμένες στο θεάρεστο έργο τους. Είχαν ζωντανό παράδειγμα προσφοράς και θυσίας την κυρά-Ευθαλία, όπως την αποκαλούσαν. Σε όλους έδινε όλη της την αγάπη, η οποία εζωγραφίζετο στο ήρεμο και καλωσυνάτο πρόσωπό της και στο ειλικρινές χαμόγελό της. Στους επισκέπτες του γηροκομείου ήταν ευγενέστατη και όσους φιλοξενούσε κάποιες ημέρες τους έκανε να αισθάνωνται πραγματικά σαν το σπίτι τους, αφού της πήγαινε τόσο πολύ ο ρόλος της μητέρας. Ο λογισμός της ήταν καλός για όλους. Το μέγεθος και η ανιδιοτελής αγάπη της Ευθαλίας προς τις γιαγιάδες φαίνεται και από μία περίπτωση μιας γιαγιάς που ξεκίνησε με καρκίνο στο βλέφαρο και δημιούργησε πληγή σε όλο το πρόσωπό της. Το θέαμα ήταν φρικτό, οι πόνοι αφόρητοι, η περιποίηση και απαραίτητη φροντίδα για να γίνη απαιτούσε μεγάλη αγάπη και υπομονή. Αυτά τα διέθετε μόνο η Ευθαλία. Καθώς την φρόντιζε και της μιλούσε με τρυφερότητα, εκείνη (η κυρά-Γίτσα) την αποκαλούσε «μάννα». Η όλη εικόνα ήταν ιεροτελεστία, η αγάπη και η θυσία σε μία γνήσια και αυθεντική έκφραση. Πάνω από δύο δεκαετίες υπηρέτησε η Ευθαλία γερόντισσες πονεμένες και κατάκοιτες.
Όταν πέθανε κάποια γερόντισσα η Ευθαλία ξενυχτούσε και διάβαζε το Ψαλτήρι. Τους υπόλοιπους του προσωπικού του γηροκομείου τους έστελνε για να ξεκουραστούν.
Είχε στην ευθύνη της όλη την λειτουργία του γηροκομείου και ο Θεός της έστελνε καθημερινά ευλογίες. Κάποτε που δεν είχε τυρί, ούτε φρούτα, έκανε προσευχή και σε λίγο εμφανίσθηκε η Δημητρούλα Καπάϊου με δύο τελάρα σταφύλια και δύο πλάκες τυρί. Η Ευθαλία συγκινημένη δόξαζε όλη την ημέρα τον Θεό, ενώ η Πολυξένη Ζδράβου, η μαγείρισσα, απορούσε και θαύμαζε!
Στην αγορά η Ευθαλία δεν κατέβαινε, είχε όμως τον τρόπο της και επικοινωνούσε με τους ανθρώπους που ήθελαν να προσφέρουν. Όλοι ήταν συγκινημένοι από την πηγαία αγάπη και ευγένειά της.
Η Ευθαλία δεν ήταν μόνο μάννα για τις γερόντισσες του Εκκλησιαστικού γηροκομείου, αλλά και για τα παιδιά του Εκκλησιαστικού Οικοτροφείου Αρρένων «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός». Έδειχνε την αγάπη της παντοιοτρόπως. «Ντυθήτε για να μην αρρωστήσετε», «έλα, παιδί μου, να πιης ένα τσάϊ, σ’ ακούω να βήχεις». Όλοι οι οικότροφοι ενθυμούνται με πολύ σεβασμό και ευγνωμοσύνη την κυρά-Ευθαλία.
Κάποιος της είπε: «Ευθαλία, άσκοπα κουράζεσαι με τα παιδιά του Οικοτροφείου. Ελάχιστα παιδιά γίνονται ιερείς, οι υπόλοιποι φεύγουν και τα ξεχνούν όλα». Απάντησε: «Το σφουγγάρι βγάζοντας το από το νερό, όσο και να το στύψης, θα μείνει υγρό».
Αφ’ ότου έφυγε από το πατρικό της το 1968, σπίτι της πλέον ήταν το γηροκομείο. Μόνο στα πρώτα δέκα χρόνια περίπου πήγαινε μία φορά την εβδομάδα, για να ζυμώση πρόσφορα. Αξίζει να αναφερθή ο θαυμαστός τρόπος που έκανε το προζύμι για τα πρόσφορα. Έβραζε Βασιλικό από την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και με τον νερό αυτό έπιανε το προζύμι χωρίς να προσθέση τίποτε άλλο. Με αυτό το προζύμι ζύμωνε τα πρόσφορα όλο τον χρόνο. Μερικές φορές έφτιαχνε και ζυμωτό ψωμί για να ευχαριστήση τις γιαγιάδες.
Η Ευθαλία ήταν άνθρωπος πίστεως και υπομονής· είχε διάκριση, δεν έλεγε πολλά. Ήξερε να φέρεται και να μιλά στον καθένα, όπως έπρεπε, με καλό τρόπο και με αγάπη. Από τις αρχές της και το πνευματικό πρόγραμμα δεν έβγαινε (νηστείες, προσευχές). Έτρωγε την Κυριακή μόνο λίγο κρέας και την Τρίτη λίγο ψάρι. Τις υπόλοιπες μέρες το φαγητό της ήταν πολύ λίγο και απλό. Έκανε το τριήμερο και κρατούσε τις νηστείες με χαρά. Εάν κάποιος της έλεγε ότι έπρεπε να φάη κάτι περισσότερο, έλεγε χαριτολογώντας: «δεν με αφήνει η Μάννα μου». Αργότερα σε μία καινούργια πτέρυγα των φιλανθρωπικών αυτών Ιδρυμάτων ενσωματώθηκε και ένα Εκκλησάκι και σχεδόν κάθε Σάββατο εγίνετο θεία Λειτουργία. Η Ευθαλία έκλαιγε από χαρά, γιατί έτσι ωλοκληρώθηκε η πνευματική τροφή όλων των τροφίμων, και του γηροκομείου και του Εκκλησιαστικού Οικοτροφείου.
Μεγάλη ανακούφιση και βοήθεια είχε η Ευθαλία από το 1973, όταν ήρθε η Κλειώ Ρόκου, μία ψυχή απλή με πολλή αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον. Αφιερωμένη κι εκείνη στον Θεό και στην υπηρεσία του πλησίον συνεργάσθηκε με την κυρά-Ευθαλία όλα τα χρόνια αρμονικά, σαν μάννα με κόρη υπηρετώντας τις γιαγιάδες. «Μεγάλο δώρο μου έστειλε ο Θεός», έλεγε η Ευθαλία για την Κλειώ.
Η μέριμνα και η φροντίδα για τα άπορα παιδιά ήταν κανόνας στην ζωή της. Κάποιος θείος της της έστελνε χρήματα και εκείνη, ενώ θα μπορούσε να τα διαθέση για τις ανάγκες του Εκκλησιαστικού γηροκομείου, τα έδινε σε ορφανά και φτωχά παιδιά. Είχε αναλάβει τα ορφανά εγγόνια μιας γερόντισσας, η οποία ήταν στο Εκκλησιαστικό γηροκομείο.
Τα δύο τελευταία χρόνια η Ευθαλία εξ αιτίας της οστεοπόρωσης έπεσε κατάκοιτη σε κρεββάτι και η Κλειώ την φρόντιζε με παραδειγματική αφοσίωση και αγάπη, ως κόρη γνήσια. Σε μία επίσκεψη ο Σεβασμιώτατος της είπε:
– Κυρία Ευθαλία, εκεί που θα πας να μας θυμάσαι, μη μας ξεχάσης.
– Σεβασμιώτατε, πρώτα θα πάτε εσείς και ύστερα εγώ.
Και πράγματι· ενώ ήταν υγιής τότε ο Σεβασμιώτατος κλονίστηκε η υγεία του και εκοιμήθη στις 12 Δεκεμβρίου του 1994, ενώ η Ευθαλία εκοιμήθη δώδεκα ημέρες αργότερα στις 24-12-1994.
Η γερόντισσα Ευθαλία ήταν προικισμένη από τον Θεό με πάρα πολλά χαρίσματα πνευματικά και διανοητικά, τα οποία πολλαπλασίασε ενώ συστηματικά τα έκρυβε. Μας δίδαξε όχι τόσο με τα λόγια της, αλλά κυρίως και προπαντός με το παράδειγμά της με ένα ιδιαίτερο μυστικό τρόπο, με όλην την ζωή της, με την αστείρευτη αγάπη της, την εμπιστοσύνη της στην πρόνοια του Θεού, την ακλόνητη πίστη, την απόλυτη ακτημοσύνη της, την ταπείνωση της, την αφάνειά της και την διάκριση· με την εμπνευσμένη καθοδήγηση και διοίκηση του Ιδρύματος, με την προσφορά αβραμιαίας φιλοξενίας. Μας δίδαξε με τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο μίκραινε και διέλυε τα τυχόν προβλήματα που εδημιουργούντο, με την θυσία, την καρτερία και την υπομονή που έδειχνε σε όλα, αλλά και την σιωπή, και με την αδιάκριτη υπακοή στο θέλημα του Θεού, με την υποδειγματική της υπακοή στον Πνευματικό της, τον Σεβασμιώτατο, με την σοφία που την χαρακτήριζε. Τους ιδιαίτερους αγώνες της τους γνωρίζει η ίδια και ο Θεός. Κατάφερε να μείνη άγνωστη στους πολλούς ανθρώπους, αλλά γνωστή στο Θεό.
Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.
«Ασκητές μέσα στον κόσμο – B΄», Άγιον Όρος, 2012