
«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ πρώτῃ τῶν Νηστειῶν,
ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων καί σεπτῶν εἰκόνων,
γενομένης παρά τῶν ἀειμνήστων Αὐτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως
Μιχαήλ καί τῆς μητρός αὐτοῦ Θεοδώρας,
ἐπί Πατριαρχείας τοῦ ἁγίου καί ὁμολογητοῦ Μεθοδίου»
Ἀγαπητοί µου ἀδελφοί,
Μέ τούς παραπάνω λόγους ὁ ἱερός Συναξαριστής µᾶς εἰσάγει εὐλαβικά στό ὑψηλό περιεχόµενο τοῦ µεγάλου ἑορτασµοῦ τῆς Ἐκκλησίας µας, καί µᾶς δίνει τή διάσταση τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ ἑορτή εἶναι σηµαντική γιά τήν τοπική µας Ἐκκλησία, τήν ἱστορική συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Νίκαιας τῆς Βιθυνίας, ἐκλεκτοῦ τµήµατος τῶν Ἀλησµόνητων Πατρίδων, ἐκεῖ ὅπου συνῆλθαν ἡ πρώτη καί ἡ ἑβδόµη Οἰκουµενικές Σύνοδοι. Ἡ τελευταία µάλιστα ἀποτελεῖ τήν θεολογική προϋπόθεση τῶν ἀποφάσεων τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας.
Στήν Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδο τοῦ 787 µ.Χ., ἐπί Πατριάρχου ἁγίου Ταρασίου καί µέ τή συµµετοχή 367 ἁγίων Ἱεραρχῶν, καταδικάστηκε ἡ αἵρεση τῶν εἰκονοµάχων, καί κηρύχτηκε αἰωνία ἡ µνήµη τῶν ἁγίων ὑπερµάχων τῆς Ὀρθοδοξίας, ἤτοι τοῦ Πατριάρχου Γερµανοῦ (715-730 µ.Χ.), τοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαµασκηνοῦ, καί ὅλων ὅσοι εἶχαν ὐποστεῖ βασάνους καί ἐξορίες λόγῳ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Στόν Ὅρο πίστεως τῆς Συνόδου ἀναφέρονται µεταξύ ἄλλων, ὅτι «Ὅσο µέ τήν εἰκονική παράσταση βλέπουµε τά ἱερά πρόσωπα, τόσο προχωροῦµε στή µνήµη τῶν εἰκονιζόµενων προσώπων καί στή µίµησή τους. Μέσῳ τῆς προσκύνησης, λατρεύουµε τόν Θεό καί τιµοῦµε τούς ἁγίους Του». Καί ἀσφαλέστατα, ἡ «τῆς εἰκόνος τιµή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει». Ὅποιος ἀσπάζεται τήν εἰκόνα, προσκυνᾷ τήν ὑπόσταση τοῦ εἰκονιζόµενου. Ἡ θεολογία τῆς Ζ΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου συνάντησε τήν ἀντίδραση τῶν εἰκονοµάχων, ἀκολούθησαν νέοι διωγµοί, καί µόλις τό 843 µ.Χ. ἡ ἁγία Θεοδώρα, ὡς Ἐπίτροπος τοῦ ἀνήλικου γιοῦ της Μιχαήλ, συγκάλεσε Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη, ὑπό τήν προεδρία τοῦ Πατριάρχου Μεθοδίου. Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀποκατέστησε ὁριστικά τίς ἱερές εἰκόνες, ἐπικυρώνοντας τόν Ὅρο τῆς Ζ΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου.
Ἡ Ἐκκλησία µᾶς καλεῖ, τιµώντας τήν εἰκόνα, νά κρατήσουµε ἀµόλυντη τήν ἐσωτερική εἰκόνα, τό δοσµένο «κατ’ εἰκόνα», στοχεύοντας στό «καθ’ ὁµοίωσιν», πού εἶναι κατά τούς Ἁγίους καί Θεοφόρους Πατέρες, ὁ τελικός στόχος τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτός καθίσταται ἐφικτός µέ προσοικείωση τῆς ἁγιότητος, αὐτοπροαίρετα καί ἐλεύθερα. «Κατ’ εἰκόνα» εἶναι ἡ ἐλευθερία πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο νά ἔχει τή δυνατότητα νά ἀποκτήσει κατά χάρη, ὅ, τι ἔχει ὁ Θεός κατά φύση. Τό «κατ’ εἰκόνα» συνιστᾷ τή δυνατότητα νά ἑνωθεῖ ὀντολογικά µέ τόν Θεό, νά γίνει κατά χάρη Θεός καί τό «καθ’ ὁµοίωση» εἶναι ἡ ἐπιτυχία αὐτῆς τῆς δυνατότητας.
Ὁ Θεός δέν περιορίζει τόν ἄνθρωπο στίς ἐπιλογές του, ἁπλῶς τοῦ δίνει τή δυνατότητα νά γίνει ὅµοιός Του. Στηρίζει νά ἀναστηλωθεῖ ὁ πεπτωκώς ἄνθρωπος, νά ὡραιοποιηθεῖ ἐσωτερικά ἡ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασθεῖσα ἡµῖν ὡραιότης», πού συνιστᾷ τήν οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.
Ἀδελφοί µου ἀγαπητοί,
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι µυστική κλίµακα ἀνόδου καί ἐµφάνισης στό Θρόνο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Προϋπόθεση γι’ αὐτό εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία ἀντάµα µέ τήν Ὀρθοπραξία, δηλαδή ἡ ὀρθή πίστη καί ἡ τήρηση τοῦ θελήµατος τοῦ Θεοῦ. Ἡ «καινή κτίσις» πού προσµένουµε καλύπτει ἐµᾶς καί ὁλόκληρη τή Δηµιουργία (Ρωµ. 8, 21). Σ’ αὐτά τά πλαίσια καί ἡ τιµή τῶν ἱερῶν εἰκόνων εἶναι µαρτυρία τῆς πίστης καί ἐλπίδας γιά τήν καθολική µεταµόρφωση καί δόξα τῆς Κτίσης. Ἡ Ἐκκλησία κηρύσσει «Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡµῶν καί τούς Αὐτοῦ Ἁγίους, τόν µέν ὡς Θεόν καί Δεσπότην, προσκυνοῦντες καί σέβοντες, τούς δέ (ἁγίους), διά τόν κοινόν Δεσπότην, ὡς Αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιµῶντες καί τήν κατά σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέµοντες». Ἡ τιµή ἐκδηλώνεται «ἐν λόγοις, ἐν συγγραφαῖς, ἐν ναοῖς, ἐν εἰκονίσµασι» (Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας). Καί ἐµεῖς οἱ ταπεινοί ἄς κρατήσουµε, ὅσο µποροῦµε, ἀλώβητο τό «κατ’ εἰκόνα», δεόµενοι µέ ταπείνωση µετά τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαµασκηνοῦ, πού µᾶς δηλώνει µελωδικά: «Εἰκών εἰµί τῆς ἀρρήτου δόξης σου εἰ καί στίγµατα φέρω πταισµάτων».
Καλή Σαρακοστή, ἀδελφοί µου
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Νικαίας Ἀ λ έ ξ ι ο ς