«Προσκυνῶ τὸ Πάθος, ἀνυμνῶ τὴν Ταφήν, μεγαλύνω σου τὸ κράτος Φιλάνθρωπε,
δι’ ὧν λέλυμαι παθῶν φθοροποιῶν»
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Δύο χιλιάδες χρόνια ἔχουν περάσει ἀπό τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία οἱ Ἰουδαῖοι, μετά ἀπό μιά παρῳδία δίκης, ἀπαίτησαν ἀπό τόν Πόντιο Πιλάτο νά θανατώσει τόν Χριστό. Ἡ περίεργη αὐτή δίκη, χωρίς στοιχειώδεις ὅρους, μέ τίς ἰαχές τοῦ πλήθους, νά ἀκυρώνουν τήν ὅποια νηφάλια δικανική κρίση, ἔχει ἀπασχολήσει διαχρονικά χιλιάδες νομικούς, οἱ ὁποῖοι στό σύνολό τους, τήν ἀπαξιώνουν καί τήν ἀκυρώνουν, λόγῳ μή τήρησης βασικῶν κανόνων τοῦ ἰσχύοντος τότε δικαίου.
Ὁ Ἐσταυρωμένος Θεάνθρωπος γνωρίζει καλά πόσο εὔκολα καί πόσο γρήγορα μεταβάλλεται ἡ διάθεση τῶν ἀνθρώπων καί ἔχει συχνά δοκιμάσει τήν ἀγνωμοσύνη ἐκείνων πού εὐεργέτησε. Προφανῶς δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν εὐχαριστία καί τήν εὐγνωμοσύνη μας, ἀλλά τήν περιμένει, ὄχι γιά Ἐκεῖνον, ἀλλά γιά μᾶς. Ἐκφράζοντας τήν εὐγνωμοσύνη μας γιά ὅσα μᾶς προσφέρει, δείχνουμε ὅτι ἀποδεχόμαστε τή δωρεά Του, ὅτι θέλουμε τή χάρη Του, ὅτι ἐπιθυμοῦμε νά ἔχουμε σχέση μαζί Του.
Αὐτή τή σχέση ἐπιθυμεῖ καί ὁ Χριστός, ἀπό ἀγάπη γιά τό πλάσμα Του. Τήν ἐπιθυμεῖ, γιατί μένοντας μακριά Του, δέν εἴμαστε οὔτε εὐτυχεῖς οὔτε ἀσφαλεῖς. Χωρίς Χριστό, χάνουμε τό νόημα τῆς ζωῆς, στερούμαστε τό φῶς καί ἡ ὕπαρξή μας γεμίζει θλίψη, πού ἐξελίσσεται σέ χρόνια δυστυχία, τήν ὁποία ὁ ξηρός ὀρθός λόγος ἀδυνατεῖ συχνά νά ἐξηγήσει, πολύ περισσότερο νά θεραπεύσει. Ἡ τεχνολογία μᾶς γεμίζει μέ φάρμακα, μέ τή δράση τοῦ ἑνός νά ἀκυρώνει τήν ἐπίδραση τοῦ ἄλλου.
Ὁ Χριστός θέλει τόσο πολύ τή σχέση μέ τόν ἄνθρωπο, ὥστε ἔφθασε στό σημεῖο νά γίνει ὁ Ἴδιος ἄνθρωπος καί νά ἀνέλθει στόν Σταυρό γιά νά διαγράψει τίς ἁμαρτίες μας, νά τίς ξεπλύνει μέ τό πανάχραντο αἷμα Του, νά μᾶς ἀγκαλιάσει θερμά, μέ στόχο νά ἑνώσει τό χάσμα πού προκάλεσε ἡ παρακοή, ἡ πτώση καί ἡ ἐξορία μας ἀπό τόν Παράδεισο.
Βεβαίως ἐκκρεμεῖ τό ἀνθρώπινο παράπονο, γιά τήν ἀγνωμοσύνη τῶν ἀνθρώπων πού ἀκούγεται σήμερα μέσα ἀπό τήν ὑμνογραφία μας: Λέγει ὁ Χριστὀς: «Μοῦ ἔδωσαν ἀντί φαγητοῦ χολή, καί ὅταν διψοῦσα, μέ πότισαν ξίδι» (Ἀντίφωνο Θ΄). «Αὐτός, πού ντύνεται τό φῶς σάν ἱμάτιο, στεκόταν γυμνός γιά νά δικαστεῖ καί στό σαγόνι του δέχτηκε ράπισμα ἀπό τά χέρια, πού ὁ ἴδιος ἔπλασε· ὁ παράνομος ὅμως λαός κάρφωσε στό σταυρό τόν Κύριο τῆς δόξης» (Ἀντίφωνο Ι΄). Αὐτά λέγει ὁ Κύριος στούς Ἰουδαίους: «Λαέ μου, τί σοῦ ἔκανα ἤ σέ τί σέ ἐνώχλησα; Στούς τυφλούς σου χάρισα τό φῶς, τούς λεπρούς σου καθάρισα, σήκωσα παράλυτο ἄντρα… Λαέ μου, τί σοῦ ἔκανα καί τί μου ἀνταπόδωσες; Ἀντί τοῦ μάννα, μοῦ ἔδωσες χολή, καί ἀντί τοῦ νεροῦ μοῦ ἔδωσες ξύδι, καί ἀντί νά μέ ἀγαπᾶτε, μέ καρφώσατε στόν Σταυρό» (Ἀντίφωνο ΙΒ΄)
Ἐνῶ Τόν ἀτενίζουμε στόν Σταυρό, ἄς ἐξετάσουμε τόν ἑαυτό μας. Νά ἐρευνήσουμε τήν ψυχή μας καί τή ζωή μας καί νά δοῦμε ποιά εἶναι ἡ στάση μας ἀπέναντί Του. Τί ἀνταποδίδουμε στίς εὐεργεσίες Του; Πέρα ἀπό ξίδι καί χολή, περισσεύει ἡ κακία μας, ἡ ἀπιστία μας, ἡ ἀδιαφορία μας γιά τίς ἐντολές Του. Ὅμως, παρά τήν ἔκπτωσή μας, Ἐκεῖνος μᾶς περιμένει. Μή φοβηθοῦμε νά Τόν προσεγγίσουμε. Συγχώρησε τόν ληστή, στά σίγουρα, θά συγχωρήσει καί μᾶς.
Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,
Ἀπόψε προσκυνοῦμε τά Πάθη τοῦ Χριστοῦ. Προσκυνοῦμε Ἐκεῖνον, πού κρέμασε τή γῆ πάνω στά ὕδατα, καί ὅμως ὁ Ἴδιος κρέμεται ἄδοξα ἐπάνω στό Σταυρό. Προσκυνοῦμε Ἐκεῖνον, πού ἀντί βασιλικοῦ διαδήματος, φέρει στό κεφάλι του, ἀκάνθινο στεφάνι. Προσκυνοῦμε Ἐκεῖνον, πού περιβάλλει τόν οὐρανό μέ σύννεφα, καί τώρα πάνω στόν Σταυρό, εἶναι ντυμένος μέ ἕνα ψεύτικο βασιλικό μανδύα. Τόν προσκυνοῦμε, γιατί τά πάθη τοῦ Κυρίου εἶναι λυτρωτικά. Πίσω ἀπ᾽ αὐτά ὑποφώσκει ἡ δόξα καί ἡ Ἀνάσταση. Καί ἔχει μιά νότα θριαμβικῆς χαρᾶς, ἡ νίκη τοῦ Γολγοθᾶ ἐπί τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων τοῦ ἐχθροῦ. Γι’αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία θρηνεῖ μέν τά παθήματα καί τό θάνατο τοῦ Ἀρχηγοῦ Της, ὅμως σέ κλῖμα χαρμολύπης, μᾶς καλεῖ νά δείξει καί τήν ἐπερχόμενη ἔνδοξη Ἀνάστασή Του.
Καλή Ἀνάσταση ἀδελφοί μου!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ Ὁ Νικαίας Ἀ λ έ ξ ι ο ς