Πάντοτε βοηθεῖ ὅ Θεός, πάντα προφθάνει, ἀλλὰ θέλει ὑπομονήν. Ἀκούει ἀμέσως, ὅταν φωνάζωμεν, ἀλλ’ ὄχι κατὰ την δικὴ σου γνώμην.’Ἐσὺ νομίζεις ὅτι δὲν έφθασεν ἀμέσως ἤ φωνὴ σου εἰς τους Ἁγίους, εἰς την Παναγίας μας, εἰς τον Χριστόν. Μά, προτοῦ ἐσὺ νὰ φωνάξης, οἱ Ἅγιοι ἔσπευσαν εἰς βοήθειὰν σου, γνωρίζοντες ὅτι θὰ τους ἐπικαλεσθῆς καὶ θὰ ζητήσης την ἐκ Θεοῦ προστασία τους. Ὅμως ἐσύ, μὴ βλέποντας πέραν αὐτῶν ὅπου φαίνονται καὶ μὴ γνωρίζοντας πῶς ὁ Θεὸς κυβερνᾶ τον κόσμον, θέλεις εὐθὺς ὡς ἀστραπὴ νὰ γίνη το αἴτημὰ σου. Ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι. Ὁ Κύριος ζητεῖ την ὑπομονήν. Θέλει νὰ δείξης την πίστιν σου. Δὲν εἶναι μόνη ἤ προσευχὴ ὅπου νὰ λέγη κανεὶς ὡσὰν παπαγάλος. Εἶναι ἀνάγκη νὰ συνεργῆ εἰς ὅσα εὔχεται καὶ κατόπιν νὰ μάθη νὰ περιμένη. Ἰδοὺ ὅτι έγινεν ό,τι έχθὲς καὶ προχθὲς ἐπεθύμεις. Ὅμως έζημιώθης, διότι δὲν εἶχες ὑπομονὴν νὰ ἀναμένης ὁπότε κερδίζεις μαζὶ τα μὲν καὶ τα δέ, πρόσκαιρα καὶ αἰώνια.
Κάτι κρυπτὸν πάθος θέλει νὰ θεραπεύση μέσα σου ὁ Χριστὸς καὶ δι’ αὐτὸ ἀναβάλλει νὰ χορηγήση το αἴτημα. Ἄν λάβης ἐνωρίτερα, ὁπόταν ἐσὺ ἀπαιτῆς μένει το πάθος σου ἀθεράπευτον. Ἐὰν περιμένης, λαμβάνεις καὶ το ζητούμενον, καὶ του πάθους την θεραπείαν.
Τώρα θυμώνεις καὶ ἀθυμεῖς καὶ λυπεῖσαι, λογιζομένη ὅτι βραδύνει νὰ ἀπαντήση ὁ οὐράνιος Πατήρ. Κάγὼ σόι λέγω ὅτι καὶ αὐτὸ θὰ γίνη καθὼς το ἐπιθυμεῖς – χωρὶς ἄλλο θὰ γίνη – ἀλλὰ θέλει πρῶτα προσευχὴν ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ κατόπιν νὰ περιμένης. Καὶ ὅταν ἐσὺ παύσης νὰ ἐνθυμῆσαι το ζητούμενον καὶ νὰ το ζητῆς, τότε θὰ σου ἔλθη ὡς δῶρον της ὑπομονῆς καὶ της καρτερίας σου. Ὅταν, εὐχόμενος καὶ ζητῶν ἐγγίζης εἰς ἀπόγνωσιν, τότε ἐγγὺς σου ἤ ἐκπλήρωσης του αἰτήματος. Κάτι κρυπτὸν πάθος θέλει νὰ θεραπεύση μέσα σου ὁ Χριστὸς καὶ δι’ αὐτὸ ἀναβάλλει νὰ χορηγήση το αἴτημα. Ἄν λάβης ἐνωρίτερα, ὁπόταν ἐσὺ ἀπαιτῆς μένει το πάθος σου ἀθεράπευτον. Ἐὰν περιμένης, λαμβάνεις καὶ το ζητούμενον, καὶ του πάθους την θεραπείαν. Καὶ τότε χαίρεις μεγίστην χαρὰν καὶ εὐχαριστεῖς θερμὼς τον Θεόν, ὅπου τα πάντα σοφὼς οἰκονομεῖ καὶ ὅλα πρὸς το συμφέρον μας κάμνει.
Δὲν ὠφελεῖ λοιπόν, ἐὰν ἀθυμῆς, ἐὰν στενοχωρῆσαι, ἂν λέγης λόγια. Πρέπει νὰ κλείνης το στόμα. Κανεὶς νὰ μὴν σὲ έννοή. Καὶ νὰ βγαίνη καπνὸς ἀπὸ τα μάτια καὶ ὄχι ἀπὸ τη μύτη. Ὄχι νὰ ξεφυσᾶς, δῆθεν νὰ ξεθυμάνης, ἀλλὰ νὰ γαληνεύης καὶ διὰ της ὑπομονῆς καὶ μακροθυμίας νὰ καίης τον διάβολον.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας», Επιστολή 40, σελ. 246-247, Έκδοσις Ιεράς Μονής Φιλοθέου, Αγίον Όρος, 1979