Αρκετοί αγιορείτες, οι όποιοι στα φοιτητικά τους χρόνια είχαν Πνευματικό τον π. Ευσέβιο, και άλλοι πού μαθήτευσαν κοντά του, μιλούν σήμερα με πολλή ευγνωμοσύνη και Αγάπη για εκείνον. Ένας απ’ αυτούς, ό π. Ευθύμιος, ιερομόναχος στην Καλύβι της Αναστάσεως, γράφει:
«Τον π. Ευσέβιο γνώρισα το έτος 1974, όταν πρωτοπήγα στην Αθήνα για εισαγωγικές εξετάσεις. Στη συνέχεια ως φοιτητής εκκλησιαζόμουν στον Άγιο Λουκά του Ιπποκράτειου και έξομολογούμην σ’ εκείνον, όσον καιρό ήμουν στην Αθήνα. Αποτελούσα μέλος μιας μικρής συνάξεως με ιεροσπουδαστές της Ροζαρίου και θεολόγους φοιτητές. Τακτικά μάς συγκέντρωνε ό Γέροντας και μάς βοηθούσε πνευματικά με την πείρα του και την διάκρισή του. Ήταν ή λατρευτική ζωή του παρεκκλησίου όαση πνευματική, και ό σεβαστός π. Ευσέβιος φύλακας άγγελος στα δύσκολα φοιτητικά χρόνια.
«Αισθανόμουν έναν αυθόρμητο σεβασμό και εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του. Ή μειλίχια και ήρεμη μορφή του μετέδιδε παρηγοριά και αισιοδοξία. Ή απλότητα του βοηθούσε να τον πλησιάσεις και να άνοιξης την καρδιά σου. Ή ιεροπρέπεια του ενέπνεε ευλάβεια. Ή πνευματική του ζωή ήταν κρυφή, δεν μιλούσε για τούς αγώνες του. Άνετα εν τούτοις διεφαίνετο ή ασκητικότατα του, ή αυταπάρνησή του και ή αφοσίωση του στο καθήκον του.
«Τον γνωρίσαμε ως ευλαβέστατο Λειτουργό και άριστο Πνευματικό. Τον βλέπαμε, παρ’ όλη την ηλικία του να αναλώνει τον χρόνο του, τις δυνάμεις του, τον εαυτό του ολόκληρο στην διακονία των άγαπημένων του άσθενών. Έπαιρνε την λύπη τους και τούς μετέδιδε ελπίδα. Είχε το χάρισμα της παρακλήσεως. Οι προσευχές του βοηθούσαν πολλούς με τρόπο θαυματουργικό να βρουν την υγεία της ψυχής με την εξομολόγηση, και κατόπιν του σώματος. Νύκτωνε στο εξομολογητήριο του και όρθριζε στη δοξολογία τού Θεού.
«Οργάνωνε κατηχητικά, φιλανθρωπίες, έκανε ιδρύματα και πάρα πολλές κρυφές ελεημοσύνες. Μια φορά παραμονή εορτών είχε ετοιμάσει φακέλους με χρήματα για πρόσωπα πού είχαν ανάγκη. Κάποιος άνοιξε το ντουλαπάκι τού Ιερού και πήρε τα χρήματα. Ό Γέροντας ήρεμα το αντιμετώπισε και, όταν τού προτείναμε να το αναφέρει στην Αστυνομία, δεν συμφώνησε. Μόνο ηϋχετο για να μετανοήσει ό κλέπτης…
«Πολύ ωφελήθηκα κοντά του και πολλά με δίδαξε. Αλλά κυρίως δυο χαρακτηριστικά του μ’ εντυπωσίαζαν περισσότερο.
«Το πρώτο ήταν ή προσπάθειά του να ζει και να εργάζεται αφανώς, διότι ήταν πολύ ταπεινός…Οπως ή ζωή του ήταν μυστική, έτσι και το έργο του δεν ήθελε να φαίνεται στα μάτια των ανθρώπων. Αυτό είναι τεκμήριο γνησιότητος. Ότι έκανε το έκανε για τον Θεό και την εικόνα Του, τον άνθρωπο.
«Ομολογούσε και πίστευε ότι όλα οφείλονται στη χάρη τού Θεού. Ό ίδιος δεν είχε λογισμούς ότι κάνει κάτι αξιόλογο. Δεν είχε επιδιώξεις για προαγωγές και αξιώματα, ούτε για επισκοπικούς θρόνους. Αυτά δεν τον συγκινούσαν, αν και τού άξιζαν. Προτιμούσε να εργάζεται στο έργο τού Θεού, θαμμένος στο μικρότατο γραφειάκι του, κάτω από το Ιερό της εκκλησίας, και μακριά από τά φώτα της δημοσιότητας. Αλλά ό πνευματικός του πλούτος και ή Χάρη του ήταν αδύνατον να κρυφθούν, γι’ αυτό και οι άνθρωποι έτρεχαν κοντά του. Εύρισκαν ένα στοργικό πατέρα και έναν πνευματικό οδηγό.
«Το δεύτερο πού με εντυπωσίαζε στον Γέροντα ήταν ή ειλικρινής Αγάπη του για τον μοναχισμό. Έζησε ό ίδιος ως μοναχός στη Λαύρα των Καλαβρύτων με υπακοή, ξενιτειά και προσευχή σε χρόνια πολύ δύσκολα. Στο Ιπποκράτειο διέμεινε σ’ ένα πολύ μικρό κελλάκι στον τελευταίο όροφο, δίπλα στους ασθενείς. Εκεί “ως στρουθίον μονάζον έπί δώματος” (Ψαλμ. ρα’, 8) ζούσε ασκητικά, απλά και πτωχικά.
«Ανεδείχθη κτίτωρ δύο γυναικείων μονών και έβοήθησε πολλούς νέους ν’ άκολουθήσουν την Αγγελική ζωή των μοναχών, όπως και την αναξιότητα μου. Κάθε χρόνο έπεσκέπτετο το Άγιο Όρος. Ουδέποτε διέκοψε τις σχέσεις του με το Μοναστήρι της μετάνοιας του και τον Ηγούμενο παραδελφό του π. Άνθιμο.
«Ένίοτε μ’ έπαιρνε μαζί του στην Λαύρα των Καλαβρύτων για την άγρυπνία τού Αγίου Αλεξίου, καθώς και στο Μοναστήρι του των Είσοδίων στον Ώρωπό. Ήρθε και με έπισκέφθηκε στο κέντρο νεοσυλλέκτων Αεροπορίας στην Τρίπολη και εκεί, καθήμενοι μόνοι μας την αίθουσα τού επισκεπτηρίου, με εξομολόγησε και δρόσισε την ψυχή μου…
«Όταν εξέφρασα την επιθυμία μου να γίνω μοναχός στο Περιβόλι της Παναγίας, το σεβάστηκε και το χάρηκε… Αφήνοντας τον κόσμο, πέρασα να τον χαιρετήσω.
«Με συμβούλευσε καταλλήλως. Με χαιρέτησε δίνοντάς μου την ευχή του. Ήταν ή τελευταία μας συνάντηση Εκτοτε δεν τον ξαναείδα. Οι ευχές του με βοήθησαν να γίνω μοναχός. Αιωνία του ή μνήμη. Ό Θεός να τον συναριθμήσει στην χορεία των Αγίων Του. Αμήν.
Με άπειρη ευγνωμοσύνη
Ιερομόναχος Ευθύμιος Αγιορείτης