Και αφού πρώτον γνωρίσωμεν τον Θεόν ως δημιουργόν παντός αγαθού, Πατέρα, προνοητήν και κηδεμόνα ημών, πρέπει να πιστέψωμεν εις Αυτόν εξ’ όλης της ψυχής και καρδίας. Και μόνον εις Αυτόν να ελπίζωμεν. Και κατόπιν θα τον αγαπήσωμεν αισθανόμενοι τας πολλάς του ευεργεσίας. Και, όταν τον Θεόν αγαπήσωμεν εξ’ όλης καρδίας ως Πλάστην, τότε και τον πλησίον θα αγαπήσωμεν ως εαυτόν, ειδότες ότι όλοι είμεθα αδελφοί –κατά φύσιν Αδάμ, και κατά χάριν, Χριστού. Και ως εκ’ τούτου δεν πρέπει ο άνθρωπος ο πνευματικός να θεωρή την συγγένειαν της σαρκός, αφού αφιερώθη εις τον Θεόν, αλλά του πνεύματος την συγγένειαν. Διότι η σάρξ, άρρεν και θήλυ είναι δια τον πληθυσμόν, όπερ ημείς απαρνήθημεν και ανέβημεν υψηλότερα. Λοιπόν ως πνευματικοί που είμαθε πρέπει και πνευματικώς να βλεπώμεθα. Κατά την ψυχήν, δεν έχει άρρεν και θήλυ ψυχή, μήτε νέα ή γέρων, αλλά χάρις Χριστού επί πάντα.
Αφήσατε όθεν παρακαλώ τον νουν σας ελεύθερον –μην τον κλείετε υπό νόμον, αφού εσμέν υπό χάριν- να θεωρήση τι μέγα μυστήριον κρύπτεται εν τοις λόγοις, όπου σας λέγω. Να γευθή αθώαν αγάπη. Και να πετάξη εις την θεωρίαν του μόνου Θεού, του αγαθού Πατρός.
Αφού είμεθα αδελφοί, η πνοή του Θεού, το θείον εμφύσημα, και ο ζωοπάροχος μας Πατήρ εν τω μέσω ημών, όλαι αι πράξεις μας, κινήματα και νοήματα, κρίνονται διαφανώς υπό το όμμα Αυτού. Και προτού εσύ κινηθής ή διανοηθής κάτι καλό ή κάτι κακόν, ευθύς η πνοή, η ψυχή ως εμφύσημα του Θεού κεντά τον Θεόν. Είδε προλαβών τι θα πράξης και κατόπιν εσύ θα κάμης την κίνησιν της ψυχής ή του σώματος.
Τώρα πρόσχες εις το λεγόμενον του Προφήτου: «Προωρώμην τον Κύριόν μου ενώπιόν μου διαπαντός». Άρα γε είναι πάντοτε ανοικτοί οι οφθαλμοί της ψυχής σου, ή νομίζεις ότι, επειδή δεν βλέπεις εσύ πλησίον σου τον Θεόν, δε σε βλέπει και Εκείνος; Ή νομίζεις ότι ημπορείς να κάμης κάτι κρυφά απ’ Αυτόν, επειδή ο νους σου είναι κλειστός; Όμως Εκείνος σε βλέπει, λυπείται και παραβλέπει· μέμφεται την ολιγοπιστίαν σου και τον σκοτισμόν του νοός σου.
Άρα γε είναι πάντοτε ανοικτοί οι οφθαλμοί της ψυχής σου, ή νομίζεις ότι, επειδή δεν βλέπεις εσύ πλησίον σου τον Θεόν, δε σε βλέπει και Εκείνος; Ή νομίζεις ότι ημπορείς να κάμης κάτι κρυφά απ’ Αυτόν, επειδή ο νους σου είναι κλειστός; Όμως Εκείνος σε βλέπει, λυπείται και παραβλέπει· μέμφεται την ολιγοπιστίαν σου και τον σκοτισμόν του νοός σου
Δεν γνωρίζεις ότι ο Ιησούς γίνεται εν εκάστω θεραπεία πάσης ανάγκης; Ήγουν τροφή τω πεινώντι, τω διψώντι ύδωρ, υγεία τω ασθενεί, ενδυμασία τω γυμνητεύοντι, φωνή εις τους ψάλλοντας, τω ευχομένω πληροφορία, τοις πάσι τα πάντα εις σωτηρίαν;
Πίστευσον, τέκνον μου, ότι εις όσα και αν πάσχωμεν, εις όλα ο Χριστός είναι άριστος ιατρός της ψυχής και του σώματος. Αρκεί να έχης την τέλειαν αυταπάρνησιν, την τέλειαν πίστιν και αφοσίωσιν εις αυτόν χωρίς δισταγμόν.
Αφού ο γλυκύς Ιησούς είναι τόσον καλός, εύσπλαχνος, αγαθός, διατί να απελπισθής; Ένα ολίγον τον εζητούμε και αυτός μας δίδει τόσον πολύ. Μίαν ακτίνα φωτός του γυρεύουμε και αυτός μας χαρίζεται όλος Φως, Αλήθεια, Αγάπη. Λοιπόν ταπεινώσου και πάσαν την ελπίδα σου στήριζε εις Αυτόν.
Και πίστευσον μοι την αλήθειαν λέγοντι ότι· αφότου έγινα μοναχός, οσάκις ησθένησα, παντάπασι δεν επιμελήθην τον εαυτόν μου. Μήτε άφησα κανένα να φροντίση δια την σωματικήν μου υγείαν, αλλά όλην μου την ελπίδα άφησα εις τον άμισθον ιατρόν.
Και τόσον εδοκιμάσθην εις την αρχήν, όπου εγέμισα μεγάλα ώσαν λεμόνια σπυριά όλη η ράχη μου μέχρι και κάτω. Και έγινα ώσαν ξύλινος, μη δυνάμενος να λυγίσω. Και εγώ εμαχόμην το πάθος, χωρίς να αλλάξω ποσώς μήτε φανέλλα μήτε έτερον ρούχο. Αλλά εφορτώθηκα ένα τορβά εις την ράχην και εγύρισα όλον το Άγιον Όρος. Ωστόσο έσπασαν όλα εκείνα και έτρεχαν μόνα τους μέχρι τους πόδας μου. Και δεν άλλαξα, ως είπον, μαχόμενος και δεινώς υπομένων· και έγιναν η φανέλλα και κάτω ένα δάκτυλο πάχος το ρούχο από την ύλην που έτρεξε. Και εις τες τρύπες των πληγών εχωρούσε το δάκτυλον. Και δεν έπαθα τίποτε. Και μέχρι σήμερον ότι αρρώστεια μου έρχεται με πολλήν χαρά την εκδέχομαι, μήπως με φέρη τον αιώνιον ύπνον· να ευρεθώ εις τον Κύριον Ιησούν. Αλλά δεν ήλθεν η ώρα. Πάντως θα έλθη συντόμως.
Ο θάνατος, όπου εις τους πολλούς είναι μέγας και τρομερός, εις εμένα είναι ανάπαυσις, ένα γλυκύτατον πράγμα, όπου μόλις έλθη θα με ξεκουράση από τας θλίψεις του κόσμου. Και τον περιμένω από στιγμής εις στιγμήν. Είναι μέγα όντως· αλλά πολύ μεγάλος αγών να σηκώση κανείς όλα τα βάρη του κόσμου εσήμερον, όπου όλοι ζητούν από τον άλλον να πληρωθούν όλαι αι εντολαί.
Έτσι είναι τα χρόνια μας. Δι’ αυτό απαιτείται υπομονή έως να ξεψυχήσωμεν όρθιοι. Δια τούτο ανδρίζου και κραταιούσθω η ψυχή σου εις παν ότι ακολουθεί.
Δι’ αυτά και δι’ όλα και εγώ έγινα πτώμα. Παρακαλώ τον Θεόν να με πάρη να ησυχάσω. Παρακαλώ την αγάπην σας πολύ να με εύχεσθε. Διότι έχω πολλάς ψυχάς όπου μου γυρεύουν βοήθειαν.
Και πιστεύσατε, ότι δια την κάθε μίαν ψυχήν όπου λαμβάνει βοήθειαν δοκιμάζω τον πόλεμον όπου έχει.
Και πάλιν γράφω αυτά δίδων σας θάρρος να μη φοβήσθε τας ασθενείας, καν και να πάσχωμεν εφόρου ζωής.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας», Επιστολή 30, Έκδοσις Ιεράς Μονής Φιλοθέου, Αγίον Όρος, 1979